η συνείδηση ,ένας δρόμος αυτογνωσίας
Το καίριο και κύριο πρόβλημα της πιστεύουσας συνείδησης του σύγχρονου ανθρώπου είναι το δίλημμα: θρησκεία ή ελευθερία; Αφού η κεντρική ιδέα της θρησκείας είναι η ενότητα, τότε η ελευθερία ως κεντρόφυγος δύναμη αντιτίθεται σε αυτήν. Δυο εντελώς αλλιώτικες επιλογές διαφοροποιούν τον άνθρωπο σε δύο τύπους. Από την μια ο παραδοσιακός άνθρωπος του αρχαίου προχριστιανικού κόσμου και του εκχριστιανισμένου μεσαιωνικού κοσμοειδώλου. Από την άλλη πλευρά ο νεωτερικός άνθρωπος του μοντέρνου πολιτισμού της Δυτικής Ευρώπης με την Αναγέννηση (ανθρωπισμός, διαφωτισμός) που έχει αποβεί σήμερα πια παγκοσμιοποιημένος, πλανητικός κι οικουμενικός.
Στο παραδοσιακό κοσμοείδωλο προτιμάται η ενότητα, προκρίνεται η ολότητα
(ολισμός), τονίζεται η καθολικότητα και εξαίρεται η συλλογικότητα μαζί με την
κοινωνικότητα, την μαζικότητα ή την κοινότητα. Γι' αυτό κάθε προαναγεννησιακή
και εξωευρωπαϊκή παράδοση είναι θρησκευτική και κοινωνική. Στον νεωτερικό
πολιτισμό αντιθέτως επιλέγεται η ατομικότητα αντί της συλλογικότητας,
προτιμάται η κοσμικότητα στη θέση της θρησκευτικότητας και επιχειρείται η
χειραφέτηση του ανθρώπου από κάθε είδους δεσμά και δεσμούς. Έτσι, στην θρησκεία
απομένει πια μόνο το περιθώριο και η περιφέρεια ως τόπος και τρόπος επιβίωσης
μέσα σε νεωτερικές συνθήκες ζωής (εκκοσμίκευση).
Ο μεσαιωνικός άνθρωπος λέγει «ναι» στην θρησκεία και «όχι» στην ελευθερία.
Θεωρεί ότι η ευτυχία του συνίσταται στην ενότητα του με το άλλο του (θείο,
ανθρώπινο, κοινωνικό, συμπαντικό) και στο όλο που τον περιβάλλει (θρησκεία,
κοινωνία, φύση), αλλά όχι στην ελευθερία του από το άλλο ούτε στην χειραφέτηση
του από το όλο. Ο μοντέρνος άνθρωπος απαντά «ναι» στην ελευθερία και «όχι» στην
θρησκεία. Η ευτυχία του αποτελεί συνάρτηση της βιοτικής ευημερίας και της
ατομικής ελευθερίας κυρίως, τα δίδυμα δώρα της τεχνικής και της πολιτικής, που
χαρίζουν οι διόσκουροι της επιστήμης και της ιδεολογίας. Στον προαναγεννησιακό
κόσμο ισχύει η ανελεύθερη θρησκεία, δηλαδή η πρόταξη της ενότητας σε βάρος της
ελευθερίας. Στον μεταναγεννησιακό πολιτισμό όμως επικρατεί η άθρησκη ελευθερία,
αφού στον βωμό της ατομικής χειραφέτησης θυσιάζεται η ενότητα κάθε δεσμού
(religio) που ενσαρκώνεται πρωταρχικά από την θρησκεία.
