O πολιτικός διαφωτισμός του Επίκουρου.


Η πολιτική θέση του Επίκουρου συμπυκνώνεται σε μία φράση: λάθε βιώσας. Το λάθε βιώσας αποτελεί μία έλλογη επίθεση κατά της κοινωνικής και πολιτικής αλλοτρίωσης, στην Αθήνα του τέλους του 4ου αιώνος, ενός αιώνος ο οποίος έζησε τις διαβρωτικές συνέπειες του πελοποννησιακού πολέμου και της απώλειας της πολιτικής και πολιτισμικής πρωτοβουλίας.

Το βασικό αυτό αξίωμα του Επίκουρου, δηλαδή να απέχει κανείς από τις δημόσιες υποθέσεις, δεν ερμηνεύθηκε και δεν ερμηνεύεται με αναφορά στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής εκείνης. Αυτή η θέση του φιλοσόφου δεν κινούνταν από ατομικιστική διάθεση, αλλά από βαθιά πεποίθηση ότι ο αγώνας για την επικράτηση της ελευθερίας απαιτεί αδιάφθορους ανθρώπους.

Παράλληλα, η διαφωτιστική αποστολή του, επειδή αποτεινόταν σε όλους τους ανθρώπους,δημιουργούσε τη βάση σε μία ιστορική συγκεκριμένη στιγμή. όταν δηλαδή θα ήταν ώριμες οι αντικειμενικές συνθήκες, το πολιτικό του μήνυμα θα μπορούσε να διεισδύσει στις ανθρώπινες μάζες και να μετατραπεί σε υλική δύναμη για τη δημιουργία μίας διαφορετικής, καλύτερης κοινωνίας.

Μέσα σε συνθήκες, όπου η πόλις ευρισκόταν σε κατάσταση σήψης, πιο επαναστατική-πολιτική πράξη δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και ο Κήπος του Επίκουρου έγινε προπύργιό της για την ελευθερία και την κοινωνική αλλαγή και πρόοδο.
Συνεπώς, η μη ενεργός συμμετοχή του Επίκουρου στα πολιτικά δρώμενα δεν αποτελεί μία πράξη πολιτικής απραγμοσύνης, διότι ο Επίκουρος δεν αποστασιοποιείται από τα δρώμενα της πόλεως, αλλά η πόλις είναι αυτή, η οποία απεμπολεί την ιδιότητα του ατόμου ως πολίτη μέσω της σήψης των δημοκρατικών νόμων και θεσμών.

Η πολιτική κόπωση της εποχής δεν οδηγούσε στη διαμόρφωση μίαςπαθητικής στάσης, μίας ηττοπαθούς απολιτικής στάσης του Επίκουρου. Αντιθέτως, ο φιλόσοφος είχε αναπτύξει συγκεκριμένη στρατηγική απέναντι στο πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής του. Δεν επιζητούσε την αποχή, τη φυγή, αλλά την οδό του μαχητικού φωτισμού.

Ο Eπίκουρος δεν υπήρξε απράγμων, απολιτικός, υπήρξε μαχητικός πολιτικός. Είναι δυνατόν να υπάρξει μαχητικός επαναστατικός διαφωτισμός, επαναστατικά πολιτική πράξη, έξω και πέραν των πλαισίων της δημόσιας ζωής και των πολιτικών σχέσεων; Είναι δυνατόν να υπάρξει, διότι, αν δεν υφίστατο, θα υπήρχε κοινωνικό τέλμα. Στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν έχει επέλθει καμία ιστορική κοινωνική μεταβολή εντός των πλαισίων της δημόσιας ζωής του παρωχημένου ιστορικά κοινωνικού καθεστώτος της εποχής. Αντιθέτως, αυτή επέρχεται με την κάθετη αντίσταση.

