1 .Mίμησις:   ονομάζεται η αναπαράσταση ενός αισθητού πράγματος, γεγονότος ή προσώπου, πρόκειται   για ένα είδωλο των αισθητών όταν είναι ορατά ή ακούσματα. Η θεωρία της μιμήσεως είναι  προπλατωνική αντίληψη. Πρέπει, τώρα, να εξετάσουμε πως δικαιολογεί ο Αριστοτέλης την ποιητική δημιουργία, την προέλευση της τέχνης. Όπως στον Πλάτωνα έτσι και στον Αρι­στοτέλη η τέχνη είναι αποτέλεσμα μιμήσεως. Όλες οι τέχνες, κατ' αυτόν, «τυγχάνουν ούσαι μιμήσεις το σύνολον». Η έννοια της μιμήσεως στον Αριστοτέλη έχει ευρύτερο περιεχόμενο απ' ό,τι στον Πλάτωνα. Ο άνθρωπος, κατά τον φιλόσοφο, είναι ον «μιμητικώτατον»[16] και έτσι διαφέρει από τα άλλα ζώα. Η τάση για μίμηση στον άνθρωπο είναι φυσική («τότε γαρ μιμείσθαι σύμφυτον τοις ανθρώποις εκ παίδων»). Ο άνθρωπος όμως όχι μόνο από τη φύση του μιμείται, αλλά συγχρόνως με αυτή αποκτά τις πρώτες του γνώσεις και νιώθει αισθητική απόλαυση: «...και τας μαθήσεις ποιείται δια μιμήσεως τας πρώτος, και το χαίρειν τοις μιμήμασι πάντας».
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα χωρία του Αριστοτέλους η μίμηση δεν απο­τελεί αντιγραφή της εξωτερικής πραγματικότητας και του φυσικού κόσμου, ό­πως στον Πλάτωνα, αλλά μια προχωρημένη μορφή γνώσεως, που εκφράζει την πείρα της ζωής. Η τέχνη, κατά ταύτα, ως μίμηση στον Αριστοτέλη έχει ένα διδα­κτικό, γνωστικό και αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Ενώ ο Πλάτων δέχεται ότι η τέ­χνη μιμείται μόνον αισθητά που τα παρουσιάζει ως είδωλα των αισθητών, ο Α­ριστοτέλης ζητεί από την τέχνη να παρουσιάσει παραδείγματα γενικά και τύ­πους, οι οποίοι ενσαρκώνουν και εκφράζουν την ουσία και το νόημα της ζωής. Έτσι κάθε τέχνη είναι κατά τον Αριστοτέλη μίμηση.
Όπως λέγει και ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος «Και όμως η τέχνη δεν μιμείται ό,τι υπάρχει στη φύση, αλλά και δημιουργεί και πράγματα που δεν υπάρχουν στη φύση: «Όλως δε η τέχνη τα μεν επιτελεί ά η φύσις αδυνατεί απεργάσασθαι, τα δε μιμείται». Στη φύση όμως ανήκει και ο άνθρωπος, ο οποίος είναι αντικείμενο των σπουδαιότερων τεχνών, της ποιήσεως, της γλυπτικής και της μουσικής. Κατά τον Αριστοτέλη η τέχνη δεν έρχεται μόνον να παραστήση τα φαινόμενα, αλλά και να ανάδειξη την ουσία των πραγμάτων. Ο ποιητής αποδίδει τα πράγματα ή όπως ήταν ή είναι, ή όπως τα νομίζουν οι άνθρωποι, ή τέλος όπως πρέπει να είναι: Η αποστολή όμως της τέχνης είναι να παραστήσει  τα πράγματα όπως πρέπει να είναι: «οία είναι δε». Ως προς αυτό ο Αριστοτέλης είναι γνήσιος πλατωνικός. Δεν είναι έργον του ποιητού, λέγει ο Αριστοτέλης, να ειπεί  τι έγινε, αλλά τι έπρεπε να γίνει, δηλαδή ο ποιητής πρέπει να δώση όχι το ειδικό αλλά το γενικό και αναγκαίο. Τούτο ακριβώς οδηγεί τον Αριστοτέλη να ισχυρισθεί ότι η ποίηση είναι σπουδαιότερη και φιλοσοφώτερη από την ιστορία, γιατί η μεν ποίηση παρουσιάζει περισσότερο τα γενικά, η δε ιστορία τα ειδικά, τα καθ' έκαστον. Η ποίηση πρέπει κατά τον Αριστοτέλη να παρουσιάζει τους γενικούς τύπους και τις γενικές μορφές των ανθρωπίνων, ενώ η ιστορία είναι υποχρεωμένη να μείνει στα καθέκαστον»[

2.  Ηδονή: Ο Πλάτων διαχωρίζει α) την ηδονή από ορισμένο είδος ποιήσεως, β) την ηδονή την οποία προσλαμβάνει κάποιος από την ποίηση καθεαυτή, δηλαδή από την καλλιτεχνική συγκίνηση, γ) η καλλιτεχνική συγκίνηση προέρχεται  α[π την αίσθηση της αρμονίας και του ρυθμού που υπάρχουν έμφυτα στον άνθρωπο, δ) η αναγνώριση του αληθινού αντικειμένου της ποιήσεως εκ του μανθάνειν, ε)η ευχαρίστηση και η συμπάθεια , την οποία αισθάνεται κάποιος  όταν μεταφέρεται σε μία ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση διαφορετική από την δική του, πρόκειται για την οικεία ηδονή ,που προέρχεται από την μίμηση , και τα συναισθήματα του ελέου και του φόβου.