Κάθε αναζήτηση της χαμένης ενότητας και όποια νοσταλγία «χαμένου κέντρου» ή
«απολεσθέντος παραδείσου», όπως συμβαίνει στον ρομαντισμό παλιότερα ή στην «νέα
πνευματικότητα» (New Age) σήμερα, θα συνεπιφέρει την ανάδυση μιας κάποιας
μορφής θρησκείας, όχι απαραίτητα χριστιανικής ή μονοθεϊστικής, οπωσδήποτε όμως
εξωχριστιανικής ή πολυθεϊστικής («κελτικός χριστιανισμός», «αρχαιολατρία»,
«νεοπαγανισμός»). Το δίλημμα «ενότητα ή ελευθερία» οδηγεί στην πόλωση «θρησκεία
ή ελευθερία» και καταλήγει στο σταυροδρόμι: ανελεύθερη θρησκεία ή άθρησκη
ελευθερία;
Η παράδοση δεν είναι παράδεισος! Δουλεία και εθελοδουλία, ανισότητα των δύο
φύλων και αυταρχισμός στην σχέση των γενεών είναι μερικοί δείκτες της
ανεπάρκειας κάθε ρομαντικής ή νεοθρησκευτικής επιστροφής στην φύση, στο θείο ή
στον λαό (ρωμαιοκαθολικός νεοθωμισμός, προτεσταντικός ευσεβισμός, ελλαδική
νεορθοδοξία, ρωσική σλαβοφιλία, εβραϊκή ορθοδοξία, ισλαμικός φονταμενταλισμός
κ.λπ.). Το θεμελιώδες υπαρξιακό αίτημα του σημερινού ανθρώπου είναι κατιτί άλλο
πέρα από την ανελεύθερη θρησκεία του προνεωτερικού παρελθόντος και μακριά από
την άθρησκη ελευθερία του νεωτερικού παρόντος. Πρόκειται για την διαλεκτική
σύνθεση θρησκείας και ελευθερίας του μετανεωτερικού μέλλοντος που είναι κοινό
για όλη την ανθρωπότητα πια.
Η ανάγκη του ανθρώπου των καιρών μας δεν είναι απλώς η ύπαρξη, αλλά κυρίως
η συνύπαρξη με το άλλο και το όλο. Δεν αρκεί η ατομική επιβίωση, αλλά
χρειάζεται η συμβίωση του εγώ με το άλλο. Ο λόγος καλείται να λειτουργήσει ως
διάλογος του εγώ με το εσύ στον ορίζοντα του εμείς, κι όχι σαν εριστικός
αντίλογος, ούτε βέβαια σαν αυτιστικός μονόλογος. Πώς μπορεί να δοθεί βιώσιμη
διέξοδος σε αυτό το υπαρξιακό αδιέξοδο της εποχής μας είναι το πρώτο,
πρωταρχικό και πρώτιστο μέλημα κάθε ορθοδοξίας που φιλοδοξεί να είναι, να
φαίνεται και να φέρεται με τρόπο όντως ορθόδοξο, ώστε να δικαιώνει το όνομα της
μέσα στην πράξη κι όχι απλώς να διεκδικεί τον ιστορικό της τίτλο ή να μάχεται για
την πολιτειοκρατική της πρωτοκαθεδρία.
4. Κοινωνία και επικοινωνία
Η θεολογία αναφέρεται στην ανθρωπολογία με την έννοια του προσώπου. Ο
άνθρωπος δεν θεωρείται ότι είναι άτομο, αλλά εκλαμβάνεται ως πρόσωπο. Μεταξύ
των δύο αυτών εννοιών (πρόσωπο-άτομο) υπάρχει μόνο ένα κοινό στοιχείο:
αναφέρονται σε μια μονάδα, μια μόνο ύπαρξη, π.χ. καθένας μας γεννιέται ως
άτομο.
Το πρόσωπο και το άτομο διαφέρουν σε όλα τα άλλα. Ο άνθρωπος ως άτομο μένει
άσχετος, δεν αισθάνεται την ανάγκη να σχετισθεί με άλλες υπάρξεις, το Εγώ μένει
κλεισμένο στον Εαυτό του και δεν αναφέρεται στο Άλλο του. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο
σχετίζεται οπωσδήποτε, το Εγώ επι-κοινωνεί με το Άλλο του, ο Εαυτός μας είναι η
σχέση του Εγώ μας προς το Άλλο μας. Ποτέ δεν βρίσκουμε την ταυτότητα μας μόνοι,
αλλά πάντοτε σε σχέση με το Άλλο μας.
Στην θεία ευχαριστία, που είναι το πιο θεμελιώδες μυστήριο της Εκκλησίας
και εύστοχα επονομάζεται «θεία κοινωνία», επέρχεται η καλή αλλοίωση κι έτσι ο
άνθρωπος θεραπεύεται από την αλλοτρίωση. Οι άνθρωποι κοινωνούν και επικοινωνούν
μέσα στην Εκκλησία, συνέρχονται (συγκεντρώνονται) «επί το αυτό» (για κοινό
σκοπό), γίνονται ένα, το Εγώ επικοινωνεί με το Άλλο του, θείο και ανθρώπινο,
προσωπικό και διαπροσωπικό, ατομικό και συλλογικό, πνευματικό και υλικό μαζί.