Αναμφισβήτητα, ο Eπίκουρος ανθίσταται, εφόσον προτείνει ένα κοινωνικό διαφωτισμό, ένα διαφωτισμό, ο οποίος δεν απευθύνεται στους φορείς της δημόσιας ζωής και το πλήθος. Απευθύνεται στις εκάστοτε δυνάμει επαναστατικές δυνάμεις της κοινωνίας (χωρίς βέβαια να έχει προχωρήσει σε κάποια κοινωνιολογική ανάλυση για τη σχέση μεταξύ της κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού γίγνεσθαι), προς εκείνες τις δυνάμεις, οι οποίες ενσυνείδητα αγωνίζονται για την κατάργηση της υπάρχουσας κοινωνίας. Συνεπώς, ο Επίκουρος συνιστούσε μία στάση έξω από τα πλαίσια του συγκεκριμένου πολίτη, ενός πολίτη που ακολούθησε την κατάπτωση της Αθήνας, της αποτυχίας της ως πόλεως,προπορευόμενος, στην προκείμενη περίπτωση, της εποχής του.

Διότι η εποχή της κοινωνικοποιημένης κοινωνίας, στην οποία τα άτομα θα είναι ελεύθεροι άνθρωποι και η σύνδεση μεταξύ τους θα επιτυγχάνεται μέσω της ελεύθερης πολιτικής ζωής, εξακολουθεί να αποτελεί υπόθεση του παρόντος και του μέλλοντος. Κι αυτό που εφάρμοσε μέσα στον Κήπο του ο Eπίκουρος προϋπέθετε ενόραση, ανθρώπινη και ανεπτυγμένη κοινωνική-πολιτική συνείδηση για την
πορεία του ανθρώπου. Μέσα σε συνθήκες κοινωνικής παρακμής ο Επίκουρος μέσα στην κοινότητά του διατήρησε την ελληνικότητα, το υψηλό, δημοκρατικό, ανθρωπιστικό φρόνημα.

Κοινή προσπάθεια και απώτερος στόχος: Η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα συγκεκριμένα πολιτικά δεσμά, τα οποία τον κρατούσαν μέσα στην ανελευθερία. Διότι η ευδαιμονία, το ύψιστο τέλος της ανθρώπινης ζωής, συμπλέει με την αυτονομία, ελευθερία του ανθρώπου. Έχουμε λοιπόν όχι απλώς μία θεωρητική ανθρωπολογία, αλλά μία επαναστατική ανθρωπολογία, της οποίας το κέντρο είναι η ύψιστη ανθρωπολογική σταθερά,δηλαδή η ανθρώπινη αυτονομία.

Οι άνθρωποι ανέκαθεν προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο, ποια είναι δηλαδή εκείνη η αρχή, η οποία κινεί τη φύση και την κοινωνία. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου γεννήθηκε αρχικά η φιλοσοφία, η «επιστήμη των επιστημών»,η οποία συμπύκνωσε όλες τις γνώσεις για τον άνθρωπο και προσπάθησε να παίξει το ρόλο της κοινωνιολογίας, της οικονομίας, της πολιτικής, των μαθηματικών, της φυσικής, ακόμα και της ιατρικής, της θεωρητικής μουσικής κ.τ.λ. Για μεγάλο χρονικό διάστημα όλες οι γνώσεις εγχωρούσαν στο εσωτερικό της φιλοσοφίας. Κι αυτή η «επιστήμη των επιστημών» γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Ορθώς παρατηρεί ο Marx1 ότι «η νεότερη φιλοσοφία απλώς συνέχισε το έργο του Ηράκλειτου και του Αριστοτέλη».