Ο μύθος αποτελεί την υπόθεση της τραγωδίας, την σειρά των πράξεων, και των παθημάτων που αποτελούν το περιεχόμενο του δραματικού έργου.
  3.Ο λόγος είναι το σχεδίασμα της τραγωδίας, ένας σκελετός με βάση τον οποίο εκτυλίσσεται η δράση. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον λόγο στην Ιφιγένεια του Αριστοτέλη.
4 .ΜΥΘΟΣ
Κατά τον Αριστοτέλη, ο μύθος είναι το σημαντικότερο πράγμα σε μια τραγωδία, η ψυχή. (“Αρχή μεν ουν και οίον ψυχή ο μύθος της τραγωδίας”).
Με τον όρο "μύθος" εννοεί αυτό που σήμερα λέμε υπόθεση του έργου και πλοκή(“η των πραγμάτων σύστασις”).
Κατά τον Αριστοτέλη, “η τραγωδία δεν είναι μίμηση ανθρώπων, αλλά μίμηση πράξης και ζωής. Η ευτυχία και η δυστυχία των ανθρώπων προέρχονται από τη δράση τους και ο σκοπός της ζωής είναι μια δραστηριότητα και όχι μια ιδιότητα. Οι μιμούμενοι, λοιπόν, δε δρουν για να μιμηθούν χαρακτήρες, αλλά περιλαβαίνουν τους χαρακτήρες για χάρη των πράξεων...”
 5. TO MΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ. Η τραγωδία πρέπει να έχει ορισμένο μέγεθος, με αρχή, μέση και τέλος. Να έχει ενότητα ύφους και περιεχομένου. Να έχει λογική συνοχή, η μία πράξη να οδηγεί στην άλλη και να είναι φανερές οι αιτίες για το κάθε τι που συμβαίνει.
Πολλά "τεχνάσματα" της σύγχρονης δραματουργίας δεν είναι παρά αντιγραφές από τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και από την "Ποιητική".Αναλόγως, ο Αριστοτέλης θεώρησε πως ο μύθος δομεί την ιστόρησιν ανεπιβεβαίωτων αλλά πατροπαράδοτων και ως εκ τούτου κοινής προσλήψεως ή διαχρονικής ισχύος περιγραφών και ερμηνει­ών, που ανταποκρίνονται σε πραγ­ματικά γεγονότα[i]. Βάσει των μυθικών στοιχείων διαμορφώνεται η κοινή γνώμη ή η γνώσις, συμφώνως προς τις οποίες σημασιοδοτούνται οι έννοιες είτε περί του «καλού» ή του «κακού» είτε περί του «δικαίου» ή του «αδίκου» και, εν τέλει, συγκροτούνται η οικογένεια και η πόλις[ii].