Το ψωμί και το κρασί, ο άρτος και ο οίνος, μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα
Χριστού. Τα φυσικά στοιχεία «αλλοιώνονται», γίνονται «αλλοία», αλλιώτικα,
διαφορετικά. Οι πιστοί κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων, Σώμα και Αίμα Χριστού,
στη μορφή του άρτου και του οίνου, κι έτσι μετέχουν της ζωής του Θεού. Βγαίνουν
από το μοναχικό κι αλλοτριωμένο Εγώ τους για να γίνουν όχι αλλότριοι, ξένοι με
τον εαυτό τους, αλλά «αλλοίοι», δηλαδή αλλιώτικοι.
Η αρχέγονη χριστιανική θεολογία ονόμαζε την θεία ευχαριστία «φάρμακον
αθανασίας», εννοώντας ότι δια της θείας κοινωνίας ενσαρκώνεται η ανθρώπινη
κοινωνία ως επικοινωνία και συμ-μετοχή. Αντί για την αλλοτρίωση επισυμβαίνει η
αλλοίωση: το Εγώ γίνεται ένα με το Άλλο του, αλλοιώνεται αντί να αλλοτριώνεται.
Έτσι σώζεται ο άνθρωπος, δηλαδή γίνεται «σώος», που θα πει ολόκληρος, ακέραιος,
ατόφιος, χωρίς κομματιάσματα, θραύσματα, αποσπάσματα και τεμαχίσματα, διχόνοιες
και διαζύγια, χωρισμούς και σχιζοφρένειες.
Η παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας κάνει λόγο για την αλλοτρίωση και την
«καλή αλλοίωση» του ανθρώπου χρησιμοποιώντας βέβαια τη θεολογική ορολογία της
εποχής της. Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος περιέγραφε την κόλαση ως ένα τρόπο ζωής, κι
όχι βέβαια σαν κάποιο τόπο φοβερής τιμωρίας, με δήθεν καζάνια που «βράζουν»
αμαρτωλούς. Τέτοιες εικόνες είναι ανύπαρκτες στην Ορθοδοξία, η οποία αγνοεί το
«καθαρτήριο πυρ», τις αξιομισθίες και τα «συγχωροχάρτια».
Κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην μπορείς να αγαπάς. Στον Μακάριο τον
Αιγύπτιο κόλαση είναι να μην μπορείς να βλέπεις τον άλλον άνθρωπο πρόσωπο με
πρόσωπο. Οι κολασμένοι θεωρούνται ότι κάθονται έχοντας γυρισμένη την πλάτη τους
ο ένας στον άλλον. Κόλαση δεν είναι τόπος τιμωρίας αλλά τρόπος ακοινωνησίας,
δηλαδή να ζεις χωρίς να επικοινωνείς. Κόλαση είναι η κοινωνία χωρίς επικοινωνία
ανθρώπινη, προσωπική, υπαρξιακή.
Η διαμεσολάβηση των τεχνικών μέσων στην μετάδοση του μηνύματος της
Εκκλησίας είναι πράξη αντιεκκλησιαστική, παρόλο που εμφανίζεται σαν δήθεν
υπερ-εκκλησιαστική. Τα φαινόμενα συχνά-πυκνά απατούν: ό,τι λάμπει δεν είναι
πάντα χρυσός! Η ορθόδοξη αυθεντική εκκλησιαστικότητα είναι αδιαμεσολάβητη,
αυτοπρόσωπη, φυσική, προσωπική κι άμεση συμμετοχή, χωρίς ποτέ να καταντά
διαμεσολαβημένη τεχνική και τεχνητή παρουσία.
Ανάμεσα στην σχέση και στην σχάση υπάρχει η διαφορά ενός μόνο γράμματος.
Στην τρίτη θέση της πρώτης κιόλας συλλαβής γράφουμε το -ε- αντί για το -α- κι
έτσι η σχέση γίνεται σχάση ή αντίστροφα. Όμως ανάμεσα τους χάσκει μια άβυσσος
που υπερβαίνει κατά πολύ την διαφορά ενός γράμματος. Τι είναι σχέση γνωρίζουμε
λίγο-πολύ όλοι μας περίπου.
