ορφικά και πυθαγόρεια μυστήρια
Οι μυστηριακές θρησκείες έχουν ως
κέντρο την μύηση στην ανώτερη δόμηση του ανθρώπινου όντος μέσω του μύθου.
Συνήθως οι ορφικοί εκκινούν την εσωτερική διεργασία μεταλλαγής με βάση τις
φάσεις της σελήνης, τις εναλλαγές φωτός και σκότους, ημέρας και νύχτας, χειμώνα
θέρους, με στόχο την λύτρωση από τα δεινά της υλικής πραγματικότητας και την
προσέγγιση της αθανασίας.
Οι ορφικοί ανήκουν στα προελληνικά θρησκεύματα, τα οποία
ξεκινούν από συγκεκριμένες οικογένειες, περνούν σε φατρίες ή γένη και μέσω της
ιερουργίας σε βωμούς και ναούς διαδίδονται
σε πανελλήνια έκταση. Τα ιερατικά γένη των Ελλήνων στα ορφικά μυστήρια, είναι
κληρονομικά και λειτουργούν με ενδογαμίες. Ο μύστης εξασφαλίζει μακάριο βίο επί
της γης και σωτηρία στα επέκεινα. Οι
λόγοι της απήχησης της ορφικής διδασκαλίας, με βάση τα αρχαιολογικά
δεδομένα θεωρείται προγενέστερη των άλλων μυστηρίων είναι : η ιδέα της ένωσης
με το θείο, η λύτρωση, η έννοια της νίκης του θανάτου, της οδύνης στον
καθημερινό βίο, η αποφυγή της τιμωρίας στο καθαρτήριο της αρχαιοελληνικής
θρησκείας, τα Τάρταρα.
Η διάδοση των ορφικών ήδη από την δεύτερη χιλιετηρίδα π
χ, οφείλεται στην ύπαρξη κηρύκων, οι οποίοι προαναγγέλλουν την τέλεση των
μυστηρίων. Οι ιερείς αυτοί ονομάζονται ορφεοτελεστές, και έχουν ως έργο την
δημιουργία ομάδων , που λέγονται θίασοι, οι οποίοι τελώντας ένα είδος δρώμενου που έχει να κάνει με την γέννηση και τον
θάνατο, καλούν τους πολίτες στα μυστήρια .Τα ορφικά μυστήρια δεν έχουν σταθερό
και ορισμένο κέντρο λατρείας, οι ορφεοτελεστές περιπλανούνται από τόπο σε τόπο,
όπου υπάρχει ιδρύουν κοινότητες και οργανώνουν ομάδες. Από όλα τα μυστήρια της
αρχαιότητας, τα ορφικά είναι τα μόνα, που έχουν ιερή γραμματεία ( γραπτή
παράδοση τελετουργίας και ύμνων.) Η ιερή
γραμματεία διαχωρίζεται στα δογματικά βιβλία και τους καθαρμούς- τελετές. Έχουν
θεγονία κοσμογονία εσχατολογία, και για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική
θρησκεία υπεισέρχεται η έννοια της ηθικής. Η φήμη των μυστηρίων οφείλεται στην
έμφυτη αναζήτηση της αλήθειας του Έλληνα.
Σε κάθε μυστήριο ενυπάρχουν δύο στοιχεία το αισθητό και
το υπεραισθητό. Στο πρώτο ανήκουν οι τελετές, οι λόγοι και οι πράξεις. Στο
δεύτερο έχουμε την κοινωνία του δαιμονίου ή της χάριτος.( Μάξιμος Τύριος : «
συγγενέσθαι τω δαιμονίω» ,Σαλλούστιος « πάσα τελετή προς τον κόσμον ημάς και
προς τους θεούς συνάπτει εθέλει»).Και στα ορφικά και στα ελευσίνια μυστήρια των
κλασσικών χρόνων προηγείται των ιερουργών ο επώνυμος άρχων των Αθηνών, ενώ κατά την ρωμαιοκρατία ο
αυτοκράτορας Κλαύδιος σχεδίαζε την μεταφορά των μυστηρίων στην Ρώμη.
Η Ορφική Κοσμογονία διδάσκει ότι ο Κόσμος δημιουργήθηκε από μια σειρά προϋπαρχουσών Αιτιών που ...ήσαν καθαρή Νόηση. Οι Αιτίες αυτές ονομάζονται Πρώτες Αρχές (εκ του ρ. άρχω) και είναι οι εξής: Η ΑΡΡΗΤΟΣ ΑΡΧΗ - Είναι το Τριαδικόν Έν (Νούς, Νόηση, Λόγος) αλλά και η Πρώτη Δυάς ( «Γή»/Ύλη - που είναι η δύναμη ένεκα της οποίας θα προέλθει κάθε μορφή ύλης- και «Ύδωρ»/πηγή κάθε μορφής ενέργειας. Αναφέρονται και με άλλες ονομασίες όπως: μεριστή και συνεχής δύναμη κ.ά.). Η Πρώτη Δυάς εξεπήγασε από το Έν. Οι Αρχές αυτές συναποτελούν τον Νοητό Κόσμο (απρόσιτο στην ανθρώπινη διάνοια), αϊδιο (= αγέννητο και αθάνατο), άπειρο και άχρονο.
Ο XΡΟΝΟΣ - Αγήραος ή Ηρακλής (= Κλέος της Ήρας- ψυχής του Παντός, επειδή πραγματώνει την επιθυμία της έμψυχης Ύλης να γεννηθούν τα όντα). Τίθεται ως πρώτη κάπως προσιτή στη διάνοιά μας, γενετήσια των Πάντων («Πατρική») Αρχή. Γεννά τον Αιθέρα, το Χάος και το Έρεβος ( πρώτο Γεγονός του οντολογικού Γίγνεσθαι).
ΤΟ ΩΟΝ - Γεννάται από τον Χρόνο και αναφύεται από το Χάος με την δημιουργική επίδραση του Αιθέρος και την κριτική (λογική-διακριτική) επενέργεια του «ισχυροτάτου και θείου» Πνεύματος. Με την συνέργεια των τριών αυτών δυναμικών πεδίων (Χάος, Αιθήρ+Χρόνος, Πνεύμα) δημιουργείται εντός του Χάους μια κωνοειδής σπείρα- Ύλιγγα- η οποία συμπεριφέρεται στο πρωταρχικό Πεδίο του Κενού-το Χάος-όπως ακριβώς συμπεριφέρεται μια Μαύρη Τρύπα. Παραλαμβάνει δηλαδή την δυνάμει αρνητική ύλη και ενέργεια και τις καθιστά θετικές. Όταν κορέννυται τις αποδίδει μεταστοιχειωμένες, οπότε επειδή ακριβώς είναι θετικής φύσεως καμπυλώνονται. Έτσι δημιουργείται η πρώτη χωροχρονική σφαίρα- το Ωόν.Ονομάζεται «πρώτο Όν» - πραγματικό υποκείμενο. Είναι σφαιρικό κατά το πρότυπο του Ενός. Μέσα στο Ωόν κυοφορείται ο Πρωτόγονος (= πρωτογενής) Φάνης- Μήτις- Ηρικεπαίος (= Φώς- Βουλή- Ζωή/Έρως) μέσα σε έναν υπέρθερμο πυρήνα του Ωού. · Ο θεός αυτός εξέρχεται όταν η θερμότητα εντός του Ωού υπερβαίνει τα όρια ανοχής του. Υπερίπταται και εγκαθίσταται άνωθεν του Ωού. Ιδρύει ως πολυδύναμος και πολυώνυμος, αλλά ενιαίος θεός, τον Κόσμο των Ιδεών (Νοερό Κόσμο). Ο Νοερός Κόσμος είναι ο αληθής Όλυμπος (= ολόλαμπος), τόπος έμπλεως φωτός, κατοικία των Ολυμπίων Θεών (όχι μόνον των 12) και γενέσεως των προτύπων όντων (των Ιδεών). ·
Το Ωόν, μετά την αποβολή της περίσσειας θερμότητος, μετατρέπεται σε Ουρανό που είναι συμπαντικός χώρος σφαιρικός και ομαλός ο οποίος πληρούται από ελεύθερη ενέργεια και λεπτότατη, αδέσμευτη ύλη. Χαρακτηρίζεται και ορίζεται από την τέλεια περιφέρειά του (ούρον: από το «όρνυμι» -> ορμώμαι ->ουρανός). Οι διάφορες βαθμίδες των αλλαγών εντός του Ουρανού οδηγούν στην Γένεση του Πραγματικού (Αισθητού) Σύμπαντος των θετικών (πραγματικών/υλικών) Κόσμων-«Συμπάντων».
Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Ορφέας γεννήθηκε στην περιοχή της Θράκης και καταγόταν κατά απ’ τους Κίκονες ενώ σύμφωνα με την ιστορία από τους Οδρύσες Θράκες...
Ήταν του Οιάγρου βασιλιά της Θράκης και της Μούσας Καλλιόπης. Γεννήθηκε σε μια σπηλιά όρος Ελικών στα Λείβηθρα στην Πίμπλεια της Πιερίας και από νήπιο ακόμα έδειξε την αγάπη του και την κλίση του στην μουσική.
Αδελφός του ήταν ο τραγουδιστής Λίνος που δίδαξε τον Ηρακλή τραγούδι και μουσική (κατά την μυθολογία, ο νεαρός Ηρακλής θύμωσε κάποτε με τον Λίνο και τον σκότωσε άθελά του χτυπώντας τον πολύ στο κεφάλι με την λύρα του).
Ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας του δίδαξε την μουσική και του χάρισε την λύρα του. Ο Ορφέας έπαιζε τόσο αρμονικά τη λύρα και τραγουδούσε τόσο γλυκά, που λένε ότι και τα αγρίμια ακόμη του δάσους μαζεύονταν γύρω του για να τον ακούσουν. Ακόμα και τα δένδρα και οι βράχοι μετακινούνται για να έρθουν να ακούσουν τη μουσική του.
Το όνομα Ορφέας δεν συναντάται ούτε στον Όμηρο ούτε στον Ησίοδο, αλλά ήταν γνωστό την εποχή του Ιβυκού (περ. 530 π.Χ.). Ο Πίνδαρος (522-442 π.Χ) αναφέρεται σ? αυτόν ως «ο πατέρας των τραγουδιών».
Ο Ορφέας πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία με τον Ιάσονα και τους άλλους μυθικούς ήρωες. Με τη μουσική της λύρας του κοίμησε το δράκο που φύλαγε το χρυσόμαλο δέρας και έτσι μπόρεσε να το κλέψει ο Ιάσονας. Στον δρόμο της επιστροφής, γλίτωσε τους Αργοναύτες από τις Σειρήνες και την παγίδα τους παίζοντας τόσο δυνατά και αρμονικά που ξεπέρασε σε ομορφιά, δύναμη και μαγεία το τραγούδι των Σειρήνων.
