H  λαϊκή βούληση βούληση ως νομική και ηθική κατηγορία.

Δηλαδή θα εξετάσουμε και θα διευκρινίσουμε  πως ο J.J Rousseau αντιμετωπίζει την  διακυβέρνηση ως ανώτατη διοίκηση , η οποία πιστοποιεί την νόμιμη άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, και ηγεμόνα ή εκτελεστικό όργανο, τον άνθρωπο ή το σώμα που είναι επιφορτισμένο με αυτή τη διοίκηση.[1]Η κυβέρνηση είναι ένα σώμα ενδιάμεσο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους πολίτες και την κυρίαρχη εξουσία, για να εξασφαλίσει την αμοιβαία ανταπόκρισή τους επιφορτισμένο με την εκτέλεση των νόμων, και  την διατήρηση της ελευθερίας, τόσο της αστικής όσο και της πολιτικής. Τα μέλη του σώματος αυτού, ονομάζονται κυβερνητικά σώματα ή βασιλιάδες, και ολόκληρο το σώμα φέρει την ονομασία του ηγεμόνος ( εξουσιαστικής δύναμης) Έτσι όσοι υποστηρίζουν ότι δεν είναι συμβόλαιο ή πράξη με την οποία ένας λαός υποτάσσεται σε αρχηγούς έχουν πολύ δίκιο. Δεν είναι η πράξη αυτή παρά μία εντολή, ένα πρόσταγμα, με το οποίο απλοί  υπάλληλοι
του κυρίαρχου λαού, ασκούν στο όνομά του την εξουσία που τους έχει αναθέσει και την οποία μπορεί να περιορίζει, να τροποποιεί, και να παίρνει πάλι πίσω όταν του αρέσει, αφού η αλλοτρίωση ενός τέτοιου δικαιώματος είναι ασυμβίβαστη με τη φύση του κοινωνικού σώματος και αντίθετη με τον σκοπό της συμβάσεως.[2]
του συμβολαίου έγκειται λοιπόν στο ότι μετατρέπει το απομονωμένο άτομο, σε νομικό πρόσωπο, τα δικαιώματα του οποίου αναγνωρίζονται και προστατεύονται .Ως νομική και ηθική κατηγορία,η γενική βούληση, εκφράζει απόλυτη κοινωνική αξία ενώ κάθε επι μέρους νόμος αποτελεί εκδήλωση της γενικής βούλησης πάνω σε ένα ζήτημα του κοινού συμφέροντος. Η έναρξη της πολιτικής κοινωνίας

Ο άνθρωπος στη φύση του ήταν ένα ευγενικό ον μέσα στην αγριότητά του (Rousseau, 1754). Οι μοναδικές επιδιώξεις του ήταν η αυτοσυντήρησή του μέσω της εκπλήρωσης των βασικών φυσικών αναγκών του. Πάντοτε όμως είχε κάτι το οποίο τον έκανε διαφορετικό από όλα τα άλλα είδη της φύσης: τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής. Αυτή η δυνατότητα ήταν που τον έβγαλε έξω από τη φυσική του κατάσταση. Επιπλέον, κύριος παράγοντας ο οποίος τον ώθησε στη συγκρότηση κοινωνιών είναι κυρίως η θέληση να δημιουργήσει ένα «ηθικό εγώ» μέσα από την αντιμετώπιση των άλλων προς το πρόσωπό του. Αυτό βέβαια περιλαμβάνει αρκετά πράγματα, όπως η τάση για ανταγωνισμό, η σύγκριση με τους άλλους, η δημιουργία εχθροτήτων και η λαχτάρα για δύναμη. Όλα αυτά σύμφωνα με τον Rousseau αποτελούν συστατικά στοιχεία εκείνου που ονομάζεται οργανωμένη κοινωνία και εκ των πραγμάτων σημαίνουν την έξοδο του ανθρώπου από την κατάσταση της φύσης. Σημαντική εδώ είναι η διαφοροποίησή του από τον προγενέστερο Hobbes, ο οποίος θεωρούσε ότι ο άνθρωπος συγκρότησε κοινωνίες γιατί ήθελε να απαλλαχτεί από το άγχος που του προκαλούσε ο φόβος του θανάτου (Hobbes, 1651). Αυτό δεν ευσταθεί μας λέει ο Rousseau απλούστατα διότι ο άνθρωπος δεν είχε γνώση του θανάτου, καθώς αποτελούσε απλώς ένα ζώο ανάμεσα στα άλλα ζώα. Η γνώση του θανάτου και το επακόλουθο άγχος ή φόβος του τέλους θα έλθει αργότερα, κατά την έξοδό του από τη φυσική κατάσταση. Την ίδια αντίληψη άλλωστε βρίσκουμε και στις ελληνικές πηγές, με ιδιαίτερο παράδειγμα τον Αισχύλο, ο οποίος υποστηρίζει πως ο Προμηθέας, φέρνοντας τη φωτιά και τον πολιτισμό στους ανθρώπους, τους χάρισε και την επίγνωση της θνητότητάς τους -«θνητούς γ᾽ ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον»- (Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, 250), πράγμα φυσικά που συντελεί στην πληρέστερη κατανόηση του καθαρού τους εγώ.