Λέγοντας σχάση εννοούμε τον χωρισμό, την διάσπαση, την διαίρεση, τον
διαχωρισμό, το διαζύγιο. Χρησιμοποιούμε μάλιστα τον όρο «σχάση» στην πυρηνική
φυσική εννοώντας την διάσπαση του ατόμου («σχάση του πυρήνα»). Πολύ παραπέρα
όμως ο όρος «σχάση» δηλώνει το ακριβώς αντίθετο της έννοιας «σχέση». Με μια
λέξη λοιπόν «σχάση» είναι το αντίθετο της σχέσης σε κάθε επίπεδο, φυσικό και
μεταφυσικό, επιστημονικό ή φιλοσοφικό. Εμείς εδώ θα μείνουμε και θα επιμείνουμε
στην μεταφυσική σημασιοδότηση της σχάσης που δηλώνει τον χωρισμό, την διάσπαση,
την διάζευξη και την διαίρεση.
Τι είναι ζωή; Πώς μπορούμε να ορίσουμε το φαινόμενο της ζωής; Σε μια τέτοια
ερώτηση θα αποτολμούσαμε μιαν απάντηση που ανταποκρίνεται στα δεδομένα της
επιστήμης και της φιλοσοφίας, της βιολογίας και της οντολογίας. Η ζωή είναι η
σχέση. Το γεγονός της ζωής ορίζεται, καθορίζεται και προσδιορίζεται από την
σχέση. Ζωή ίσον σχέση!
Για όποιον αμφιβάλλει ή δυσπιστεί, δεν έχουμε παρά να τον παραπέμψουμε στα
δεδομένα της επιστήμης. Ισχυριζόμαστε ότι ένα έμβιο ον, άνθρωπος ή μη, ζει
εφόσον ανταλλάσσει ενέργεια με το περιβάλλον του, δηλαδή εάν και μόνον εάν
σχετίζεται με το περιβάλλον του, με το άλλο του. Ο σφυγμός, η αναπνοή και η
θερμότητα αποτελούν δείγματα και τεκμήρια της ζωής. Όλα αυτά όμως δεν κάνουν
άλλο παρά να δηλώνουν την σχέση του όντος με το περιβάλλον του που προσμετράται
με αντικειμενικά, μετρήσιμα και παρατηρήσιμα στοιχεία (σφυγμός, θερμότητα
κ.λπ.).
Ανάλογα ισχύουν όχι μόνο στο φυσικό-επιστημονικό αλλά και στο
μεταφυσικό-φιλοσοφικό πεδίο. Κάθε έμβιο ον, και μάλιστα ο άνθρωπος, δεν είναι
άλλο παρά η ενότητα σώματος και ψυχής, που σημαίνει την σχέση του ένυλου και
του άυλου μορίου της ανθρώπινης οντότητας. Η σχέση κάνει την ζωή: λέμε ότι ζει
κάποιος εάν, όσον και εφόσον σχετίζεται η ψυχή με το σώμα του, επικοινωνεί το
ένυλο με το άυλο μόριο του. Η ζωή σχετίζει το άτομο με την κοινωνία, τον
άνθρωπο με τον συνάνθρωπο του, τόσο τον φυσικό όσο και τον κοινωνικό. Η σχέση
σημαίνει την ζωή!
Το αντίθετο της ζωής λέγεται θάνατος. Το αντίθετο της σχέσης είναι η σχάση.
Αν δεχθούμε ότι η ζωή και η σχέση αποτελούν συνώνυμα, τότε μπορούμε πια να
συμφωνήσουμε ότι ο θάνατος και η σχάση είναι ταυτόσημα. Όση απόσταση χωρίζει
την ζωή από τον θάνατο, ακριβώς τόσο διάστημα παρεμβάλλεται ανάμεσα στην σχέση
και στην σχάση.
Η διαφορά τους είναι ουρανομήκης. Σχέση και σχάση απέχουν παρασάγγας. Η ζωή
είναι σχέση, ενότητα, συναίρεση και συνάντηση, αρμονία διαφορών και σύνθεση
αντιθέσεων. Ο θάνατος είναι σχάση, χωρισμός και διαχωρισμός, διαίρεση και
δυσαρμονία, αναίρεση της ενότητας και άρνηση της σχέσης.