Κατά συνέπειαν, αφενός το αρχέτυπο του μυθικού ήρωα προ­ωθεί την διαλεκτική σύγ­κλισιν, μέσω της οποίας προσδι­ορίζεται και διαδίδεται η «αλήθεια»[iii], καθώς διά αυτής οργανώνεται η συνύπαρξις των «εκ φύσεως πολιτικών ζώων»[iv], που, εν ταυτοσημία, χαρακτηρίζονται ως τα πλέον «μιμητικά ζώα»[v]. Αφετέρου, όμως, το πρότυπο του τραγικού υβριστή επιτάσσει την απώθησιν της εγωιστικής αποκλίσεως, στην οποίαν προβαίνει καθεμία έλλογη ή έμψυχη και ενσυνείδητη μονάδα, προκειμένου να αποφεύγει τις πολιτιστικές απ­αγορεύ­σεις[vi] και να υπάρχει ωσάν ελεύθερο ή ως αντικαθεστωτικό και δεσποτικό άτομο, ακριβώς όπως ο -τοτεμικός- πατέρας της αρχέγονης ορδής[vii] αλλά και καθ­ένας μεταγενέστερος άρχων[viii] ή εξάρχων[ix].
Από την μίαν πλευρά, το μυθικώς δηλούμενο αποκα­λύ­πτει την συλλογική και ιδεολογική βάσιν, αναλόγως προς την οποίαν τεκμηριώνεται η ρεαλιστική στάσις περί της έλ­λογης ή της πο­λιτιστικής και κοινωνικοπολιτικής συστάσεως. Από την άλλη, το αυθ­­­­­­ορμή­τως υποδηλούμενο επικυρώνει την ατομική και έμπρακτη υπέρβασιν, αντιστοίχως προς την οποίαν προκύπτει η σουρεαλιστική έκστασις περί της άλογης ή προσωπικής και τραγικής αποστάσεως.
Ο Σταγειρίτης εξέλαβε την πλοκή των δραμάτων, δηλαδή την σύν­θεσιν όσων συμβαίνουν από σκηνής, ως ένα από τα «έξι μέρη της τραγωδίας», τα οποία αφορούν «στον μύθο και στα ήθη και στην λέξιν και στην διάνοια και στην όψιν και στην μελοποιία». Μάλιστα υπολόγισε πως «ο μύθος αποτελεί τον σκοπό της τραγωδίας, ο δε σκοπός σημαίνει το σπουδαιότατο όλων»[x].
Καθ’ ολοκληρίαν, είτε μέσω της εκ του μύθου διαδιδόμενης -κοινής- γνώμης είτε λόγω των εκ της μιμήσεως διδασκόμενων -πρώτων- γνώσεων[xi] είτε διά των παθών του ελέου και του φόβου περαίνεται «η κάθαρσις των τοιούτων παθημάτων»[xii]. Εν τινί τρόπω, άλλωστε, η τραγική αίσθησις και η αντίληψις προκαλούνται βάσει της ρεαλιστικής καταστάσεως, καθώς η έλλογη προσωπικότης προσ­­­λαμβάνει πληροφο­ρίες περί της αντικειμενικής πραγματικότητος, οι οποί­ες προέρχονται από το άλλο, και περί της υποκειμενικής προαιρέσεως, η οποία χαρακτηρίζει το εγώ.

 6.   ΟΨΙΣ: Ο Αριστοτέλης    διαιρεί τη μιμητική τέχνη σε δύο κατηγορίες: Στην τέχνη της μίμησης οπτικών εμφανίσεων με τη βοήθεια του χρώματος και του σχεδίου και στην τέχνη της μίμησης ανθρώπινων πράξεων με τη βοήθεια του στίχου, του τραγουδιού και του χορού. Υποθέτει ότι ο άνθρωπος ωθείται στη μίμηση είτε επειδή η αναγνώριση της μίμησης είναι ευχάριστη στον ίδιο ως λογικό ον (η αναγνώριση της μίμησης συνιστά ειδική μορφή μάθησης), είτε επειδή η μελωδία και ο ρυθμός είναι ευχάριστα και σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση.