Το πρωταρχικό ζήτημα της φιλοσοφίας, επισημαίνει o Engels2 είναι το θέμα της σχέσης μεταξύ του νοεῖν και του εἶναι. Οι θέσεις-απαντήσεις των φιλοσόφων,τους ώθησαν να δημιουργήσουν δύο φιλοσοφικά ρεύματα. Αυτοί, οι οποίοι θεώρησαν ότι η φύση είναι πρωταρχική, ανήκουν στις διάφορες σχολές του υλισμού. Οι άλλοι, οι οποίοι υιοθέτησαν την πρωταρχικότητα του νοεῖν, του
πνεύματος σε σχέση με τη φύση, αποδέχθηκαν τελικά μία κοσμική δημιουργία κάποιας μορφής και αποτέλεσαν τον πόλο του ιδεαλισμού.

Η λειτουργία της σκέψης, σύμφωνα με την πρώτη θέση, δεν είναι κάτι ανεξάρτητο, επίκτητο, αλλά καθαρά οργανική ιδιότητα της ύλης. Όταν η παρατήρηση διακομίζει μέσω των αισθήσεων τις διαφορές κι αλλαγές του πραγματικού (το διαφορετικό, το όμοιο, το ανόμοιο), η νόηση αναλαμβάνει την εκμάθηση του γενικού στον άνθρωπο. Το νοεῖν αναπτύχθηκε από την πράξη για τον αγώνα της ύπαρξης, και όχι για να αποτελέσει το όργανο της καθαρής γνώσης.

Μέσα στην εξελικτική πορεία, βέβαια, το σκέπτεσθαι, οι πνευματικές του δυνάμεις του ανθρώπου χρησιμοποιήθηκαν για την τελειοποίηση της ανθρώπινης πρακτικής.
Θεωρία και πράξη εξαρτώνται απόλυτα, και μόνο μέσω της αμοιβαίας ανάπτυξης μπορεί να εξαχθεί ένα ανώτερο αποτέλεσμα δράσης. Ο καταμερισμόςτ ης εργασίας διέρρηξε την ενότητα θεωρίας και πράξης, και με τη δημιουργία κοινωνικών τάξεων η γνώση έγινε προνομιακό έργο μίας μειονότητας .

Συνεπώς, ανακλαστικά υφίστανται στην ιστορία της φιλοσοφίας δύο κόσμοι, ένας υλικός και ένας πνευματικός.Ο πρώτος κόσμος είναι η φιλοσοφική εκείνη κατηγορία που καταδεικνύει την
αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία γίνεται αντιληπτή μέσω των αισθήσεων, και η οποία απεικονίζεται και υπάρχει ανεξάρτητα από αυτές.3 Η ύλη αποτελεί το άπειρο πλήθος όλων των αντικειμένων και συστημάτων, τα οποία υπάρχουν στον κόσμο, το υπόστρωμα κάθε ιδιότητας, σύνδεσης, σχέσης και μορφής της κίνησης.

Περιλαμβάνει όλα τα αισθητά αντικείμενα και σώματα της φύσης, αλλά και όλα εκείνα τα οποία μπορούν κατά αρχήν να καταστούν γνωστά στο μέλλον με την τελειοποίηση των μέσων παρατήρησης και του πειράματος. Όλος ο κόσμος ο οποίος μας περιβάλλει αποτελεί κινούμενη ύλη, στην άπειρη ποικιλία των μορφών και εκφάνσεών της, σ’ όλες τις ιδιότητες, συνδέσεις και σχέσεις της.
Ο Λένιν4 συνδέει οργανικά την αντίληψη της ύλης με τη διαλεκτική-υλιστική λύση του βασικού προβλήματος της φιλοσοφίας, στηρίζεται στην αρχή της υλιστικής ενότητας του κόσμου –δηλαδή στην αρχή ότι η ύλη είναι το πρωτεύον σε σχέση με την ανθρώπινη συνείδηση καθώς και στην αρχή της γνωσιμότητας του κόσμου με τη συνεχή μελέτη των συγκεκριμένων ιδιοτήτων, σχέσεων και μορφών κίνησης της ύλης.