«Να ζει κανείς ή να μη ζει» είναι το δίλημμα ανάμεσα στην ζωή και στον
θάνατο που μεταφράζεται πια στο δίλημμα «σχέση ή σχάση». Το να ζεις σημαίνει να
σχετίζεσαι. Το να πεθάνεις σημαίνει να μη σχετίζεσαι. Άμα πάψεις να σχετίζεσαι,
τότε πεθαίνεις οντολογικά και βιολογικά, φυσικά και μεταφυσικά.
Ο άνθρωπος δεν ζει επειδή αναπνέει, αλλά επειδή σχετίζεται. Δεν ζούμε για
να αναπνέουμε, αλλά για να σχετιζόμαστε, δηλαδή για να αγαπάμε και για να
αγαπιόμαστε. Η σχέση είναι που κάνει την ζωή κι όχι βέβαια η αναπνοή ούτε η
επιτέλεση όποιας βιολογικής ή οργανικής λειτουργίας του σώματος μας. Μπορεί
κανείς να είναι σαν ζωντανός νεκρός, αν ζει χωρίς σχέση, δίχως αγάπη,
επικοινωνία, ενότητα και αρμονία με το άλλο του.
Η σχέση μεταφράζεται σε αγάπη, σε έρωτα, σε ενότητα, σε επικοινωνία και
άλλους παρόμοιους όρους που δηλώνουν καθένας με διαφορετικό τρόπο την ίδια
ακριβώς πραγματικότητα, που είναι η σχέση. Το ακριβώς αντίθετο σημαίνεται με
τον όρο σχάση, που είναι η άρνηση της σχέσης, η απουσία αγάπης, η στέρηση του
έρωτα, η έλλειψη της ενότητας, η ανυπαρξία επικοινωνίας κ.λπ.
Μία τέτοια προσωπική μεταφυσική ενέχει αξιοπρόσεκτες συνέπειες για την
διαμόρφωση της καθημερινότητας μας. Μερικές από αυτές τις συνέπειες θέλουμε να
υπενθυμίσουμε ενδεικτικά μόνο και διόλου εξαντλητικά βέβαια.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι ο άνθρωπος δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος
συνυπάρχει. Αυτό που προηγείται δεν είναι η ύπαρξη του ατόμου, αλλά η συνύπαρξη
του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του. Προηγείται η συνύπαρξη και έπεται η
ύπαρξη. Πρώτα συνευρίσκονται δύο εντελώς διαφορετικές ατομικές υπάρξεις (μια
θηλυκή και μια αρσενική) και σχετίζονται με τον πιο άμεσο, τον πιο στενό, τον
πιο σωματικό τρόπο, γίνονται κυριολεκτικά «εις σάρκα μίαν», και έπειτα ως
αποτέλεσμα μιας τέτοιας σχέσης έρχεται στο φως μια ύπαρξη νέα. Έτσι λοιπόν η
ίδια η ζωή μάς διδάσκει ότι η συνύπαρξη προηγείται και ακολουθεί η ύπαρξη.
Προηγείται η συνύπαρξη και έπεται η ατομική ύπαρξη. Η σχέση δίνει ζωή, αφού η
σχέση συνιστά την συνύπαρξη που γεννά την ύπαρξη.
Η συνύπαρξη είναι η ύπαρξη της ύπαρξης. Χωρίς την συνύπαρξη δεν γεννιέται
ποτέ καμιά ύπαρξη σε τούτο τον κόσμο, εκτός βέβαια από την εξαίρεση της
παρθενογένεσης, που όμως πάντα παραμένει εξαίρεση κι όχι βέβαια κανόνας. Η
συνύπαρξη δίνει ύπαρξη: αν δεν συνευρεθούν δυο εντελώς διαφορετικές οντότητες,
ποτέ δεν γεννιέται μια καινούργια ύπαρξη.
Η σχέση ως συνύπαρξη δίνει ύπαρξη στην ύπαρξη. Άρα ο λόγος ύπαρξης κάθε
ύπαρξης είναι η συνύπαρξη, δηλαδή η σχέση. Τίποτα δεν υπάρχει μόνο του. Κάθε τι
συνυπάρχει με το άλλο του, το διαφορετικό, το αλλιώτικο του: το αρσενικό με το
θηλυκό, το ένυλο με το άυλο, το σώμα με την ψυχή, η ύλη με το πνεύμα, το
οργανικό με το ανόργανο, το έμβιο με το άβιο, ο άνθρωπος με τον κόσμο, το
φυσικό με το υπερφυσικό, το θείο με το ανθρώπινο κ.ο.κ.