Πολύ νέος ταξίδεψε στην Αίγυπτο όπου σπούδασε τη θεολογία και τη φιλοσοφία. Αιγύπτιοι ιερείς, πολλά χρόνια αργότερα, πληροφόρησαν τον Πλάτωνα ότι ο Ορφέας είχε περάσει από τα σχολεία τους όπως ο Λυκούργος και ο Σόλωνας.
Αυτή η μυθική προσωπικότητα έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη θρησκευτική ζωή των αρχαίων προγόνων μας γιατί όπως μας λέει ο Απολλόδωρος, ο αρχαίος ιστορικός και μυθογράφος, ο Ορφέας είναι αυτός που καθιέρωσε τα Μυστήρια του Διόνυσου. «Εύρε δε Ορφεύς και τα Διονυσίου Μυστήρια, και τέθαπται περί την Πιερίαν, διασπασθείς υπό των Μαινάδων».
Επίσης παροιμιώδης έμεινε ο έρωτας του για την Ευρυδίκη. Η Ευρυδίκη, η αγαπημένη σύζυγοςτου Ορφέα, μια μέρα που έτυχε να ξεφύγει από την ερωτική καταδίωξη του βοσκού Αρισταίου, τσιμπήθηκε από ένα φίδι που ήταν κρυμμένο στα χόρτα. Το τσίμπημα ήταν θανατηφόρο.
Ο Ορφέας μη μπορώντας να απαλύνει τον πόνο του αποφάσισε να κατέβει στον Άδη να την αναζητήσει. Ο Πλούτωνας δέχτηκε να του την επιστρέψει με έναν όρο, να μη γυρίσει να την κοιτάξει μέχρι να ανεβούν στην επιφάνεια της γης. Ο Ορφέας δεν κρατήθηκε όμως, και λίγο πριν φτάσουν στη γη του φωτός γυρίζει γρήγορα να δει αν τον ακολουθούσε και τότε αυτή χάθηκε για πάντα από τα μάτια του. Η ιστορία με αυτή τη μορφή ανήκει στην εποχή του Βιργιλίου, ο οποίος πρώτος εισάγει το όνομα του Αρισταίου. Και άλλοι αρχαίοι συγγραΤα Ορφικά Μυστήρια ξεκίνησαν από τα Βορειοελλαδικά βουνά, σε μια εποχή που ο Διόνυσος ο κατ' εξοχήν Θεός των μυστηρίων, λατρευόταν σαν Θεότητα της Σελήνης (Φεγγαροθεός). Δημιουργώντας τα Μυστήρια ο Ορφέας ένωσε τη θρησκεία του Δία με εκείνη του Διονύσου.
Οι μυημένοι έπαιρναν από τις διδασκαλίες του τις μεγάλες αλήθειες που το
θαυματουργό τους Φως έφτανε μέχρι το λαό με την μορφή ενός πέπλου προσιτού και
ανακατεμένου με την ποίηση και τις δημόσιες τελετές. Μεγάλος Ιερέας του Δια και
εξέχων Μύστης της Θράκης, ο Ορφέας έγινε για τους μυημένους ο μεγάλος
Αποκαλυπτής του Ουρανίου Διονύσου.
Οι τελετές των Ορφικών λάμβαναν μέρος την νύκτα. Η ουσία των Μυστηρίων είναι η
μετάβαση από το σκότος στο φως με διάφορους αλληγορικούς και συμβολικούς
τρόπους.
Στο άδυτο του ναού ο Ιεροφάντης άναβε την τελετουργική Πυρά από μία συνεχώς
καίουσα Ιερά Πηγή και εμφανιζόταν μπροστά στους μυημένους. Οι ναοί των Ορφικών
είτε ήταν κτιστοί, είτε απλά σπήλαια.
Ένα άλλο μέρος της Ορφικής φιλοσοφίας αποτελούν και οι Ορφικοί Ύμνοι που ψάλλονταν
κατά τις τελετές.
Είναι πανάρχαιοι και οι παλαιότεροι ανάγονται στην 11η χιλιετία π.Χ. Εξυμνούν
διάφορες θεότητες και δίνουν πλήθους στοιχείων για την Ορφική Κοσμολογία, όπως:
την γέννεση του Σύμπαντος από μια έκρηξη, την θεωρία του Κοσμικού Ωού (άποψη
πως ο κόσμος γεννήθηκε από ένα αυγό), την πίστη στην Συμπαντική Αρμονία, την
αναφορά στο Ζωδιακό Κύκλο, καθώς και πλήθος αστρονομικών γνώσεων όπως την
ύπαρξη του Πολικού Αστέρα, τις Ισημερίες και τα Ηλιοστάσια.
Η Αρχαία Ελληνική Θεολογία προήλθε από τους Ορφικούς και επηρέασε τόσο τον
Πυθαγόρα όσο και τον Πλάτωνα. Ο Πλάτων μάλιστα στα κείμενα του ονομάζει τον
Ορφέα «Θεολόγο».
Ο λόγος του Ορφέα λοιπόν προχώρησε μετά τον θάνατό του με τρόπο μυστηριώδη
μέσα στις φλέβες του Ελληνισμού από τις μυστικές αρτηρίες των Ιερών και τον
έκανε Μύστη.
Οι Θεοί έμειναν σύμφωνοι με τον λόγο του, όπως μέσα σε έναν ναό ο χορός των
μυημένων συμφωνεί με τους ήχους μιας αόρατης λύρας. Έτσι η ψυχή του Ορφέα έγινε
η ψυχή της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι
καταχθόνιοι θεοί του «παρουσίασαν μία εμφάνιση» της Ευρυδίκης. Ο Οβίδιος λέει
πως ο θάνατος της Ευρυδίκης δεν προκλήθηκε από την δραπέτευσή της από τον
Αρισταίο αλλά από τον χορό της με τις Ναϊάδες τη μέρα του γάμου της.
Σύμφωνα με μία περίληψη της Ύστερης Αρχαιότητας ενός χαμένου έργου του Αισχύλου, ο Ορφέας στο τέλος της ζωής του περιφρόνησε την λατρεία όλων των θεών εκτός από του ήλιου, τον οποίο αποκαλούσε Απόλλωνα. Ένα πρωινό ανέβηκε το όρος Παγγαίον (όπου ο Διόνυσος είχε ένα μαντείο) για να χαιρετήσει τον θεό κατά την ανατολή, αλλά σκοτώθηκε από Θρακικές Μαινάδες επειδή δεν τιμούσε τον πρώην προστάτη του, τον Διόνυσο. Είναι σημαντικό πως ο θάνατός του είναι ανάλογος με το θάνατο του Διονύσου.
Ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις XI) επίσης αφηγείται πως οι Θρακικές Μαινάδες, ακόλουθοι του Διονύσου, περιφρονημένες από τον Ορφέα, αρχικά του έριξαν ραβδιά και πέτρες ενώ έπαιζε, αλλά η μουσική του ήταν τόσο όμορφη που ακόμα και οι πέτρες και τα κλαδιά αρνιόντουσαν να τον χτυπήσουν. Εξαγριωμένες, οι Μαινάδες τον έσκισαν σε κομμάτια κατά τη φρενίτιδα των Βακχικών τους οργίων.
Ο διαμελισμός του Ορφέα, από τις Μαινάδες και ειδικότερα του ταξίδι του κεφαλιού του διαμέσου των υδάτων στη Λέσβο δημιουργούν μια ιερή γεωγραφία, γιατί βλέπουμε ότι εκεί δημιουργείται ένα ιερό και το κεφάλι συνεχίζει να δίνει χρησμούς για αρκετό καιρό.
Μία άλλη παράδοση μας λέει ότι τον Ορφέα κατακεραύνωσε ο Δίας επειδή αποκάλυπτε τα ιερά μυστικά στους ανθρώπους.
Η συνολική θεώρηση των Ορφικών αποδεικνύει πως ο Ορφέας ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο και όχι απλά το αποκύημα της φαντασίας ορισμένων.
Ο Ορφέας είναι ιδρυτής μιας θρησκείας που στη συνέχεια ίδρυσε τα Ορφικά Μυστήρια. Συνδέεται άμεσα με τον Απόλλωνα και αυτό δείχνει τον Ηλιακό χαρακτήρα του Θεού. Βλέπουμε τον Ορφέα να συμβολίζει τον Ήλιο, ο οποίος όταν είναι στον ουρανό γίνεται ζωοδότης για όλα τα όντα. Η σύζυγός του Ευρυδίκη, που το όνομά της ήταν ένα από τα ονόματα που δίνουν στην Αυγή, επιβεβαιώνει την Ηλιακή προέλευση του Μύθου. Η κάθοδος στον Άδη συμβολίζει την νυχτερινή πορεία του Ήλιου που σ’ αυτό το μύθο φαίνεται σαν την αναζήτηση της αγαπημένης του Ευρυδίκης (Αυγή) που όταν βγαίνει ο Ήλιος αυτή χάνεται.
Το ότι ο Ορφέας μπορούσε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει στον Άδη, χωρίς τρομερές μάχες και εμπόδια, μας δηλώνει ότι ήταν μυημένος σε μεγάλα μυστήρια και ότι μπορούσε να κυριαρχεί στον θάνατο. Η δύναμη που είχε το παίξιμο της λύρας του μας δηλώνει την αρμονία που μπορεί να εκδηλωθεί με τη μουσική και πώς αυτή μπορεί να επηρεάζει όλα τα Όντα.
Ο Ορφέας ήταν μία από τις πιο σημαντικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Σ’ αυτόν ο μύθος αποδίδει τη μεταρρύθμιση των Ελευσινίων Μυστηρίων, την επιπρόσθεση της λατρείας του Διονύσου στο αρχαίο τελετουργικό. Σε ολόκληρη την ιστορία του εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στις υψηλές σφαίρες του Πνεύματος και στις σφαίρες της ύλης, ανάμεσα στον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Αντιπροσωπευτική μορφή του ήρωα, σημαίνει ότι έχει κάποια υπεράνθρωπη διάσταση. Τραγουδάει πάνω απ’ όλα τη ζωή και το νόημά της.
Σ’ ένα απόσπασμα που διασώθηκε από τον Πρόκλο (Εις Τίμαιον 38,7) αναφέρεται: «Ου μόνον οι μαθηματικοί λέγουσι περί του μη παν κλίμα προς ανθρώπων οίκησιν σύμμετρον (κατάλληλο) αλλά και ο Ορφεύς ουτωσί διορίζων».
Η Ορφική θεολογία κυριάρχισε για αιώνες στον Ελληνικό χώρο και άσκησε τεράστια επίδραση «Άπασα γαρ παρ Έλλησι θεολογία της Ορφικής εστί μυσταγωγία έκγονος» όπως λέει ο Πρόκλος.
Σύμφωνα με μία περίληψη της Ύστερης Αρχαιότητας ενός χαμένου έργου του Αισχύλου, ο Ορφέας στο τέλος της ζωής του περιφρόνησε την λατρεία όλων των θεών εκτός από του ήλιου, τον οποίο αποκαλούσε Απόλλωνα. Ένα πρωινό ανέβηκε το όρος Παγγαίον (όπου ο Διόνυσος είχε ένα μαντείο) για να χαιρετήσει τον θεό κατά την ανατολή, αλλά σκοτώθηκε από Θρακικές Μαινάδες επειδή δεν τιμούσε τον πρώην προστάτη του, τον Διόνυσο. Είναι σημαντικό πως ο θάνατός του είναι ανάλογος με το θάνατο του Διονύσου.
Ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις XI) επίσης αφηγείται πως οι Θρακικές Μαινάδες, ακόλουθοι του Διονύσου, περιφρονημένες από τον Ορφέα, αρχικά του έριξαν ραβδιά και πέτρες ενώ έπαιζε, αλλά η μουσική του ήταν τόσο όμορφη που ακόμα και οι πέτρες και τα κλαδιά αρνιόντουσαν να τον χτυπήσουν. Εξαγριωμένες, οι Μαινάδες τον έσκισαν σε κομμάτια κατά τη φρενίτιδα των Βακχικών τους οργίων.
Ο διαμελισμός του Ορφέα, από τις Μαινάδες και ειδικότερα του ταξίδι του κεφαλιού του διαμέσου των υδάτων στη Λέσβο δημιουργούν μια ιερή γεωγραφία, γιατί βλέπουμε ότι εκεί δημιουργείται ένα ιερό και το κεφάλι συνεχίζει να δίνει χρησμούς για αρκετό καιρό.
Μία άλλη παράδοση μας λέει ότι τον Ορφέα κατακεραύνωσε ο Δίας επειδή αποκάλυπτε τα ιερά μυστικά στους ανθρώπους.
Η συνολική θεώρηση των Ορφικών αποδεικνύει πως ο Ορφέας ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο και όχι απλά το αποκύημα της φαντασίας ορισμένων.
Ο Ορφέας είναι ιδρυτής μιας θρησκείας που στη συνέχεια ίδρυσε τα Ορφικά Μυστήρια. Συνδέεται άμεσα με τον Απόλλωνα και αυτό δείχνει τον Ηλιακό χαρακτήρα του Θεού. Βλέπουμε τον Ορφέα να συμβολίζει τον Ήλιο, ο οποίος όταν είναι στον ουρανό γίνεται ζωοδότης για όλα τα όντα. Η σύζυγός του Ευρυδίκη, που το όνομά της ήταν ένα από τα ονόματα που δίνουν στην Αυγή, επιβεβαιώνει την Ηλιακή προέλευση του Μύθου. Η κάθοδος στον Άδη συμβολίζει την νυχτερινή πορεία του Ήλιου που σ’ αυτό το μύθο φαίνεται σαν την αναζήτηση της αγαπημένης του Ευρυδίκης (Αυγή) που όταν βγαίνει ο Ήλιος αυτή χάνεται.
Το ότι ο Ορφέας μπορούσε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει στον Άδη, χωρίς τρομερές μάχες και εμπόδια, μας δηλώνει ότι ήταν μυημένος σε μεγάλα μυστήρια και ότι μπορούσε να κυριαρχεί στον θάνατο. Η δύναμη που είχε το παίξιμο της λύρας του μας δηλώνει την αρμονία που μπορεί να εκδηλωθεί με τη μουσική και πώς αυτή μπορεί να επηρεάζει όλα τα Όντα.
Ο Ορφέας ήταν μία από τις πιο σημαντικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Σ’ αυτόν ο μύθος αποδίδει τη μεταρρύθμιση των Ελευσινίων Μυστηρίων, την επιπρόσθεση της λατρείας του Διονύσου στο αρχαίο τελετουργικό. Σε ολόκληρη την ιστορία του εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στις υψηλές σφαίρες του Πνεύματος και στις σφαίρες της ύλης, ανάμεσα στον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Αντιπροσωπευτική μορφή του ήρωα, σημαίνει ότι έχει κάποια υπεράνθρωπη διάσταση. Τραγουδάει πάνω απ’ όλα τη ζωή και το νόημά της.
Σ’ ένα απόσπασμα που διασώθηκε από τον Πρόκλο (Εις Τίμαιον 38,7) αναφέρεται: «Ου μόνον οι μαθηματικοί λέγουσι περί του μη παν κλίμα προς ανθρώπων οίκησιν σύμμετρον (κατάλληλο) αλλά και ο Ορφεύς ουτωσί διορίζων».
Η Ορφική θεολογία κυριάρχισε για αιώνες στον Ελληνικό χώρο και άσκησε τεράστια επίδραση «Άπασα γαρ παρ Έλλησι θεολογία της Ορφικής εστί μυσταγωγία έκγονος» όπως λέει ο Πρόκλος.
TA ΟΡΦΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Ο Ορφέας στάθηκε το έμψυχο πνεύμα της ιερής Ελλάδας , αυτός που αφύπνισε τη θεία ψυχή. Η επτάχορδη λύρα του αγκαλιάζει το σύμπαν. Κάθε χορδή της αντιστοιχεί σ’ ένα ρυθμό της ανθρώπινης ψυχής ,περιέχει το νόμο μιας επιστήμης και μιας τέχνης. Η θεουργική και διονυσιακή ώθηση, που κατόρθωσε να μεταδώσει στην Ελλάδα ο Ορφέας, μεταφέρθηκε μέσα απ’ αυτήν σε όλη την Ευρώπη. Εμφανίστηκε στη Θράκη ήταν βασιλικής καταγωγής και με τη μελωδική φωνή του ασκούσε παράδοξη έλξη. Ξαφνικά ο νέος αυτός εξαφανίστηκε. Έλεγαν ότι πέθανε, ότι κατέβηκε στον Άδη. Είχε φύγει για την Αίγυπτο όπου μυήθηκε και ξαναγύρισε μετά από πολλά χρόνια με ένα όνομα μύησης που πήρε από τους δασκάλους του. Τώρα ονομαζόταν Ορφέας ή Άρφα που σημαίνει «Εκείνος που γιατρεύει με το φως».
Οι ιερείς της Ροδόπης υποδέχτηκαν τον μύστη της Αιγύπτου σαν σωτήρα. Σε λίγο η επίδρασή του θα εισχωρήσει σε όλα τα ιερά της Ελλάδας. Αυτός καθιέρωσε τη βασιλεία του Δία στη Θράκη και του Απόλλωνα στους Δελφούς, που έβαλε τις βάσεις του Αμφικτιονικού Συνεδρίου, το οποίο υπήρξε η κοινοτική ενότητα της Ελλάδας. Τέλος με τη δημιουργία των Μυστηρίων διαμόρφωσε τη θρησκευτική ψυχή της πατρίδας του. Στην κορυφή της της μύησης συγχώνευσε τη θρησκεία του Δία με τη θρησκεία του Διονύσου, σε μια παγκόσμια σκέψη. Οι μύστες ασπάζονταν από τα διδάγματά του το αγνό φως των υπέρτατων αληθειών. Κι αυτό το ίδιο φως έφθανε ως τον λαό κάπως μετριασμένο, όχι όμως και λιγότερο ευεργετικό, κάτω από το πέπλο της ποίησης και των μαγευτικών γιορτών. Κατ’ αυτό τον τρόπο έγινε ο αρχιερέας της Θράκης, μέγας ιερέας του Ολυμπίου Δία, και για τους μύστες αυτός που αποκάλυπτε τον Ουράνιο Διόνυσο.
Ο μύθος της Ευριδίκης έχει μεγάλο ενδιαφέρον , αλλά όχι σαν ιστορία αγάπης. Είναι ένα θεολογικό κομμάτι που οικειοποιήθηκε στην αρχή ο Διόνυσος. Η Σεμέλη, η πρασινισμένη γη, προβάλλει από κάτω, χρόνο με το χρόνο μαζί της έρχεται κι ο Διόνυσος ,ενώ εξαιτίας κάποιου αισθήματος ιπποτισμού οι άντρες είπαν ότι πηγαίνει για τη φέρει. Ο ρόλος του Διόνυσου περνά στον Ορφέα. Πάντως το πάντρεμα μεταξύ του Διονύσου Ζαγρέα και του Ορφισμού δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ο Ορφέας ως ιερέας του Διονύσου σφετερίστηκε την ανάστασή και το θάνατό του απ’ όπου ξεπήδησε η όμορφη ιστορία αγάπης. Εύκολα προστέθηκε ένα στοιχείο-ταμπού, κοινό σε πολλές πρωτόγονες ιστορίες. Χθόνιες τελετές συχνά επικαλούνταν εμπεριέχοντας την ιδέα «να μην στραφεί κάποιος πίσω» (αμεταστραπί). Στα Ορφικά Μυστήρια υπήρχαν διάφορες τελετουργίες εξαγνισμού, οι διάφορες αποχές όπως η απαγόρευση της κρεοφαγίας. Ο Ορφισμός επηρέασε και τον Πυθαγόρα που έγινε ζηλωτής του τρόπου έκφρασης του Ορφέα. Στα χρόνια δε του Πεισίστρατου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα Πυθαγόρεια. Όσοι μυούνταν στα Ορφικά Μυστήρια τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια μυστικές διατάξεις , οι οποίες είχαν μεγάλης ομοιότητα με τις Πυθαγορικές αρχές. (Αποτελούνταν από 9 βαθμούς και διαιρούνταν σε 3 κατηγορίες.
Σε αυτά που αφορούσαν τη διαμόρφωση του ανθρώπου κι έδειχναν την προέλευσή του, σε αυτά που δίδασκαν τις δυνάμεις της φύσης, τις ποικιλίες των οργάνων των διαφόρων μορφών και μεγάλα και ιερά στα οποία δεν έπρεπε να αναφέρουν ούτε λέξη για την ύπαρξή τους.
Στην πρώτη ομάδα μυούνταν άντρες και γυναίκες και υποβάλλονταν σε πενταετή σιγή. Στη δεύτερη μυούνταν μόνο εξαγνισμένοι στο σώμα και στο νου και καθαροί από ανομήματα. Στην τρίτη μυούνταν μόνο φωτισμένοι και εμπνευσμένοι νέοι και αγνές κοπέλες με ψυχικό κάλλος).
Οι Ορφικοί Ύμνοι , μύθοι και εξορκισμοί αν και γραμμένοι σε διαφορετικές εποχές από διαφορετικούς συγγραφείς ,(μολονότι το όνομα του Ορφέα αρκετές φορές δεν αναφέρεται πουθενά) εκφράζουν θέματα που εντάσσονται στα πλαίσια του Ορφισμού, μιας ονομασίας που έφτασε να είναι θρησκευτική τάση αν και μερικοί μελετητές τον θεωρούν ως θρησκεία που είχε εισαχθεί από άλλες χώρες, ενώ άλλοι ως αίρεση και άλλοι ως ρεύμα ελληνικής προέλευσης με ξένες επιδράσεις (όπως η αντίληψη της Ορφικής Κοσμογονίας με το Κοσμικό Αυγό και η αθανασία της Ψυχής με την αντίληψη του Ορφικού Τροχού ή του Κύκλου του ακατάπαυστου εξαγνισμού.