Ο δεύτερος κόσμος είναι η γενική αρχή των φιλοσοφικών εκείνων ρευμάτων τα οποία υποστηρίζουν ότι η συνείδηση, η νόηση, το πνεύμα είναι ο θεμέλιος λίθος για την ανθρώπινη υπόσταση. Το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα, δίδει διαμετρικά αντίθετη λύση στο πρόβλημα της σχέσης του εἶναι και του νοεῖν, τόσο στη σφαίρα της ύπαρξης όσο και στη σφαίρα της διαδικασίας της γνώσης.

Μολονότι ο ιδεαλισμός εμφανίστηκε δυόμισι και πλέον χιλιάδες χρόνια, ο όρος, ως ονομασία του δεύτερου ρεύματος, διατυπώθηκε μόλις στις αρχές του 18ου αιώνα. Η ιδεαλιστική φιλοσοφία είναι θεμελιακά _ενιαία όσον αφορά στη λύση του βασικού προβλήματος της φιλοσοφίας. Ωστόσο, στο εσωτερικό της διακρίνονται δύο βασικές της μορφές: O αντικειμενικός και ο υποκειμενικός ιδεαλισμός.

Χαρακτηριστικό στοιχείο του πρώτου είναι ότι θεωρεί την πνευματική πρώτη αρχή έξω και ανεξάρτητη από τη συνείδηση, ενώ ο δεύτερος δε δέχεται την ύπαρξη καμίας πραγματικότητας έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδηση του ανθρώπου.

Ένα ιστορικό πρόπλασμα αντικειμενικού ιδεαλισμού συναντάται στις θρησκευτικές απόψεις των αρχαίων ινδικών Ουπανισάντ. Ως θεωρία, ο αντικειμενικός ιδεαλισμός βρήκε την πρώτη του ολοκληρωμένη έκφραση στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, ενώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υποκειμενικού ιδεαλισμού είναι η φιλοσοφία του Berkeley.

O Αριστοτέλης διατυπώνει την άποψη ότι «οἱ ἄνθρωποι φύσει τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται» και πως «διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν».5 Βέβαια ο άνθρωπος παρατηρεί, ερευνά αλλά αυτό το πράττει ορμώμενος από συγκεκριμένη ανάγκη. Δεν πρέπει να λησμονείται πως ο άνθρωπος πρώτα απ’ όλα ενδιαφέρθηκε να εξασφαλίσει την τροφή του.
Γενικά, ο άνθρωπος καθυστέρησε να κάνει γενικές παρατηρήσεις στα γύρω του φυσικά φαινόμενα, να ταξινομήσει και να συστηματοποιήσει τις γνώσεις του, να θεμελιώσει φιλοσοφικά συστήματα, βασιζόμενος στην πείρα παλαιότερων γενεών.

Επίσης,πρέπει να σημειωθεί ότι για μία μεγάλη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, το ιερατείο, μια προνομιούχα τάξη, ασχολούνταν με τη μελέτη των φυσικών φαινομένων και προσπαθούσαν να εξάγουν κάποιες καταληκτικές θέσεις για την αρχική ουσία και γένεση του κόσμου. Κι από την άποψη αυτή ήταν υλιστές, διότι,ερμηνεύοντας– έστω και με απλοϊκό τρόπο– τη φύση, παρατηρούσαν ότι «αἱ συμβεβηκυῖαι αἰτίαι» ευρίσκονται εντός της φύσης. Ακόμα δε και, όταν ήταν στο στάδιο του ανιμισμού, την ψυχή την αντιλαμβάνονταν ως μία εσωκοσμική ουσία.

Έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες δεν αποδέχονταν καμία δημιουργία από το μηδέν. Ο Όμηρος6 δεν θεωρούσε την ψυχή ως αρχή των πάντων, αλλά τον ωκεανό. Κατά τον Ησίοδο, υπήρχε το χάος7 πριν από τους θεούς. Στην αρχαία ελληνική κοινωνία επικρατούσαν μυθικές ερμηνείες, χωρίς όμως να υπερισχύσει ο μυστικισμός της Ανατολής, γιατί οι οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες ήταν διαφορετικές. Οι αρχαίοι Έλληνες έλυσαν το κοινωνικο-οικονομικό τους πρόβλημα με τον αποικισμό.