Η ύπαρξη είναι συνύπαρξη, αλλιώτικα καταντά ανύπαρκτη. Η σχέση κάνει την
ζωή. Η σχάση κάνει τον βίο αβίωτο. Ο άνθρωπος γεννιέται από ανθρώπους και όχι
από άνθρωπο, από έναν άνθρωπο, έστω και σπουδαίο ή μοναδικό, μεγάλο ή
διακεκριμένο άνθρωπο. Κανένας άνθρωπος μόνος του δεν φέρνει ζωή στον κόσμο, όσο
μεγάλος κι αν είναι, παρά μόνο αν συνευρεθεί, συνυπάρξει και ενωθεί, σχετισθεί
προσωπικά, σωματικά, στενά κι απόλυτα με έναν άλλον άνθρωπο, μιαν εντελώς άλλη
κι αλλιώτικη ατομική ύπαρξη, διαφορετικού φύλου, τότε και μόνο τότε μπορεί να
γίνει γόνιμος, δηλαδή να δώσει γόνο και απόγονο, να γεννήσει ή να «τίκτει», να
δίνει δηλαδή «τόκον».
Ο μόνος είναι άγονος, ακόμα κι αν είναι μοναδικός σε όλη την οικουμένη
υφήλιο. Η μόνωση, η μοναξιά και η απομόνωση είναι καταδικασμένες στην
ανυπαρξία, στην απουσία ζωής, στην μη μονιμότητα και στον θάνατο. Αυτή είναι η
σχάση: η αναίρεση της σχέσης, η άρνηση της ζωής, η απάρνηση της ύπαρξης που
σημαίνεται στην συνύπαρξη. Έτσι λοιπόν, η ύπαρξη είναι συνύπαρξη, αλλιώς είναι
ανύπαρκτη.
Η αυθύπαρκτη ύπαρξη είναι ανύπαρκτη, αφού μένει άγονη και άτεκνη, δίχως
γέννημα ζωής, χωρίς τόκο και γόνο. Ποτέ δεν αρκεί ένας μοναχός άνθρωπος για να
'ρθει στο φως άλλος άνθρωπος, μα οπωσδήποτε χρειάζονται δύο άνθρωποι, διπλά
διαφορετικοί, τόσο στην ατομικότητα τους (Α και Β) όσο και στο φύλο τους (άρρεν
και θήλυ).
Το Εγώ πρέπει να συνευρεθεί και να σχετισθεί με το Άλλο του, χρειάζεται το
αντίθετο του, κι όχι απλά το κάπως διαφορετικό του: το αρσενικό με το θηλυκό.
Ποτέ δεν γεννούν κατιτί καινούργιο, μιαν ακόμα ύπαρξη σε αυτόν τον κόσμο, δυο
όμοιες ανθρώπινες υπάρξεις, π.χ. δυο αρσενικά ή δυο θηλυκά άτομα. Μπορεί να
Βιώνουν την ενότητα στον έρωτα τους, αλλά δεν γεννούν, δεν δημιουργούν το
καινούργιο, το «καινό», το εντελώς άλλο. Ο ομόφυλος έρωτας είναι καταδικασμένος
στην ατέλεια: παραμένει ημιτελής στην απόπειρα της σχέσης, αφού αδυνατεί να
κυοφορήσει το εντελώς άλλο, το καινούργιο, δεν μπορεί να γεννήσει άλλη ύπαρξη.
Ο ετερόφυλος έρωτας διαθέτει την ευχέρεια της καρποφορίας κι έτσι μοιάζει
να 'ναι ολοκληρωμένος στην προσπάθεια του ανθρώπου να σχετισθεί με το άλλο του
και να υπερνικήσει την σχάση του, είτε την σχάση της προσωπικότητας του είτε
την σχάση των σχέσεων του με το κοινωνικό ή το φυσικό περιβάλλον του. Αρκεί
βέβαια η Βιολογική σχέση να συνοδεύεται με την οντολογική σχέση και την
υπαρξιακή συσχέτιση των δυο ατομικών οντοτήτων που συνευρίσκονται.