Ο Ορφέας στάθηκε το έμψυχο πνεύμα της ιερής Ελλάδας , αυτός που αφύπνισε τη θεία ψυχή. Η επτάχορδη λύρα του αγκαλιάζει το σύμπαν. Κάθε χορδή της αντιστοιχεί σ’ ένα ρυθμό της ανθρώπινης ψυχής ,περιέχει το νόμο μιας επιστήμης και μιας τέχνης. Η θεουργική και διονυσιακή ώθηση, που κατόρθωσε να μεταδώσει στην Ελλάδα ο Ορφέας, μεταφέρθηκε μέσα απ’ αυτήν σε όλη την Ευρώπη. Εμφανίστηκε στη Θράκη ήταν βασιλικής καταγωγής και με τη μελωδική φωνή του ασκούσε παράδοξη έλξη. Ξαφνικά ο νέος αυτός εξαφανίστηκε. Έλεγαν ότι πέθανε, ότι κατέβηκε στον Άδη. Είχε φύγει για την Αίγυπτο όπου μυήθηκε και ξαναγύρισε μετά από πολλά χρόνια με ένα όνομα μύησης που πήρε από τους δασκάλους του. Τώρα ονομαζόταν Ορφέας ή Άρφα που σημαίνει «Εκείνος που γιατρεύει με το φως».
Οι ιερείς της Ροδόπης υποδέχτηκαν τον μύστη της Αιγύπτου σαν σωτήρα. Σε λίγο η επίδρασή του θα εισχωρήσει σε όλα τα ιερά της Ελλάδας. Αυτός καθιέρωσε τη βασιλεία του Δία στη Θράκη και του Απόλλωνα στους Δελφούς, που έβαλε τις βάσεις του Αμφικτιονικού Συνεδρίου, το οποίο υπήρξε η κοινοτική ενότητα της Ελλάδας. Τέλος με τη δημιουργία των Μυστηρίων διαμόρφωσε τη θρησκευτική ψυχή της πατρίδας του. Στην κορυφή της της μύησης συγχώνευσε τη θρησκεία του Δία με τη θρησκεία του Διονύσου, σε μια παγκόσμια σκέψη. Οι μύστες ασπάζονταν από τα διδάγματά του το αγνό φως των υπέρτατων αληθειών. Κι αυτό το ίδιο φως έφθανε ως τον λαό κάπως μετριασμένο, όχι όμως και λιγότερο ευεργετικό, κάτω από το πέπλο της ποίησης και των μαγευτικών γιορτών. Κατ’ αυτό τον τρόπο έγινε ο αρχιερέας της Θράκης, μέγας ιερέας του Ολυμπίου Δία, και για τους μύστες αυτός που αποκάλυπτε τον Ουράνιο Διόνυσο.
Ο μύθος της Ευριδίκης έχει μεγάλο ενδιαφέρον , αλλά όχι σαν ιστορία αγάπης. Είναι ένα θεολογικό κομμάτι που οικειοποιήθηκε στην αρχή ο Διόνυσος. Η Σεμέλη, η πρασινισμένη γη, προβάλλει από κάτω, χρόνο με το χρόνο μαζί της έρχεται κι ο Διόνυσος ,ενώ εξαιτίας κάποιου αισθήματος ιπποτισμού οι άντρες είπαν ότι πηγαίνει για τη φέρει. Ο ρόλος του Διόνυσου περνά στον Ορφέα. Πάντως το πάντρεμα μεταξύ του Διονύσου Ζαγρέα και του Ορφισμού δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ο Ορφέας ως ιερέας του Διονύσου σφετερίστηκε την ανάστασή και το θάνατό του απ’ όπου ξεπήδησε η όμορφη ιστορία αγάπης. Εύκολα προστέθηκε ένα στοιχείο-ταμπού, κοινό σε πολλές πρωτόγονες ιστορίες. Χθόνιες τελετές συχνά επικαλούνταν εμπεριέχοντας την ιδέα «να μην στραφεί κάποιος πίσω» (αμεταστραπί). Στα Ορφικά Μυστήρια υπήρχαν διάφορες τελετουργίες εξαγνισμού, οι διάφορες αποχές όπως η απαγόρευση της κρεοφαγίας. Ο Ορφισμός επηρέασε και τον Πυθαγόρα που έγινε ζηλωτής του τρόπου έκφρασης του Ορφέα. Στα χρόνια δε του Πεισίστρατου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα Πυθαγόρεια. Όσοι μυούνταν στα Ορφικά Μυστήρια τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια μυστικές διατάξεις , οι οποίες είχαν μεγάλης ομοιότητα με τις Πυθαγορικές αρχές. (Αποτελούνταν από 9 βαθμούς και διαιρούνταν σε 3 κατηγορίες.
Σε αυτά που αφορούσαν τη διαμόρφωση του ανθρώπου κι έδειχναν την προέλευσή του, σε αυτά που δίδασκαν τις δυνάμεις της φύσης, τις ποικιλίες των οργάνων των διαφόρων μορφών και μεγάλα και ιερά στα οποία δεν έπρεπε να αναφέρουν ούτε λέξη για την ύπαρξή τους.
Στην πρώτη ομάδα μυούνταν άντρες και γυναίκες και υποβάλλονταν σε πενταετή σιγή. Στη δεύτερη μυούνταν μόνο εξαγνισμένοι στο σώμα και στο νου και καθαροί από ανομήματα. Στην τρίτη μυούνταν μόνο φωτισμένοι και εμπνευσμένοι νέοι και αγνές κοπέλες με ψυχικό κάλλος).
Οι Ορφικοί Ύμνοι , μύθοι και εξορκισμοί αν και γραμμένοι σε διαφορετικές εποχές από διαφορετικούς συγγραφείς ,(μολονότι το όνομα του Ορφέα αρκετές φορές δεν αναφέρεται πουθενά) εκφράζουν θέματα που εντάσσονται στα πλαίσια του Ορφισμού, μιας ονομασίας που έφτασε να είναι θρησκευτική τάση αν και μερικοί μελετητές τον θεωρούν ως θρησκεία που είχε εισαχθεί από άλλες χώρες, ενώ άλλοι ως αίρεση και άλλοι ως ρεύμα ελληνικής προέλευσης με ξένες επιδράσεις (όπως η αντίληψη της Ορφικής Κοσμογονίας με το Κοσμικό Αυγό και η αθανασία της Ψυχής με την αντίληψη του Ορφικού Τροχού ή του Κύκλου του ακατάπαυστου εξαγνισμού.
Το ανήσυχο και διψασμένο για γνώση ανθρώπινο
πνεύμα δεν αρκείται στην έρευνα και ανακάλυψη των νόμων που είναι βασικοί για
την εξέλιξη και την εκτέλεση του προορισμού του πάνω στη Γη. Με αγωνία ενδιαφέρεται
να μάθει τι πρόκειται να συμβεί μετά θάνατον, τι θα γίνει η ψυχή του, θα
επιζήσει η γήινη προσωπικότητά του, θα επανέλθει στη Γη για να εμψυχώσει ένα
άλλο σώμα και πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;
Οι αρχαίοι διανοητές εξετάζουν το φυσικό σώμα του ανθρώπου όχι ως κάτι ξεχωριστό, όπως κάνει η σύγχρονη επιστήμη (ανατομικά, βιολογικά, φυσιολογικά), αλλά πάντοτε σε σχέση με την ψυχή που εδρεύει σε αυτό.
Χάρη στην ψυχή, το σώμα κινείται, λειτουργεί, ζει. Είναι απλά το όργανο που αυτή χρησιμοποιεί. Σώμα χωρίς ψυχή είναι αδιανόητο. Για τους Πυθαγόρειους και Πλατωνικούς η λέξη άνθρωπος σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο από τον ορατό άνθρωπο και, στην κυριολεξία, με τον όρο αυτόν εννοούσαν αποκλειστικά τον άνθρωπο, ως το πνεύμα και την ψυχή την ενσαρκωμένη προσωρινά στο ανθρώπινο σώμα. «άνθρωπος εστί ψυχή σώματι χρωμένη» (Πλάτων, Τιμαίος 42 D, Φαίδων 111 Α)
Η ψυχή έλκει την καταγωγή της από το νοητικό πεδίο, για να εκδηλώσει την διαπλαστική και οργανική της ικανότητα. Κατέχει διάμεση θέση μεταξύ νοητού και αισθητού και έρχεται να εμψυχώσει τα σώματα, γεννώντας το χώρο και το χρόνο. Αποτελεί τμήμα της παγκόσμιας ψυχής του κόσμου η οποία μερίζεται σε ατομικές ψυχές, με σκοπό την απόκτηση της εμπειρίας του υλικού πεδίου.
Η ΣΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΣΗΣ
Το θέμα της μετενσάρκωσης απασχόλησε τον Πυθαγόρα και αποτέλεσε σπουδαίο έρεισμα για την ηθική και θρησκευτική του δοξασία. Επειδή, όμως, το πρόβλημα της επιβίωσης της ψυχής και της μελλοντικής της σταδιοδρομίας ανάγεται σε πνευματικές σφαίρες και προϋποθέτει πνευματική εξέλιξη, πρέπει να απασχολούσε μόνον τους μαθητές ανώτερου βαθμού, αυτούς που ήδη είχαν μυηθεί στην όλη κοσμοθεωρία και βιοθεωρία του μεγάλου φιλόσοφου. Επομένως, πρέπει να ήταν μυστική και να μην την κοινοποιούσαν στο λαό. Το σημαντικό όμως αυτό θέμα, αναπτυσσόταν ασφαλώς τόσο στους «ακροαματικούς» όσο και στους ανώτερους μυητικούς βαθμούς. Κι όπως είναι φυσικό, στους πρώτους από εξωτερικής πλευράς, ενώ στους άλλους από εσωτερικής.
Η εξωτερική διδασκαλία για τη μετεμψύχωση, που απέβλεπε στην ηθική προετοιμασία και επιλογή των ικανών καθώς και στην παρηγορητική ικανοποίηση των αδαών, διαδόθηκε ευρύτατα και διασώθηκαν αρκετά στοιχεία για το θέμα. Όπως είναι φυσικό, οι πληροφορίες αυτές υπέστησαν πολλές παραποιήσεις εκ μέρους των αμύητων και ως αποτέλεσμα, το όλο ζήτημα με την πάροδο των χρόνων πήρε την απλοϊκή γνωστή του μορφή. Έτσι, κατέληξαν οι μεταγενέστεροι να αποδώσουν στον Πυθαγορισμό ποικίλα απλοϊκά και παιδαριώδη μυθεύματα που αναφέρονται στο βίο του μύστη και στη διδασκαλία του.