Οι συναλλαγές με τις χώρες της Ανατολής και της Ιταλίας μέσω του εμπορίου και της ναυτιλίας συνέβαλαν στην ανάπτυξη των μαθηματικών, της αστρονομίας, της γεωγραφίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το ιερατείο στην αρχαία Ελλάδα δεν κατάφερε να επιβληθεί, αν και συνεργαζόταν με την καθεστηκυία τάξη και συνεπικουρούσε στην υπάρχουσα ελληνική πολιτική για μία υπερφυσική
επικύρωση.8 Η νέα κοινωνική τάξη, η οποία δημιουργείται με το εμπόριο, τη ναυτιλία και τη χειροτεχνία συγκρούεται με την παράδοση και υποστηρίζει την πρόοδο των επιστημών. Έτσι, με την ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας δημιουργούνται και πολλαπλασιάζονται απλοΪκές υλιστικές αντιλήψεις.

Η ελληνική φιλοσοφία εμφανίζεται στον 7ο-6ο αιώνα π.Χ., στην περίοδο κατά την οποία δημιουργείται η ταξική δουλοκτητική κοινωνία και κάνει αισθητή την παρουσία του το δουλοκτητικό κράτος.9  H ανερχόμενη αυτή νέα τάξη αποδομεί την πατριαρχική καθεστηκυία τάξη και αναδομεί τη νέα κοινωνία με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Η εκμετάλλευση της εργασίας των δούλων, στην ίδια παραγωγική διαδικασία, αποτελεί και το κίνητρο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων,της τεχνολογίας και του πολιτισμού.

Κατά συνέπεια γεννιέται και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Η θεωρητική σκέψη κάθε εποχής είναι προϊόν το οποίο, στις διάφορες ιστορικές περιόδους,αποδέχεται διάφορες προσλαμβάνουσες με διαφορετική μορφή και περιεχόμενο. Η συγκεκριμένη εποχή της ανερχόμενης δουλοκτητικής κοινωνίας ήταν η εποχή της μετωπικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα η φιλοσοφία να εμφανίζεται ταυτοχρόνως υλιστική και διαλεκτική. Eίδε τον κόσμο και τη ζωή στην ολότητητά τους με ανεπανάληπτο τρόπο. Διότι οι Έλληνες απέδειξαν, μέσω της υλιστικής αντίληψης, ότι υπάρχει ο αντικειμενικός κόσμος, ο οποίος γίνεται γνωστός μέσα από την αδιάκοπη κίνηση και μεταβολή (διαλεκτική μέθοδος),ενεργοποιώντας όχι μόνον την αυστηρή νόηση, αλλά και την ελεύθερη συνειδησιακή δραστηριότητα, τη φαντασία και το ήθος.

Πρώτοι οι Ίωνες της Μικράς Ασίας, απομακρυνόμενοι από τις θεολογικές και τις υπερβατικές ερμηνείες των φυσικών φαινομένων, έθεσαν τις βάσεις της επιστημονικής υλιστικής κοσμοθεωρίας. Ο τρόπος που εμφανίζονται συμπίπτει με τη μορφή του φυσικού εκείνου στοιχείου, μέσα από το οποίο ζητούν να συλλάβουν το πᾶν. Κατά την περίοδο αυτή στις ιωνικές πόλεις, και συγκεκριμένα στην πόλη Μίλητο, εμφανίσθησαν οι πρώτοι Έλληνες υλιστές φιλόσοφοι: ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης σε μία περίοδο μεγάλης ανάπτυξης της παραγωγής και των φυσικών-επιστημονικών γνώσεων.