Στο έργο του Ποιητική Τέχνη, ο Αριστοτέλης απαντά στις κατηγορίες που απευθύνει ο Πλάτωνας σε βάρος της ποίησης, ότι δηλαδή είναι υπεύθυνη για την καλλιέργεια των παθών και της διαταραχής της ψυχικής αρμονίας και της λογικής του πολίτη, προασπιζόμενος τον θεραπευτικό χαρακτήρα της τέχνης. Υποστηρίζει ότι αν εστιάσουμε στην άμεση παραφορά του κοινού από την ανακίνηση των παθών, πιθανόν θα θεωρήσουμε ότι η ποίηση είναι βλαβερή. Αν όμως εξετάσουμε τις βαθύτερες μετέπειτα ψυχολογικές επιπτώσεις αυτού του βιώματος, θα διαπιστώσουμε ότι ο θεατρόφιλος είναι σαν τον θρησκευόμενο που νιώθει εξαγνισμένος από τη συγκινησιακή ανακούφιση που του παρέσχε ο ποιητικός λόγος. Γι’ αυτό, μακροπρόθεσμα, είναι ο πιο νηφάλιος και ο πιο σοφός, αφού απαλλάσσεται κατά διαστήματα από τους συγκινησιακούς ερεθισμούς που φθείρουν το χαρακτήρα και το πνεύμα του, μέσω της βίωσης του "ελέου" και "φόβου" που επιφέρει την κάθαρση.
Ο θεατής καθαίρεται χάρη στην περίτεχνη μετουσίωση των οικείων σ’ αυτόν ανθρωπίνων πράξεων σε καλλιτεχνική δημιουργία από τον ποιητή. Επιπλέον, η δραματική ποίηση για τον Αριστοτέλη παρουσιάζει ανθρώπους με καθολική εμβέλεια, ικανούς να αποτελέσουν διαχρονικά πρότυπα ζωής, φορείς αξιών και εμπνευστές ιδανικών για τους θεατές.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΑνδριόπουλος, Δ. (2003). Κοινωνική φιλοσοφία, ηθική, ποιλιτική φιλοσοφία, αισθητική, ρητορική. Είκοσι πέντε ομόκεντρες μελέτες. Τόμοι Ι,ΙΙ. Παπαδήμας, Αθήνα.Δεσποτόπουλος, Κ., Αναγνωστόπουλος, Γ., Μαρκής, Δ., Αυγελής, Ν., Anton, J.P., Santas, G (2002). Πλάτων. Τόμοι Α΄- Β΄, Παπαδήμας, Αθήνα.Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρία. (1994). Αισθητική και θεωρία της τέχνης. Καρδαμίτσας, Αθήνα.Μπέρντσλεϋ, Μ. (1989). Η ιστορία των αισθητικών θεωριών [μετάφρ. Κούρτοβικ, Δ. – Χριστοδουλίδη, Π.]. Νεφέλη, Αθήνα.Τζαβάρας, Γ. (2007). Ανθολόγιο αισθητικής. Gutenberg, Αθήνα. Windelband, W., Heimsoeth, H. (1991). Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας – Η φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, η φιλοσοφία των ελληνιστικών και ρωμαϊκών
χρόνων. Τόμος Α΄. ΜΙΕΤ, Αθήνα.


[i]  Αριστοτέλους Μετά τα Φυσικά 1074b (μτφρ. Ν. Κυργιόπουλου), έκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, Αθήνα 1975.
[ii]  Αριστοτέλους Πολιτικά 1253a (μτφρ. Β. Μόσκοβη), έκδ. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα 1989.
[iii] Πλάτωνος Μένων 75D (μτφρ. Ε. Λαμπρίδη), έκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, Αθήνα 1975.
[iv]  Αριστοτέλους Πολιτικά 1278b, ό.π.
[v]   Αριστοτέλους Περί Ποιητικής 1448b, (μτφρ. Α. Γαληνού), έκδ. ΠΑ­ΠΥ­ΡΟΣ, Αθήνα 1975.
[vi]  S. Freud: Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας (μτφρ. Γ. Βαμβαλή), έκδ. ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1974, κεφ. III.
[vii]  S. Freud: Τοτέμ και Ταμπού (μτφρ. Στ. Φερεντίνου), έκδ. ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ, Αθήνα χχ.
[viii] Πρβλ. Αισχύλου Πέρσαι, στ. 73 (μτφρ. Β. Δημάρατου), έκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, Αθήνα 1975. 
[ix]  Πρβλ. Αριστοτέλους Περί Ποιητικής 1449a, ό.π.  
[x]   Αυτόθι, 1450a.
[xi]  Αυτόθι, 1448b.
[xii]  Αυτόθι, 1449b.





Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η πυθαγόρεια αριθμολογία

ορφικά και πυθαγόρεια μυστήρια