Αντιθέτως, το θέμα της μετενσάρκωσης ήταν διαδεδομένο σε όλα τα στρώματα του λαού με μορφή εξωτερικών μύθων που περιλάμβαναν στοιχεία δεοντολογικά, όπως η τιμωρία μετά θάνατον, η κρίση των ψυχών κλπ. Στην πυθαγόρεια παράδοση, η ένωση της ψυχής με το σώμα θεωρείται πτώση, μια παρά φύση κατάσταση και η μετενσάρκωση θεωρείται η μόνη εξελικτική σπειροειδής διαδρομή κάθαρσης. Τη θεωρία της μετενσάρκωσης διδάχθηκε ο Πυθαγόρας από το δάσκαλό του Φερεκύδη τον Σύρο, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι την αποκόμισε από τον Ορφισμό, στα μυστήρια του οποίου είχε μυηθεί.
Ο Ηρόδοτος (ΙΙ 123), σε σχετικό εδάφιο για τη μετενσάρκωση, υποστηρίζει ότι οι Αιγύπτιοι ήταν πρώτοι που πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και ότι αυτή, μετά τη φθορά του σώματος, επανενσαρκώνεται σε άλλο πλάσμα που γεννιέται εκεί τη στιγμή, μέχρις ότου διανύσει ολόκληρο τον κύκλο των ζωικών υπάρξεων (ζώα, αμφίβια και πτηνά). Τότε επανέρχεται και εγκαθίσταται σε ένα ανθρώπινο σώμα. Η όλη εξέλιξη διαρκεί 3.000 χρόνια. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι η θεωρία αυτή οικειοποιήθηκαν και δίδαξαν μερικοί Έλληνες υπονοώντας ασφαλώς τον Πυθαγόρα και τον Εμπεδοκλή.
ΠΤΩΣΗ Ή ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ;
Ο Πλάτωνας (Φαίδρος 245 C) κάνει λόγο για την αθανασία της ψυχής, λέγοντας ότι αυτή φέρει εξ αρχής φτερούγες οι οποίες, όσο διατηρούνται δυνατές, τη συγκρατούν στις υπερουράνιες περιοχές, ενώ όταν χάσει αυτή τη δύναμη, ενσαρκώνεται κατά πρώτον σε ανθρώπινα σώματα, για να μπορέσει να επιτύχει εκ νέου την άνοδό της, ενώ, αν δεν τα καταφέρει, είναι δυνατόν να «βυθιστεί» σε σώματα ζώων.
Υπογραμμίζει ότι η ψυχή ενός αληθινού φιλόσοφου ύστερα από 3.000 χρόνια μπορεί να αποκτήσει και πάλι τα φτερά της και να ξαναγυρίσει εκεί που ανήκει, ενώ για τις κοινές ψυχές απαιτείται διάσημα τουλάχιστον 10.000 χρόνων. Οι γεννήσεις σε ανθρώπινα ή και σε ζωικά σώματα είναι μάλλον το επακόλουθο μιας πτώσης ή υποβάθμισης από έναν ανώτερο κόσμο σε άλλον κατώτερο, με τη δυνατότητα, όμως να ανυψωθεί και πάλι προς την πηγή του Ανώτερου. Ο Πλάτωνας είναι γνωστό ότι θεωρούσε το σώμα τάφο της ψυχής και στον Κρατύλο συμπλέει με τη διδασκαλία του Ορφέα, ότι δηλαδή η ψυχή τιμωρείται μέσω της ένωσής της με το σώμα.
Ο μύθος της πτώσης των ψυχών από τον υπερκόσμιο ουρανό σε ένα υλικό σώμα αποτελεί την πρώτη άποψη της παλιάς αντίθεσης μεταξύ των φιλοσόφων, ενώ η άλλη υποστηρίζει την κάθοδο της ψυχής του ήδη. Η διαφορά των εννοιών είναι μέγιστη και αυτός που αναλαμβάνει να δώσει σαφείς και ακριβείς απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί η ψυχή εγκαταλείπει την ευδαιμονία της και έρχεται να δοκιμαστεί ενσαρκωμένη στη Γη» είναι ο Πλωτίνος, ο καθαυτό ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού ο οποίος απαντά στις Εννεάδες (IV 3,14) ότι, αν σε παρέμενε στο νοητό κόσμο η ψυχή, θα διατελούσε σε αδράνεια, χωρίς να μπορεί να προσφέρει τίποτα στην καθολική εξέλιξη, αλλά ούτε και η ίδια θα εμπλουτιζόταν με την πείρα που της είναι αναγκαία για να δράσει. Μέσα από τις δοκιμασίες πάνω στη Γη κινητοποιεί και δραστηριοποιεί τις υπάρχουσες γνώσεις της, εφαρμόζει τις άπειρες δυνατότητες της και επανέρχεται πιο ισχυρή και τελειότερη από όσο ήταν πριν κατέλθει.
Ο ίδιος συνεχίζει, υποστηρίζοντας ότι, ακόμα κι αν η κάθοδος της ψυχής σε ένα σώμα θεωρηθεί αναγκαιότητα της παγκόσμιας οργάνωσης ή λειτούργημα και όχι τιμωρία, δεν παύει να είναι για την ψυχή μια μεγάλη δοκιμασία από την οποία αυτή πρέπει να βγει νικήτρια. Εξαρτάται, λοιπόν, από την ενσαρκωμένη ψυχή αν η δοκιμασία της θα είναι ωφέλιμη και αποδοτική για την εξέλιξή της. Ο Πλωτίνος παρατηρεί ότι όλες οι ψυχές δεν συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο στη δοκιμασία της ενσάρκωσης. Μερικές υποκύπτουν στο κακό και στην αδικία. Η ψυχή που βάρυνε λόγω των σωματικών δεσμεύσεων δεν μπορεί να επανέλθει μετά το θάνατο στο νοητό κόσμο. Θα ενσαρκωθεί σε άλλο σώμα ανθρώπου η ζώου, σύμφωνα με τις προδιαθέσεις που απέκτησε κατά τη διάρκεια ζωής της. Έτσι, η τιμωρία των μοχθηρών και η ανταμοιβή των καλών υφίσταται μέσα στην αιώνια τάξη του κόσμου.
Ο Ολυμπιόδωρος (σχόλια Φαίδωνα του Πλάτωνα) περιγράφει την κάθοδο της ψυχής με θαυμαστό τρόπο: «Η ψυχή κορικώς κατέρχεται σε γένεση, μερίζεται όμως από τη γένεση Διονυσιακώς, τοποθετείται στο σώμα Προμηθεϊκώς, άρα απελευθερώνεται από τα δεσμά της με τη χρησιμοποίηση της δύναμης του Ηρακλέους, επανασυναρμολογείται σε σύνολο με τη βοήθεια του Απόλλωνος και της Σωτήρος Αθηνάς και εξαγνίζεται με τη φιλοσοφική πειθαρχία».
Η σοφία των αρχαίων έκρυβε πίσω από τους μύθους του Ηρακλή, του Οδυσσέα και άλλων που κατέβηκαν στον ήδη και γρήγορα επέστρεψαν από αυτόν την απελευθέρωση από τη δουλεία της ενσάρκωσης, μέσω της εξαγνιστικής πειθαρχίας. Ο Πρόκλος αναφέρει ότι ο Ηρακλής, εξαγνισμένος με ιερές μυήσεις, πήρε θέση ανάμεσα στους θεούς. Είναι γνωστή η τρομερή κατάσταση της ψυχής του όσο διάστημα ήταν αιχμάλωτος της σωματικής του φύσης.Ο Πίνδαρος σε ένα απόσπασμα ενός ποιήματος που αναφέρει το διάλογο του Πλάτωνα Μένων αναφέρει η Περσεφόνη στέλνει τις ψυχές που δέχθηκε στα βασίλεια του ’δη για κάθαρση, ύστερα από εννέα χρόνια στον πάνω κόσμο. Και ότι από τις ψυχές αυτές προέρχονται μεγαλοφυείς βασιλιάδες και δυνατοί άνδρες τόσο σε δύναμη όσο και σε σοφία.
Ο Εμπεδοκλής ασχολείται με τη θεωρία της περιπλάνησης των ψυχών σε μια σειρά από διασωθέντα αποσπάσματα (Diels, Προσωκρατικοί). Στο απόσπασμα Β 115 λέει ότι, εάν μια ψυχή κηλιδωθεί από πράξη φόνου, επιορκίας ή άλλου εγκλήματος, «ντύνεται» τη μορφή θνητού και περιφέρεται μακριά από την χώρα των Μακάρων και παραδίνεται από το ένα στοιχείο στο άλλο. «Ένας εξ αυτών είμαι κι εγώ, ένας από τους θεούς εξόριστος και περιπλανώμενος, διότι ακολούθησα τις προτροπές της Διχόνοιας», ομολογεί ο ίδιος ο Εμπεδοκλής. Στο απόσπασμα Β 117 ισχυρίζεται ότι υπήρξε νεανίας, κόρη, θάμνος, πτηνό κι άφωνο ψάρι.
Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ «ΘΕΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»
Η θεωρία της μετενσάρκωσης παραδέχεται τόσο την πτώση της ψυχής σε ζωικά σώματα ένεκα τιμωρίας όσο και την αναγωγή των αξιών σε σώματα ηρώων, αντίθετα με τη σύγχρονη θεωρία της μετενσάρκωσης που θεωρεί τη γραμμική εξέλιξη των ψυχών μέσω της βελτίωσης από τις προοδευτικές ενσαρκώσεις στη Γη.
Ο Πορφύριος, από τους σημαντικότερους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, αρνείται σε δυο σημεία την πλατωνική θέση, λέγοντας ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν μπορεί να τεθεί σε σώμα ζώου, όπως και ότι η ανθρώπινη ψυχή «άπαξ καθαρθείσα», δεν επανέρχεται πλέον σε σώμα ανθρώπου, αλλά ακολουθεί το πεπρωμένο της που είναι η αποθέωση, δηλαδή η εγκατάστασή της σε Μακάρια Πεδία.
Εξαίρεση αποτελούν οι ψυχές των ηρώων που επανέρχονται οικιοθελώς στη Γη και ενσαρκώνονται, για να καθοδηγήσουν τους ανθρώπους. Τέτοια περίπτωση θεωρεί τον Πυθαγόρα που ενσαρκώθηκε με σκοπό να μεταλαμπαδεύσει την πείρα του στην ανθρωπότητα. Το γεγονός ότι ο Πυθαγόρας μυήθηκε στα διάφορα Μυστήρια δεν αλλάζει την κατάσταση, γιατί έπρεπε να «αναμνηστεί» την αλήθεια που «εν σπέρματι» κατείχε και να προσαρμοστεί στο χώρο και στο χρόνο που γεννήθηκε.