Ο Θαλής γενίκευσε τις φυσικο-επιστημονικές του γνώσεις προχωρώντας στην υλιστική αντίληψη του πραγματικού. Απέδειξε ότι η ύλη είναι η δημιουργική αρχή των πάντων, όλων των φυσικών φαινομένων. Οι ιδιότητες και οι καταστάσεις της ύλης μεταβάλλονται. η ύλη δεν εξαφανίζεται, αλλά αενάως υπάρχει.
Εδώ υπάρχει ο αρχικός αυθόρμητος υλισμός ο οποίος στο αρχικό στάδιο της εξέλιξης του υπέθεσε μία ενότητα, μία αρχική ενότητα, για τα άπειρα πολύμορφα φυσικά φαινόμενα. Ο Θαλής υιοθέτησε μία γενική αρχή (principium), το νερό10 και τη θέση ότι ο κόσμος κινείται.
Τα διάφορα υλικά σώματα γεννιούνται με το νερό και επανέρχονται στο νερό.

Ο Θαλής θεωρούσε ότι (κάποια) ψυχή11 αποτελεί την πηγή της ζωής, της κίνησης και της αλλαγής. Θεωρούσε δηλαδή τον κόσμο έμψυχο και κινούμενο αενάως. Η ύλη και η ζωή αποτελούν, κατά το Θαλή, μία αδιαίρετη αντίληψη για τον κόσμο. Ο Εngels γράφει «ότι η ψυχή για τον Θαλή αποτελεί το ιδιαίτερο, το διαφορετικό από το σώμα».12

H υλιστική παράδοση του Θαλή συνεχίσθηκε όλο τον 6ο αιώνα π.Χ., με τον Αναξίμανδρο και Αναξιμένη. Ο πρώτος, ως γενική αρχή του κόσμου θεωρούσε το ἄπειρον.13 Η γενετική και φθοροποιός του δύναμη είναιαέναη˙ αδιαλείπτως γίνεται ανακύκλωση των διαφόρων υλικών σωμάτων. Η γένεση διαφόρων σωμάτων προκύπτει από το έκκριμα των αντιθέτων υλών του απείρου, του θερμού και ψυχρού, του ξηρού και του υγρού, το δε έκκριμα δημιουργείται από την αέναη κίνηση του απείρου. Ο άνθρωπος και τα έμβια όντα δημιουργήθηκαν και μορφοποιήθηκαν στη λάσπη της θάλασσας και στη συνέχεια με αργό ρυθμό εξήλθαν στη ξηρά.

Ο Αναξιμένης,14 μετά από συστηματικές παρατηρήσεις στο φυσικό κόσμο,θεώρησε τον ἀέρα ως πρώτη αρχή των όντων, διότι αυτός, κατά τον Αναξιμένη,αποτελεί τη ζώσα δύναμη. Με την πύκνωση και την αραίωση του αέρα επιτυγχάνεται η συνεχής μεταβολή των φυσικών σωμάτων.
Με τις διαδοχικές πυκνώσεις του ο αέρας καθίσταται άνεμος, σύννεφο, νερό, γη, με την αραίωση καθίσταται φωτιά, από την οποία δημιουργείται ο ήλιος και τα άστρα.
Τα μόρια του αέρα όμως κατανέμονται σε διάφορους βαθμούς, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι διαφορές των όντων. Τα διάφορα υλικά σώματα μεταβάλλονται αενάως και τίποτε δεν εξαφανίζεται. Η θεωρία του Αναξιμένη μπορεί να αποτελέσει τον πρόδρομο της θεωρίας των μεταγενέστερων Ελλήνων υλιστών περί πρωταρχικών μικροσκοπικών υλικών σωμάτων .

Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος προχώρησε πιο πέρα από τους Μιλήσιους φιλόσοφους και εμφανίζεται ως πρωτοπόρος της διαλεκτικής15 άποψης για τον κόσμο. Παρατήρησε την κίνηση και τη μεταβολή στα διάφορα υλικά σώματα και επισήμανε τις σχέσεις και τις μεταβολές τους. Το πάντα ῥεῖ αποτελεί τη βάση της διαλεκτικής. Παρουσιάζει την εικόνα της άπειρης σύνθετης αλληλεξάρτησης και των αμοιβαίων επιδράσεων. Εξ αιτίας αυτής της κατάστασης τίποτε δεν παραμένει αυτό το οποίο ήταν, ως ήταν, αλλά όλα κινούνται, μεταβάλλονται, εμφανίζονται,εξαφανίζονται.
όπως επισημαίνει ο M. Heidegger, “Der Spruch Des Anaximander”, in M. Heidegger, Holzwege,296 - 343, Frankfurt am Main: Vittorio Klostermann, 1980, p. 317.

Αυτή η αρχική, αφελής, αλλά αενάως ορθή αντίληψη για τον κόσμο, είναι η αντίληψη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, την οποία καθαρά διατύπωσε,πρώτος, ο Ηράκλειτος. Ακόμη θεώρησε ως πρώτη αρχή στον κόσμο τη φωτιά, η οποία, με τις αλλοιώσεις της, ως υλικό στοιχείο, δημιουργεί την πορεία του κόσμου. Ο συγκεκριμένος τρόπος ερμηνείας των διαφόρων υλικών πραγμάτων δίδει υλική εξήγηση. Και στην ψυχή, Εφόσον ο Ηράκλειτος αποδέχεται ότι η ψυχή είναι μία από τις μεταβατικές καταστάσεις της φωτιάς, διακρίνει την ύπαρξη των αντιθέσεων στη φύση και την αντιπαλότητα των αντιθέτων.16 

Με την πάλη,17 δημιουργούνται,αναπτύσσονται και μεταμορφώνονται τα υλικά σώματα, τα οποία ευρίσκονται σε μία συνεχή κίνηση και μεταβολή. Προχωρούν στα αντίθετα τους. Το ψυχρό γίνεται θερμό και το θερμό ψυχρό, το υγρό γίνεται ξηρό και το ξηρό υγρό. Δεν υπάρχει τίποτε το ακίνητο, αλλά, όπως πολλές φορές μας δίδουν οι αισθήσεις, όλα μεταβάλλονται προς τα άνω και προς τα κάτω. Τα δε υλικά σώματα δημιουργούνται σύμφωνα με το Λόγο. Είναι ο Λόγος ο αιώνιος κοσμικός νόμος.18 Ο Ηράκλειτος θεωρούσε ως αντικείμενο της γνώσης τη φύση, διδάσκοντας ότι ο υλικός αντικειμενικός κόσμος γίνεται γνωστός με τις αισθήσεις. Φυσικά έδιδε μεγάλη σημασία και στη νόηση.

Οι πρώτοι αυτοί υλιστές φιλόσοφοι δίδουν την υλική ενότητα του κόσμου,παρουσιάζουν, ωστόσο, μία απλοϊκή ερμηνεία για την προέλευση της πολυμορφίας του πραγματικού. Παράλληλα, όμως, οι αρχαίοι Έλληνες υλιστές θεωρούν και την αλλαγή υλικών διαφόρων πραγμάτων κυκλική, και διακρίνονται και για το μεταφυσικό χαρακτήρα της σκέψης τους.
Ωστόσο, ο τρόπος που αντιλήφθηκαν τον κόσμο οι Ίωνες φιλόσοφοι ήταν δημιουργικός και ορθολογικός,και η θεωρία τους αποτελεί την ιδεολογία του νέου ανθρώπου, που δημιουργήθηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα. Δημοκρατία και φιλοσοφία, προσπάθεια δηλαδή ερμηνείας του σύμπαντος κόσμου με τη λογική, είναι αδιαίρετα δεμένα και αποτελούν το κατ’ εξοχήν γνώρισμα του Έλληνα.19