Το Κοινωνικό Συμβόλαιο

Από τη στιγμή λοιπόν που άνθρωπος συγκροτεί κοινωνίες, οφείλει να διασφαλίσει την ευτυχία και την ευημερία του. Αυτό γίνεται μέσω της θέσπισης του Κοινωνικού Συμβολαίου, μια πράξη υπέρτατης δέσμευσης ευθύνης απέναντι στο κοινό καλό (Rousseau, 1762). Η διασφάλιση της κοινωνικής τάξης αποτελεί τη βάση του δικαίου. Το δίκαιο στις οργανωμένες κοινωνίες δεν διασφαλίζεται από τη φύση, αλλά είναι προϊόν σύμβασης. Η σύμβαση αυτή, ενώ αποτελεί ισχυρή δέσμευση και υπέρτατο συμβόλαιο, εντούτοις στοχεύει στη διασφάλιση της ελευθερίας του κάθε πολίτη, καθώς ο πολίτης δεν δεσμεύεται απέναντι σε κάποιον άλλο, αλλά απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, υπό το πρίσμα της διαλεκτικής σχέσης που οφείλει να αναπτύξει με τη διασφάλιση του Γενικού καλού ολόκληρης της κοινωνίας. Επομένως εδώ υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά με το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Hobbes. Ενώ στον Hobbes παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος εκχωρεί τα προσωπικά του δικαιώματα στο ηθικό πολιτειακό πρόσωπο του Λεβιάθαν, ο Rousseau παρατηρεί ότι το Κοινωνικό συμβόλαιο δεν αφαιρεί και δεν υποβαθμίζει τα προσωπικά δικαιώματα, αλλά τα ενισχύει και τους προσφέρει τη διάσταση που πρέπει να έχουν στα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινωνίας. Αντιθέτως με την περίπτωση του Hobbes, η ιδέα του Κοινωνικού Συμβολαίου στη φιλοσοφία του Locke πλησιάζει αρκετά στη νοοτροπία του Rousseau (Locke, 1689). Τα χρόνια που ακολούθησαν τον στοχασμό του Rousseau, ανέδειξαν και άλλες θεωρίες Κοινωνικών Συμβολαίων. Ο Proudhon υποστήριξε ότι ο πολίτης δεν είναι δυνατό να συμβάλλεται με το κράτος αλλά αντιθέτως, η μοναδική δέσμευση που πρέπει να αναλάβει είναι απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, κάνοντας έτσι ένα βήμα προς την θεωρία του αναρχισμού (Proudhon, 1851). Ύστεροι διανοητές κατά τον 20ο αιώνα οι οποίοι τεκμηρίωσαν τις θεωρίες τους περί Κοινωνικού Συμβολαίου είναι οι Rawls (Rawls, 1971) και Pettit (Pettit, 1997).