Ο Ιεροκλής στο υπόμνημά του Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα (στ. 55) σχολιάζοντας το στίχο «Ούτε τα ανέλπιστα να ελπίζεις ούτε και τίποτα να σου διαφεύγει εκ των όντων», καταφέρεται σαφώς εναντίον της πλάνης εκείνων που ερμηνεύσουν κατά γράμμα την πυθαγόρεια και πλατωνική διδασκαλία για τη μετεμψύχωση:
«Εάν κάποιος περιμένει μετά το σωματικό του θάνατο να ντυθεί η ψυχή του το σώμα ενός άλογου ζώου, λόγω των ατελειών του ή φυτού, λόγω της αδράνειας των αισθημάτων του και ο ίδιος, παίρνοντας δρόμο αντίθετο από εκείνους που μεταβάλουν την ουσία του ανθρώπου σε ανώτερο ον, πιστεύει σε ανέλπιστες αξίες, κατακρημνίζοντας την ψυχή του σε μια κατώτερη ουσία, απατάται και αγνοεί τελείως το είδος της ψυχής η οποία ουδέποτε μπορεί να αλλάξει».Ισχυρίζεται ότι η θεωρία της μετεμψύχωσης δεν είναι παρά μια εικόνα, μια αλληγορία, για να μας διδάξει ότι ο άνθρωπος γίνεται όμοιος με τα ζώα ένεκα των ελαττωμάτων του ή θεός ένεκα της αρετής του.
Για τη μετά θάνατον του σώματος αθανασία της ψυχής πολλά ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια των αιώνων από τα διάφορα φιλοσοφικά κινήματα (Παράδεισος και Κόλαση, Τάρταρα, Ηλύσια πεδία κλπ). Όλα αυτά όμως είναι αλληγορίες και υποθέσεις τις οποίες οι εκάστοτε διανοητές συνέλαβαν και διατύπωσαν μυθολογικά και των οποίων η αληθοφάνεια δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί διανοητικά ή με συλλογισμούς.
Εκείνο που πρέπει ο άνθρωπος να αντιληφθεί και να παραδεχθεί είναι ότι οι νόμοι που διέπουν τη μεταθανάτια ζωή είναι ανώτεροι της ανθρώπινης διάνοιας, είναι αδέκαστοι, αλλά συγχρόνως δίκαιοι και είναι αδύνατον να αστοχήσουν ή να παραπλανηθούν.
Ο Ιεροκλής διακηρύσσει: «Ευσεβής είναι εκείνος που κατέχει τη Θεία Επιστήμη και προσφέρει εις το Θείον ως άριστη τιμή τη δική του τελείωση. Κάθε άνθρωπος, προσπαθώντας κατά άλλον τρόπο να τιμήσει το Θείον και μη προσφέροντας ως θυσία τον ίδιο τον εαυτό του, γινόμενος παρανάλωμα εξωτερικής ευπορίας, εκτελεί πράξη άχρηστη και μάταιη».
"Η νέα ζωή δεν αρχίζει να αναπτύσσεται εκεί ακριβώς που είχε σταματήσει. Δεν επαναλαμβάνει και δενgσυνεχίζει μόνον την προηγούμενη επιφανειακή προσωπικότητα και την εξωτερική εμφάνισή μας. Διαδραματίζεται μια αφομοίωση, μια αποβολή, μια ενδυνάμωση και μια αλλαγή των παλιών χαρακτηριστικών και κινήτρων, μια ανακατάταξη της προηγούμενης εξέλιξης και μια επιλογή μελλοντικών στόχων, χωρίς να καρποφορήσει και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εξέλιξης. Γιατί κάθε γέννηση είναι μια καινούρια αρχή η οποία, αν και στηρίζεται στο παρελθόν, δεν αποτελεί τη μηχανική του προέκταση. Η αναγέννηση δεν είναι μια διαρκής επανάληψη, αλλά μια διαδικασία, το μηχανικό μέρος μιας εξελικτικής διαδικασίας."
"Απλώς και μόνον το γεγονός ότι οι άνθρωποι μιλούν για αναγέννηση και ότι μια τέτοια ιδέα υφίσταται, σημαίνει ότι ένα απόθεμα ψυχικών εμπειριών που σχετίζονται με αυτόν τον όρο θα πρέπει πράγματι να υπάρχει. Η αναγέννηση είναι μια επιβεβαίωση που θα πρέπει να περιλαμβάνεται ανάμεσα στις πιο βασικές για την ανθρωπότητα."
Οι αρχαίοι διανοητές εξετάζουν το φυσικό σώμα του ανθρώπου όχι ως κάτι ξεχωριστό, όπως κάνει η σύγχρονη επιστήμη (ανατομικά, βιολογικά, φυσιολογικά), αλλά πάντοτε σε σχέση με την ψυχή που εδρεύει σε αυτό.
Χάρη στην ψυχή, το σώμα κινείται, λειτουργεί, ζει. Είναι απλά το όργανο που αυτή χρησιμοποιεί. Σώμα χωρίς ψυχή είναι αδιανόητο. Για τους Πυθαγόρειους και Πλατωνικούς η λέξη άνθρωπος σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο από τον ορατό άνθρωπο και, στην κυριολεξία, με τον όρο αυτόν εννοούσαν αποκλειστικά τον άνθρωπο, ως το πνεύμα και την ψυχή την ενσαρκωμένη προσωρινά στο ανθρώπινο σώμα. «άνθρωπος εστί ψυχή σώματι χρωμένη» (Πλάτων, Τιμαίος 42 D, Φαίδων 111 Α)
Η ψυχή έλκει την καταγωγή της από το νοητικό πεδίο, για να εκδηλώσει την διαπλαστική και οργανική της ικανότητα. Κατέχει διάμεση θέση μεταξύ νοητού και αισθητού και έρχεται να εμψυχώσει τα σώματα, γεννώντας το χώρο και το χρόνο. Αποτελεί τμήμα της παγκόσμιας ψυχής του κόσμου η οποία μερίζεται σε ατομικές ψυχές, με σκοπό την απόκτηση της εμπειρίας του υλικού πεδίου.
Η ΣΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΣΗΣ
Το θέμα της μετενσάρκωσης απασχόλησε τον Πυθαγόρα και αποτέλεσε σπουδαίο έρεισμα για την ηθική και θρησκευτική του δοξασία. Επειδή, όμως, το πρόβλημα της επιβίωσης της ψυχής και της μελλοντικής της σταδιοδρομίας ανάγεται σε πνευματικές σφαίρες και προϋποθέτει πνευματική εξέλιξη, πρέπει να απασχολούσε μόνον τους μαθητές ανώτερου βαθμού, αυτούς που ήδη είχαν μυηθεί στην όλη κοσμοθεωρία και βιοθεωρία του μεγάλου φιλόσοφου. Επομένως, πρέπει να ήταν μυστική και να μην την κοινοποιούσαν στο λαό. Το σημαντικό όμως αυτό θέμα, αναπτυσσόταν ασφαλώς τόσο στους «ακροαματικούς» όσο και στους ανώτερους μυητικούς βαθμούς. Κι όπως είναι φυσικό, στους πρώτους από εξωτερικής πλευράς, ενώ στους άλλους από εσωτερικής.
Η εξωτερική διδασκαλία για τη μετεμψύχωση, που απέβλεπε στην ηθική προετοιμασία και επιλογή των ικανών καθώς και στην παρηγορητική ικανοποίηση των αδαών, διαδόθηκε ευρύτατα και διασώθηκαν αρκετά στοιχεία για το θέμα. Όπως είναι φυσικό, οι πληροφορίες αυτές υπέστησαν πολλές παραποιήσεις εκ μέρους των αμύητων και ως αποτέλεσμα, το όλο ζήτημα με την πάροδο των χρόνων πήρε την απλοϊκή γνωστή του μορφή. Έτσι, κατέληξαν οι μεταγενέστεροι να αποδώσουν στον Πυθαγορισμό ποικίλα απλοϊκά και παιδαριώδη μυθεύματα που αναφέρονται στο βίο του μύστη και στη διδασκαλία του.
Αντιθέτως, το θέμα της μετενσάρκωσης ήταν διαδεδομένο σε όλα τα στρώματα του λαού με μορφή εξωτερικών μύθων που περιλάμβαναν στοιχεία δεοντολογικά, όπως η τιμωρία μετά θάνατον, η κρίση των ψυχών κλπ. Στην πυθαγόρεια παράδοση, η ένωση της ψυχής με το σώμα θεωρείται πτώση, μια παρά φύση κατάσταση και η μετενσάρκωση θεωρείται η μόνη εξελικτική σπειροειδής διαδρομή κάθαρσης. Τη θεωρία της μετενσάρκωσης διδάχθηκε ο Πυθαγόρας από το δάσκαλό του Φερεκύδη τον Σύρο, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι την αποκόμισε από τον Ορφισμό, στα μυστήρια του οποίου είχε μυηθεί.
Ο Ηρόδοτος (ΙΙ 123), σε σχετικό εδάφιο για τη μετενσάρκωση, υποστηρίζει ότι οι Αιγύπτιοι ήταν πρώτοι που πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και ότι αυτή, μετά τη φθορά του σώματος, επανενσαρκώνεται σε άλλο πλάσμα που γεννιέται εκεί τη στιγμή, μέχρις ότου διανύσει ολόκληρο τον κύκλο των ζωικών υπάρξεων (ζώα, αμφίβια και πτηνά). Τότε επανέρχεται και εγκαθίσταται σε ένα ανθρώπινο σώμα. Η όλη εξέλιξη διαρκεί 3.000 χρόνια. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι η θεωρία αυτή οικειοποιήθηκαν και δίδαξαν μερικοί Έλληνες υπονοώντας ασφαλώς τον Πυθαγόρα και τον Εμπεδοκλή.
ΠΤΩΣΗ Ή ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ;
Ο Πλάτωνας (Φαίδρος 245 C) κάνει λόγο για την αθανασία της ψυχής, λέγοντας ότι αυτή φέρει εξ αρχής φτερούγες οι οποίες, όσο διατηρούνται δυνατές, τη συγκρατούν στις υπερουράνιες περιοχές, ενώ όταν χάσει αυτή τη δύναμη, ενσαρκώνεται κατά πρώτον σε ανθρώπινα σώματα, για να μπορέσει να επιτύχει εκ νέου την άνοδό της, ενώ, αν δεν τα καταφέρει, είναι δυνατόν να «βυθιστεί» σε σώματα ζώων.
Υπογραμμίζει ότι η ψυχή ενός αληθινού φιλόσοφου ύστερα από 3.000 χρόνια μπορεί να αποκτήσει και πάλι τα φτερά της και να ξαναγυρίσει εκεί που ανήκει, ενώ για τις κοινές ψυχές απαιτείται διάσημα τουλάχιστον 10.000 χρόνων. Οι γεννήσεις σε ανθρώπινα ή και σε ζωικά σώματα είναι μάλλον το επακόλουθο μιας πτώσης ή υποβάθμισης από έναν ανώτερο κόσμο σε άλλον κατώτερο, με τη δυνατότητα, όμως να ανυψωθεί και πάλι προς την πηγή του Ανώτερου. Ο Πλάτωνας είναι γνωστό ότι θεωρούσε το σώμα τάφο της ψυχής και στον Κρατύλο συμπλέει με τη διδασκαλία του Ορφέα, ότι δηλαδή η ψυχή τιμωρείται μέσω της ένωσής της με το σώμα.