1 C. Bailey, “Karl Marx on Greek Atomism”, The Classical Quarterly, No. 22 (1928), pp. 205 - 206.
F. Engels, Ludwig Feuerbach, London:1940, p. 31
3 Ι. Β. Λένιν, Άπαντα, Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Αθήνα: Καπόπουλος, 1985, τόμ.18, σσ. 131
κ.ε.
Ι. V. Lenin, Materialism and Empirio-CritismCritical Comments on a Reactionary Philosophy,
Peking: Foreign Languages Press, 1972 (11909), p. 38
ΑριστοτέληςOpera – Μετά τά Φυσικά, Berolini: Academica Regia Borussica, 1831, Α, 908a
και 982b.
6 Homeri, Opera, ed. D.B. Monroet, T.W. Allen, Great Britain: Oxonii E Typographeo
Clarendoniano, 1965 (11908), ΙV, Ρ, 240 - 245.
7 Ησίοδος, Θεογονία, Ησίοδος, Θεογονία, μτφρ. Π. Λεκατσάς, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος, χχ., στ. 116.
8 Γ. Α. Μητρόπουλος, Η Υλιστική Φιλοσοφία, Αθήνα: χ.εκ., 1985, σσ. 46 - 47.
Ν. Ψυρούκης, Ο Eπίκουρος και η Εποχή μας, Αθήνα: Eπικαιρότητα, 1984, σ. 13
10 H. Diels – W. Kranz, Die Fragmente Der Vοrsokratiker, Zürich – Hildescheim: Weidmann, 1992,
11a12.
11 «Θαλῆς ἀπεφήνατο πρῶτος τὴν ψυχὴν φύσιν ἀεικίνητον  αὐτοκίνητον», όπ.π., 11a
12 Φ. Ένγκελς, Διαλεκτική της Φύσης, μτφρ. Θ. Μαρίνος, Αθήνα: Αναγνωστίδη, 1953, σ. 277.
13 «Ἀναξίμανδρος... ἀρχὴν... εἴρηκε τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον - ἐξ ὢν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι, καὶ τὴν
φθορὰν εἰς ταῦτα γίγνεσθαι κατὰ τὸ χρεὼν», H. Diels - W. Kranz, όπ.π., 12b 1. Το ανωτέρω
απόσπασμα του Αναξίμανδρου αποτελεί το πρώτο κείμενο στην ιστορία της δυτικής οικονομίας,
14 Ο Αναξίμανδρος χρησιμοποιεί ως συνώνυμα τις λέξεις πνεμα και ἀήρ, αποδίδοντας κατ’ αυτόν
τον τρόπο στον αέρα την έννοια της κοσμικής ζωογόνου πνοής: «Οἷον ἡ ψυχὴ... ἡ ἡμετέρα ἀὴρ
οὖσα συγκρατεῖ ἡμᾶς, καὶ ὅλον τὸν κόσμο πνεῦμα καὶ ἀὴρ περιέχει», H. Diels – W. Kranz, όπ.π.,
13b 2.
15 Γ. Α. Μητρόπουλος, όπ.π., σ. 48. Βλ. κυρίως Σ. Δεληβογιατζή, Ζητήματα Διαλεκτικής: Μία
Φιλοσοφική Θεώρηση, Τρίτη Έκδοση Επαυξημένη, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2000, σ. 41 κ.ε.
16 «Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς», H. Diels – W. Kranz, όπ.π., 2b 53.
17 «Καὶ πάντα κατ’ ἔριν γίγνεσθαι», όπ.π., 22b 8.
18 «Οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφόν ἐστιν ἓν πάντα εἶναι», όπ.π., 22b 50.
19 Χ. Θεοδωρίδης, Επίκουρος: Η Αληθινή Όψη του Αρχαίου Κόσμου, Αθήνα: Κέδρος, 1984, σσ. 40 -
41.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η πυθαγόρεια αριθμολογία

ορφικά και πυθαγόρεια μυστήρια