Η διαλεκτική σχέση Γενικής και Ατομικής Βούλησης
ο υπέρτατος νομοθέτης

H Γενική Βούληση αποτελεί κεντρικό όρο και πυρήνα της πολιτικής σκέψης του Rousseau, καθώς και θεμέλιο της θεωρίας του Κοινωνικού Συμβολαίου του. Στην ουσία της δεν αποτελεί ούτε άθροισμα ατομικών βουλήσεων, ούτε μέσο όρο. Αποτελεί, σύμφωνα με τον ίδιο, ένα ηθικό πρόσωπο, ένα αφηρημένο ον σύμφωνα με το οποίο πρέπει να νομοθετείται ένα κράτος. Ο υπέρτατος αυτός νομοθέτης, ο κυρίαρχος, έχει κατά τον Rousseau και παιδευτικό ρόλο. Πρέπει να είναι σε θέση να μεταμορφώσει ένα άτομο σαν ένα αδιάσπαστο τμήμα ενός μεγάλου συνόλου από το οποίο θα εξαρτηθεί η ύπαρξή του. Η Γενική Βούληση επομένως εισέρχεται δυναμικά στην ατομική βούληση του καθενός με καθήκον τη διαμόρφωση του ατόμου σε ενεργό κοινωνικό όν. Αντιστρόφως, το κάθε άτομο προβάλλει τη βούλησή του στο σύνολο, απεμπλέκεται από την περιχαρακωμένη ατομικότητά του, αποφασίζει να «βγει» από τον εαυτό του και να δημιουργήσει ένα ενιαίο οργανικό σύνολο, ένα σώμα. Το σώμα αυτό δεν έχει ανάγκη να δώσει εγγυήσεις στα πρόσωπα που το συνθέτουν καθώς δεν γίνεται εκ των πραγμάτων να έχει συμφέρον αντίθετο από αυτά. Ποτέ ένα σώμα δεν βλάπτει τα ίδια του τα μέλη γιατί απλούστατα με αυτόν τον τρόπο βλάπτεται και το ίδιο. Αντιθέτως, τα μέλη του σώματος δεν αποκλείεται να παρουσιάσουν απόκλιση από το αγαθό. Ο παραλληλισμός της Γενικής Βούλησης με σώμα και των επιμέρους βουλήσεων με τα μέλη του εμφανίζεται νωρίτερα από τον Pascal το 1657 στο έργο του «Δοκίμια περί της θείας χάρης» (σημειωτέον βέβαια ότι η αυθεντικότητα του έργου αυτού έχει υπάρξει αντικείμενο διενέξεων).



[1] Emile Durkheim,  de J.J. Rousseau,   Le contrat   social, βιβλίο τρίτο κεφ, Α  .σ 113. Ο Rousseau στο «Κοινωνικό Συμβόλαιό» του προσφέρει ισότιμη εξουσία σε όλα τα μέλη του πολιτικού σώματος ,όπως δίνει η φύση ισότιμη εξουσία σε όλα τα μέλη του  σώματος του ανθρώπου. Ως νομική και ηθική  κατηγορία η γενική βούληση μοιάζει να εκφράζει απόλυτη κοινωνική αξία, καθορίζοντας τα δικαιώματα του κάθε συμβαλλομένου ατόμου και πρωτίστως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας
[2]  J.J.Rousseau ,Du contrat  social, ou principes du droit politique, frontispice de l’ edition de 1762, Archives de la societe Jean- Jaques Rousseau, Geneve, Pierre  Perroud.βιβλίο τρίτο, κεφ, Α΄ σ.112  Οπότε όσο λιγότερο επιδρούν οι ατομικές επιμέρους θελήσεις, πάνω στην ατομική βούληση, δηλαδή τα ήθη πάνω στους νόμους, τόσο περισσότερο πρέπει να αυξάνεται η καταπιεστική δύναμη. Συνεπώς η κυβέρνηση για να είναι καλή, πρέπει να είναι σχετικά πιο ισχυρή, όσο περισσότερο αυξάνει ο αριθμός του λαού. Η πολιτική κοινωνία βασίζεται στην εξαπάτηση και στις σχέσεις ισχύος που εκδηλώνονται όταν οι ισχυροί αποφασίζουν να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους. Αυτή ουσιαστικά είναι η ιδεολογική βάση των κοινωνιών στις οποίες ζούμε .Ο  Rousseau παραπέμπει άμεσα στον Πολιτικό του  Πλάτωνα, για να σκιαγραφήσει το πορτραίτο του ιδανικού ηγεμόνα. Δεν είναι κάποιος ιδιοτελής που η τύχη τον ευνόησε προσφέροντάς του δύναμη. Είναι ένα πρόσωπο τόσο εξαιρετικό και τόσο σπάνιο που ουσιαστικά διστάζει να συστήσει μία μορφή διακυβέρνησης

 


Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η πυθαγόρεια αριθμολογία

ορφικά και πυθαγόρεια μυστήρια