Ο μύθος της πτώσης των ψυχών από τον υπερκόσμιο ουρανό σε ένα υλικό σώμα αποτελεί την πρώτη άποψη της παλιάς αντίθεσης μεταξύ των φιλοσόφων, ενώ η άλλη υποστηρίζει την κάθοδο της ψυχής του ήδη. Η διαφορά των εννοιών είναι μέγιστη και αυτός που αναλαμβάνει να δώσει σαφείς και ακριβείς απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί η ψυχή εγκαταλείπει την ευδαιμονία της και έρχεται να δοκιμαστεί ενσαρκωμένη στη Γη» είναι ο Πλωτίνος, ο καθαυτό ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού ο οποίος απαντά στις Εννεάδες (IV 3,14) ότι, αν σε παρέμενε στο νοητό κόσμο η ψυχή, θα διατελούσε σε αδράνεια, χωρίς να μπορεί να προσφέρει τίποτα στην καθολική εξέλιξη, αλλά ούτε και η ίδια θα εμπλουτιζόταν με την πείρα που της είναι αναγκαία για να δράσει. Μέσα από τις δοκιμασίες πάνω στη Γη κινητοποιεί και δραστηριοποιεί τις υπάρχουσες γνώσεις της, εφαρμόζει τις άπειρες δυνατότητες της και επανέρχεται πιο ισχυρή και τελειότερη από όσο ήταν πριν κατέλθει.
Ο ίδιος συνεχίζει, υποστηρίζοντας ότι, ακόμα κι αν η κάθοδος της ψυχής σε ένα σώμα θεωρηθεί αναγκαιότητα της παγκόσμιας οργάνωσης ή λειτούργημα και όχι τιμωρία, δεν παύει να είναι για την ψυχή μια μεγάλη δοκιμασία από την οποία αυτή πρέπει να βγει νικήτρια. Εξαρτάται, λοιπόν, από την ενσαρκωμένη ψυχή αν η δοκιμασία της θα είναι ωφέλιμη και αποδοτική για την εξέλιξή της. Ο Πλωτίνος παρατηρεί ότι όλες οι ψυχές δεν συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο στη δοκιμασία της ενσάρκωσης. Μερικές υποκύπτουν στο κακό και στην αδικία. Η ψυχή που βάρυνε λόγω των σωματικών δεσμεύσεων δεν μπορεί να επανέλθει μετά το θάνατο στο νοητό κόσμο. Θα ενσαρκωθεί σε άλλο σώμα ανθρώπου η ζώου, σύμφωνα με τις προδιαθέσεις που απέκτησε κατά τη διάρκεια ζωής της. Έτσι, η τιμωρία των μοχθηρών και η ανταμοιβή των καλών υφίσταται μέσα στην αιώνια τάξη του κόσμου.
Ο Ολυμπιόδωρος (σχόλια Φαίδωνα του Πλάτωνα) περιγράφει την κάθοδο της ψυχής με θαυμαστό τρόπο: «Η ψυχή κορικώς κατέρχεται σε γένεση, μερίζεται όμως από τη γένεση Διονυσιακώς, τοποθετείται στο σώμα Προμηθεϊκώς, άρα απελευθερώνεται από τα δεσμά της με τη χρησιμοποίηση της δύναμης του Ηρακλέους, επανασυναρμολογείται σε σύνολο με τη βοήθεια του Απόλλωνος και της Σωτήρος Αθηνάς και εξαγνίζεται με τη φιλοσοφική πειθαρχία».
Η σοφία των αρχαίων έκρυβε πίσω από τους μύθους του Ηρακλή, του Οδυσσέα και άλλων που κατέβηκαν στον ήδη και γρήγορα επέστρεψαν από αυτόν την απελευθέρωση από τη δουλεία της ενσάρκωσης, μέσω της εξαγνιστικής πειθαρχίας. Ο Πρόκλος αναφέρει ότι ο Ηρακλής, εξαγνισμένος με ιερές μυήσεις, πήρε θέση ανάμεσα στους θεούς. Είναι γνωστή η τρομερή κατάσταση της ψυχής του όσο διάστημα ήταν αιχμάλωτος της σωματικής του φύσης.Ο Πίνδαρος σε ένα απόσπασμα ενός ποιήματος που αναφέρει το διάλογο του Πλάτωνα Μένων αναφέρει η Περσεφόνη στέλνει τις ψυχές που δέχθηκε στα βασίλεια του ’δη για κάθαρση, ύστερα από εννέα χρόνια στον πάνω κόσμο. Και ότι από τις ψυχές αυτές προέρχονται μεγαλοφυείς βασιλιάδες και δυνατοί άνδρες τόσο σε δύναμη όσο και σε σοφία.
Ο Εμπεδοκλής ασχολείται με τη θεωρία της περιπλάνησης των ψυχών σε μια σειρά από διασωθέντα αποσπάσματα (Diels, Προσωκρατικοί). Στο απόσπασμα Β 115 λέει ότι, εάν μια ψυχή κηλιδωθεί από πράξη φόνου, επιορκίας ή άλλου εγκλήματος, «ντύνεται» τη μορφή θνητού και περιφέρεται μακριά από την χώρα των Μακάρων και παραδίνεται από το ένα στοιχείο στο άλλο. «Ένας εξ αυτών είμαι κι εγώ, ένας από τους θεούς εξόριστος και περιπλανώμενος, διότι ακολούθησα τις προτροπές της Διχόνοιας», ομολογεί ο ίδιος ο Εμπεδοκλής. Στο απόσπασμα Β 117 ισχυρίζεται ότι υπήρξε νεανίας, κόρη, θάμνος, πτηνό κι άφωνο ψάρι.
Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ «ΘΕΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»
Η θεωρία της μετενσάρκωσης παραδέχεται τόσο την πτώση της ψυχής σε ζωικά σώματα ένεκα τιμωρίας όσο και την αναγωγή των αξιών σε σώματα ηρώων, αντίθετα με τη σύγχρονη θεωρία της μετενσάρκωσης που θεωρεί τη γραμμική εξέλιξη των ψυχών μέσω της βελτίωσης από τις προοδευτικές ενσαρκώσεις στη Γη.
Ο Πορφύριος, από τους σημαντικότερους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, αρνείται σε δυο σημεία την πλατωνική θέση, λέγοντας ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν μπορεί να τεθεί σε σώμα ζώου, όπως και ότι η ανθρώπινη ψυχή «άπαξ καθαρθείσα», δεν επανέρχεται πλέον σε σώμα ανθρώπου, αλλά ακολουθεί το πεπρωμένο της που είναι η αποθέωση, δηλαδή η εγκατάστασή της σε Μακάρια Πεδία.
Εξαίρεση αποτελούν οι ψυχές των ηρώων που επανέρχονται οικιοθελώς στη Γη και ενσαρκώνονται, για να καθοδηγήσουν τους ανθρώπους. Τέτοια περίπτωση θεωρεί τον Πυθαγόρα που ενσαρκώθηκε με σκοπό να μεταλαμπαδεύσει την πείρα του στην ανθρωπότητα. Το γεγονός ότι ο Πυθαγόρας μυήθηκε στα διάφορα Μυστήρια δεν αλλάζει την κατάσταση, γιατί έπρεπε να «αναμνηστεί» την αλήθεια που «εν σπέρματι» κατείχε και να προσαρμοστεί στο χώρο και στο χρόνο που γεννήθηκε.
Ο Ιεροκλής στο υπόμνημά του Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα (στ. 55) σχολιάζοντας το στίχο «Ούτε τα ανέλπιστα να ελπίζεις ούτε και τίποτα να σου διαφεύγει εκ των όντων», καταφέρεται σαφώς εναντίον της πλάνης εκείνων που ερμηνεύσουν κατά γράμμα την πυθαγόρεια και πλατωνική διδασκαλία για τη μετεμψύχωση:
«Εάν κάποιος περιμένει μετά το σωματικό του θάνατο να ντυθεί η ψυχή του το σώμα ενός άλογου ζώου, λόγω των ατελειών του ή φυτού, λόγω της αδράνειας των αισθημάτων του και ο ίδιος, παίρνοντας δρόμο αντίθετο από εκείνους που μεταβάλουν την ουσία του ανθρώπου σε ανώτερο ον, πιστεύει σε ανέλπιστες αξίες, κατακρημνίζοντας την ψυχή του σε μια κατώτερη ουσία, απατάται και αγνοεί τελείως το είδος της ψυχής η οποία ουδέποτε μπορεί να αλλάξει».Ισχυρίζεται ότι η θεωρία της μετεμψύχωσης δεν είναι παρά μια εικόνα, μια αλληγορία, για να μας διδάξει ότι ο άνθρωπος γίνεται όμοιος με τα ζώα ένεκα των ελαττωμάτων του ή θεός ένεκα της αρετής του.
Για τη μετά θάνατον του σώματος αθανασία της ψυχής πολλά ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια των αιώνων από τα διάφορα φιλοσοφικά κινήματα (Παράδεισος και Κόλαση, Τάρταρα, Ηλύσια πεδία κλπ). Όλα αυτά όμως είναι αλληγορίες και υποθέσεις τις οποίες οι εκάστοτε διανοητές συνέλαβαν και διατύπωσαν μυθολογικά και των οποίων η αληθοφάνεια δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί διανοητικά ή με συλλογισμούς.
Εκείνο που πρέπει ο άνθρωπος να αντιληφθεί και να παραδεχθεί είναι ότι οι νόμοι που διέπουν τη μεταθανάτια ζωή είναι ανώτεροι της ανθρώπινης διάνοιας, είναι αδέκαστοι, αλλά συγχρόνως δίκαιοι και είναι αδύνατον να αστοχήσουν ή να παραπλανηθούν.
Ο Ιεροκλής διακηρύσσει: «Ευσεβής είναι εκείνος που κατέχει τη Θεία Επιστήμη και προσφέρει εις το Θείον ως άριστη τιμή τη δική του τελείωση. Κάθε άνθρωπος, προσπαθώντας κατά άλλον τρόπο να τιμήσει το Θείον και μη προσφέροντας ως θυσία τον ίδιο τον εαυτό του, γινόμενος παρανάλωμα εξωτερικής ευπορίας, εκτελεί πράξη άχρηστη και μάταιη».
"Η νέα ζωή δεν αρχίζει να αναπτύσσεται εκεί ακριβώς που είχε σταματήσει. Δεν επαναλαμβάνει και δενgσυνεχίζει μόνον την προηγούμενη επιφανειακή προσωπικότητα και την εξωτερική εμφάνισή μας. Διαδραματίζεται μια αφομοίωση, μια αποβολή, μια ενδυνάμωση και μια αλλαγή των παλιών χαρακτηριστικών και κινήτρων, μια ανακατάταξη της προηγούμενης εξέλιξης και μια επιλογή μελλοντικών στόχων, χωρίς να καρποφορήσει και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εξέλιξης. Γιατί κάθε γέννηση είναι μια καινούρια αρχή η οποία, αν και στηρίζεται στο παρελθόν, δεν αποτελεί τη μηχανική του προέκταση. Η αναγέννηση δεν είναι μια διαρκής επανάληψη, αλλά μια διαδικασία, το μηχανικό μέρος μιας εξελικτικής διαδικασίας."