Το Εγώ χρειάζεται να αυτοκαταργηθεί, να πραγματοποιήσει την αυθυπέρβαση της
ατομικότητας του, δηλαδή να αυτοθυσιασθεί με εκούσια, ελεύθερη και συνειδητή
πρωτοβουλία του ανθρώπου. Κι αυτό με έναν συγκεκριμένο σκοπό: προκειμένου να
συνευρεθεί, να συσχετισθεί και να σχετισθεί το Εγώ με το Άλλο του, ο άνθρωπος
με τον συνάνθρωπο, το αρσενικό με το θηλυκό του, το άτομο με την κοινωνία, ο
άνθρωπος με την φύση, το ενδοκοσμικό με το υπερβατικό, το κτιστό με το άκτιστο,
το φυσικό με το υπερφυσικό κ.λπ. Αν δεν αυτοθυσιασθεί ελεύθερα, εκούσια και
συνειδητά το Εγώ, ποτέ δεν θα βιωθεί το Άλλο του κι η σχέση μαζί του.
Μόνο εάν κι όταν χαθεί το άτομο, τότε μόνο θα αναστηθεί ο άνθρωπος. Το Εγώ
είναι ο σπόρος, και ο άνθρωπος είναι ο καρπός του. Πρέπει να ταφεί Βαθιά μέσα
στην γη ο σπόρος του Εγώ για να μπορέσει να αναστηθεί ο άνθρωπος, πρέπει δηλαδή
να θανατωθούν ο εγωισμός, η φιλαυτία, η εγωπάθεια, η ιδιοτέλεια, ο ατομικισμός
και ο εγωκεντρισμός. Αν δεν αυτοθυσιασθείτο άτομο, δεν θα ζήσει ποτέ ο άνθρωπος
ζωή αληθινή. Γιατί ζωή θα πει σχέση, κοινωνία και επι-κοινωνία, μετοχή και
συμ-μετοχή, ενότητα και αρμονία, σύνθεση αντιθέσεων, έρωτας κι αγάπη.
Δεν κάνει ο άνθρωπος τον άνθρωπο, αλλά οι άνθρωποι είναι που κάνουν τον
άνθρωπο, καθέναν νέο άνθρωπο. Αρκεί να σχετισθούν δυο άνθρωποι κάτω από τον
ήλιο ή στο φεγγάρι, υπεραρκεί να συνευρεθούν δυο εντελώς αντίθετες ατομικότητες
με τον στενότερο, προσωπικότερο και σωματικότερο τρόπο, για να δει το φως του
κόσμου μια καινούργια ύπαρξη.
Η αυθυπαρξία είναι ανυπαρξία. Κανένας δεν υπάρχει. Καθένας συνυπάρχει. Ό,τι
υπάρχει δεν υπάρχει, αλλά συνυπάρχει. Το αυθύπαρκτο είναι ανύπαρκτο. Υπαρκτό
είναι μόνο το συνυπαρκτό. Ζω σημαίνει σχετίζομαι. Υπάρχω άρα συνυπάρχω!
Ένα υπαρξιακό δίλημμα της Βιοτής μας είναι και τούτο: «κενό ή καινό»; Από
τη μια πλευρά Βιώνουμε καθημερινά το κενό που χάσκει στην ζωή μας, την
ανυπαρξία νοήματος και την απουσία σημασίας στα πράγματα που μας περιβάλλουν.
Από την άλλη πάλι πλευρά αναζητούμε το «καινό», το καινούργιο, το κάτι άλλο, το
εντελώς αλλιώτικο που θα αλλάξει τον Βίο μας, θα νοηματοδοτήσει την ζωή μας και
θα σημασιοδοτήσει την Βιοτή μας έτσι που να μη ζούμε πια έναν αβίωτο Βίο. Το
πέρασμα από το κενό στο καινό ταυτίζεται με την μετάβαση από τον θάνατο στην
ζωή, από την σχάση στην σχέση, από την ύπαρξη στην συνύπαρξη. Η αυθύπαρκτη
ύπαρξη είναι το κενό, το μηδέν, το χάος που μας περιβάλλει και μας απειλεί με
την ερεβώδη παρουσία του. Το καινό σημαίνεται με την συνύπαρξη, με την
εγκαθίδρυση σχέσεων, με την αναίρεση της σχάσης, δηλαδή με την έξοδο από την
μοναξιά, την μόνωση και την απομόνωση.