"Απλώς και μόνον το γεγονός ότι οι άνθρωποι μιλούν για αναγέννηση και ότι μια τέτοια ιδέα υφίσταται, σημαίνει ότι ένα απόθεμα ψυχικών εμπειριών που σχετίζονται με αυτόν τον όρο θα πρέπει πράγματι να υπάρχει. Η αναγέννηση είναι μια επιβεβαίωση που θα πρέπει να περιλαμβάνεται ανάμεσα στις πιο βασικές για την ανθρωπότητα."
Κέντρο του Πυθαγορικού συστήματος και δεσμού είναι τα Πυθαγόρεια Μυστήρια,
αποκαλούμενα από τον Ηρόδοτο “όργια”. Δεν είχαν περιορισμένο σκοπό με ορισμένα
μυστικά δόγματα, όπως το δόγμα της μετεμψύχωσης, αλλά ο σκοπός τους ήταν
ευρύτερος. Η ηθικότητα, η αγνότητα, η εγκράτεια και η τάση για ότι οδηγεί στη
σωματική και πνευματική υγεία ήταν βασικές απαιτήσεις, αλλά χωρίς την
καλλιέργεια της τέχνης και επιστημονικής ενέργειας, οι μαθητές δεν προάγονταν
σε ανώτερο βαθμό.
Τα Πυθαγόρεια Μυστήρια ιδρύθηκαν στον Κρότωνα της Κ.
Ιταλίας τον 5ο αιώνα π.Χ. από τον ίδιο τον Πυθαγόρα. Αρχικά οι δοκιμασίες ήταν
εύκολες και κατά τη συνέχεια δυσκόλευαν αρκετά. Εκτός από τις δοκιμασίες,
αντικείμενο εξέτασης ήταν ο προηγούμενος βίος των δοκίμων και ειδικότερα οι
ενασχολήσεις και οι φιλίες τους, οι επιθυμίες και οι ορέξεις τους. Ο Πυθαγόρας
πολύ δύσκολα παραδεχόταν τους δοκίμους. Παρακολουθούσε τις κινήσεις του σώματος
τους, τα λόγια τους, τις χειρονομίες τους, το βάδισμά τους, τη φιλομάθεια τους
και τα παρόμοια.
Δοκιμάζονταν επίσης η αντοχή τους στη σιωπή και στη
μοναξιά κι αν ήταν προπαρασκευασμένοι να καταπνίγουν τις τιμές και τον εγωισμό
τους. Αφού ολοκληρώνονταν οι δοκιμασίες παρακαλούνταν οι δόκιμοι να γυρίσουν
σπίτι τους ή γίνονταν δεκτοί και δέχονταν τα συγχαρητήρια των συμμαθητών τους,
γιατί από εκείνη τη στιγμή ήταν μέλη του Πυθαγορικού συνδέσμου, έπαιρναν τον Α’
Βαθμό και κατοικούσαν στο Μικρό Αστύ, αφού παρέδιδαν τα υπάρχοντά τους στους
κοινούς ταμίες τους, τους “οικονόμους της εταιρείας” καθόσον ο Πυθαγόρας
πίστευε ότι : “Κοινά τα των φίλων”.
Κατά το μαθητή του Ιάμβλιχο : “Όταν έρχονταν νέοι που
ήθελαν να ζήσουν δίπλα του, δεν τους δεχόταν αμέσως κοντά του μέχρι να τους
δοκιμάσει και να τους κρίνει. Αρχικά ζητούσε να μάθει πως συναναστρέφονταν με
γονείς, συγγενείς, έπειτα παρατηρούσε τη σιωπή και κυρίως την ομιλία τους.
Κοίταζε το παράστημα, το βάδισμα, την όλη κίνηση του σώματος και με τα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φύσης τους, διέκρινε καθαρά τον αθέατο χαρακτήρα
και το ήθος τους. Και όποιον δοκίμαζε έτσι, του επέβαλλε να απομονωθεί τρία
χρόνια, για να εξετάσει αν έχει σταθερότητα και αληθινή φιλομάθεια. Έπειτα,
διέταζε τους μαθητές του πενταετή σιωπή, προσπαθώντας να μάθει πόσο εγκρατείς
είναι, καθώς αυτή είναι η δυσκολότερη απ’ όλες τις εγκράτειες. Κατά αυτό το
χρονικό διάστημα τα υπάρχοντα του καθενός, γίνονταν κοινά, αφού δίνονταν στους
αποδεδειγμένα ικανούς προς τούτο Πυθαγόρειους, που ονομάζονταν πολιτικοί και
που ήταν μερικά οικονομικοί (έμπειροι στα οικονομικά) και νομοθετικοί (στα
νομοθετικά πράγματα). Έπειτα από τη πενταετή σιωπή οι υποψήφιοι κρινόμενοι από
τη ζωή (τους) και την υπόλοιπη συμπεριφορά τους, γίνονταν στο εξής “εσωτερικοί”
και άκουγαν και έβλεπαν προσεχτικά τον Πυθαγόρα μέσα σε παραπετάσματα.
Σε περίπτωση απόρριψης υποψηφίου, αυτός παραλάμβανε
την περιουσία που είχε προσφέρει διπλή, και σ’ αυτόν σα να ήταν νεκρός ύψωναν
μνήμα οι “ομάκοοι” συνακροατές, γιατί έτσι λέγονταν οι όλοι γύρω από τον
Πυθαγόρα”.
Στις Πυθαγορικές θεωρίες ιδιαίτερα επίδραση άσκησαν τα
Ορφικά και Καβείρια Μυστήρια. Γενικά, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι ο Πυθαγόρας
έγινε ζηλωτής του τρόπου έκφρασης του Ορφέα.
Η Ορφική “αίρεση” είχε μεγάλη συγγένεια και αναλογία
με το Πυθαγορικό σύστημα από θεωρητικής και φιλοσοφικής άποψης. Τόσο που στα
χρόνια του Πεισίστρατου ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα
Πυθαγόρεια. Επίσης, όσοι μυούνταν στα Ορφικά Μυστήρια τηρούσαν με θρησκευτική
ευλάβεια μυστικές διατάξεις, οι οποίες είχαν μεγάλη ομοιότητα με τις
Πυθαγορικές αρχές.
Κατά την άποψη του Σπ. Νάγου αποτελούνταν από εννέα
βαθμούς, όσες και οι αριθμητικές μονάδες. Διαιρούνταν σε τρεις κατηγορίες.
Σ’ αυτά που είχαν σχέση με τη διαμόρφωση του ανθρώπου
και καταδείκνυαν την προέλευσή του.
Σ’ αυτά που δίδασκαν δυνάμεις που αποτελούν τις μορφές
της φύσεως και τις ποικιλίες των οργάνων των διαφόρων μορφών και
Στα μεγάλα και ιερά, για τα οποία δεν επιτρεπόταν
στους μύστες να αναφέρουν λέξη για την ύπαρξή τους.
Στην πρώτη ομάδα μυούνταν άντρες και γυναίκες και
υποβάλλονταν σε πενταετή σιγή, ενώ στη δεύτερη μυούνταν μόνο εξαγνισμένοι σε
σώμα και νου και καθαροί από ανομήματα. Τέλος, στην τρίτη η μύηση επιτρεπόταν
μόνο σε φωτισμένους και εμπνευσμένους νέους και αγνές κοπέλες με ψυχικό κάλλος.
Στον Κρότωνα το 504 π.Χ. προκλήθηκε στάση κατά την
οποία οι στασιαστές έκαψαν τους ναούς των Πυθαγορείων και σκότωσαν πολλούς
μαθητές του Πυθαγόρα. Έκτοτε τα Πυθαγόρεια σταμάτησαν.
Μύηση
Απόκρυφες τελετές παρόμοιες μ’ αυτές που γίνονταν στα Αιγυπτιακά και Ινδικά Μυστήρια κάλυπταν τη διδασκαλία και τη μύηση στους διάφορους βαθμούς. Η είσοδος στη σχολή δεν επιτρεπόταν στους βέβηλους και οι γνώσεις ήταν αποκλειστικό προνόμιο των μυστών και απαγορεύονταν να τις γράφουν και να τις μεταδίδουν, κυρίως τις μαθηματικές.
Απόκρυφες τελετές παρόμοιες μ’ αυτές που γίνονταν στα Αιγυπτιακά και Ινδικά Μυστήρια κάλυπταν τη διδασκαλία και τη μύηση στους διάφορους βαθμούς. Η είσοδος στη σχολή δεν επιτρεπόταν στους βέβηλους και οι γνώσεις ήταν αποκλειστικό προνόμιο των μυστών και απαγορεύονταν να τις γράφουν και να τις μεταδίδουν, κυρίως τις μαθηματικές.
Σύμβολα
Κατά τον Πλούταρχο, ο Πυθαγόρας στην Αίγυπτο είχε δάσκαλο τον Οινοφέα τον Ηλιοπολίτη. Και επειδή, θαύμαζε τους ιερείς, μιμήθηκε τη συμβολική και μυστηριώδη γλώσσα και συνδύασε τα δόγματά του με αλληγορίες. Τα ιερογλυφικά γράμματα διαφέρουν ελάχιστα από τα Πυθαγόρεια παραγγέλματα, όπως είναι π.χ. να μην κάθεσαι πάνω σε φοίνικα, να μη σκαλίζεις τη φωτιά με μαχαίρι στο σπίτι σου κτλ.
Κατά τον Πλούταρχο, ο Πυθαγόρας στην Αίγυπτο είχε δάσκαλο τον Οινοφέα τον Ηλιοπολίτη. Και επειδή, θαύμαζε τους ιερείς, μιμήθηκε τη συμβολική και μυστηριώδη γλώσσα και συνδύασε τα δόγματά του με αλληγορίες. Τα ιερογλυφικά γράμματα διαφέρουν ελάχιστα από τα Πυθαγόρεια παραγγέλματα, όπως είναι π.χ. να μην κάθεσαι πάνω σε φοίνικα, να μη σκαλίζεις τη φωτιά με μαχαίρι στο σπίτι σου κτλ.
Ο Ιάμβλιχος παράλληλα υποστηρίζει πως αξιόλογος τρόπος
της Πυθαγορικής διδασκαλίας ήταν και αυτός με τα σύμβολα. Αυτός ο τρόπος
καλλιεργούνταν απ’ όλους σχεδόν τους Έλληνες επειδή ήταν παλιός. Εκτός από τον
Πυθαγόρα και άλλοι Πυθαγόρειοι, λόγω του περιορισμού της εχεμύθειας, έκαναν
χρήση των συμβόλων και μ’ αυτά κάλυπταν τις μεταξύ τους διαλέξεις και
συγγραφές.
Μετά τον θάνατο του μεγάλου διδασκάλου μερικοί από
τους μαθητές του έδωσαν περιλήψεις των δογμάτων του. Παρ’ όλα αυτά, παραμένουν
αρκετά σύμβολα καθώς και η εσωτερική του διδασκαλία ανερμήνευτα.