Η σχέση είναι εκείνη που κάνει τον «έτερο» να γίνεται «εταίρος». Καθένας
θεωρείται ότι είναι ο «έτερος», ο Άλλος, το αλλιώτικο ον, το διαφορετικό κι
αντίθετο μας ίσως, σε πάμπολλες περιστάσεις. Όμως το πρόβλημα της ζωής μας
είναι πως ο «έτερος» θα γίνει «εταίρος», δηλαδή φίλος, οικείος, δικός μας,
άνθρωπος μας! Η σχάση συνίσταται σε αυτό ακριβώς: ο «έτερος» παραμένει πάντα
«έτερος», δηλαδή Άλλος, και ποτέ δεν μεταστρέφεται σε «εταίρο», οικείο, φίλο
μας, δικό μας. Αν δεν συμφιλιωθούμε κι αν δεν εξοικειωθούμε με το Άλλο μας,
ποτέ και με κανέναν τρόπο δεν θα ανακαλύψουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Το Άλλο
είναι ο καθρέπτης του Εγώ μας.
Ο «έτερος» είναι ο σωσίας μας και ο σωτήρας μας. Μόνο όταν ο «έτερος» γίνει
«εταίρος», τότε θα σωθούμε, γιατί τότε μόνο, με αυτόν τον τρόπο, θα γίνουμε
σώοι, ακέραιοι, ατόφιοι, ολάκεροι κι ολόκληροι, χωρίς κατακερματισμούς, σχάσεις
και διασπάσεις. Μόνο στην σχέση με το Άλλο μου Βιώνεται η ζωή μου.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε κι άλλο ακόμα και να θυμίσουμε μερικές ακόμα
πραγματικότητες, παράγωγα αυτής της σχεσιακής μεταφυσικής. Παραιτούμεθα όμως
από ένα τέτοιο εγχείρημα για πολλούς λόγους. Πρώτα απ' όλα έχουμε κάνει λόγο
γι' αυτά τα θέματα αναλυτικότερα σε άλλα δημοσιεύματα52 κι έτσι
περιττεύει κάθε φλύαρη μνεία σε αυτό εδώ το σημείο. Έπειτα συνηγορεί κι άλλος,
ουσιωδέστερος λόγος: καθένας μπορεί μόνος του να συναγάγει παραπέρα συνέπειες
της προσωπικής αυτής μεταφυσικής, αρκεί να ρίξει μια μόνο αλλά προσεκτική
πάντως ματιά στην ζωή ολόγυρα του, και προπάντων στην δική του προσωπική 6ιοτή,
για να διαπιστώσει την όποια αλήθεια τυχόν εμπεριέχουν οι προηγούμενες
στοχαστικές διατυπώσεις.
Έτσι θα καταλάβει καθένας μας γιατί η Παλαιά Διαθήκη πιστεύει πως «κραταιά
ως θάνατος αγάπη».53 Ο θάνατος χωρίζει κι η αγάπη ενώνει, ο
ένας φέρνει την σχάση κι η άλλη οδηγεί στην σχέση. Κι ο Φρόυντ θα 'ρθει στον
μεσοπόλεμο του αιώνα μας να προβάλει τον απόλυτα κατανοητό ισχυρισμό του: «Ο
έρωτας και η ανάγκη έγιναν οι γονείς του ανθρώπινου πολιτισμού... Η πολιτιστική
εξέλιξη πρέπει να μας δείξει τον αγώνα ανάμεσα στον έρωτα και στον θάνατο,
ανάμεσα στην ορμή της ζωής και στην ορμή της καταστροφής, και τον τρόπο της
διεξαγωγής του μέσα στο ανθρώπινο είδος. Αυτός ο αγώνας είναι το ουσιαστικό
περιεχόμενο της ζωής».54 Έτσι πάλι νιώθουμε την αλήθεια που
καταμαρτυρεί κάποιο ασκητικό κείμενο της ανατολικής χριστιανοσύνης: «η αγάπη
γλυκύτερα της ζωής εστί».55 Κι ο Ντοστογιέφσκι σχολιάζει: «Η αγάπη
είναι ανώτερη από την ζωή, η αγάπη είναι το στεφάνι της ζωής».56