Αν η
αγωγή δεν είναι αντικείμενο δεδομένο, όπως το αντικείμενο των φυσικών
επιστημών, ούτε αντικειμενική πνευματική πραγματικότητα καθορισμένη σε κείμενα,
αλλά μία μεταβλητή υπαρξιακή μορφή, σύμφωνα και με τη Δεσμευτική Ερμηνευτική
του Flitner[1],
τότε στον ευρύτατο ορίζοντα των αγωγικών αλληλεπιδράσεων ανθρώπου –
περιβάλλοντος, η σύγχρονη παιδαγωγική επιστήμη καλείται να παρέμβει με δύο
τρόπους. Πρώτα να αρθρώσει σωστικό λόγο για τη χειραγώγηση της σκληρής
τεχνοκρατικής ηθικής. Έπειτα να οδηγήσει στη χαμένη ενότητά του τον
κατακερματισμένο άνθρωπο.
Η ανάγκη αυτή προσδιορίζεται από τα
γενικότερα πολιτιστικά προβλήματα, οικολογικό πρόβλημα, αλλοτρίωση,
βαρβαρότητα σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, που προσβάλλουν και το πεδίο
των παιδαγωγικών εφαρμογών[2].
Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που διαμορφώνονται μέσα στις συνθήκες αυτές.
1.
Η μονοσήμαντη προσαρμογή στα
δεδομένα και στις επαγγελίες της υψηλής τεχνολογίας.
2.
Η λήθη ή η έλλειψη ενός
αξιολογικού παιδαγωγικού συστήματος, όπου εκπροσωπούνται και κατανέμονται
ανθρωπιστικά οι παιδαγωγικές αρχές που ρυθμίζουν το παιδαγωγικό γεγονός στο
σύνολό του.
Από
τα χαρακτηριστικά αυτά προκύπτει αναπόφευκτα η ανάγκη μιας ηχηρής
επαναδιατύπωσης της παιδαγωγικής αξιολογίας, όπου κέντρο και κυρίαρχη αναφορά
θα είναι ο άνθρωπος[3].
Η εδραίωση των ανθρωπιστικών ιδεωδών στις ενατενίσεις και στη στοχοθεσία της
παιδαγωγικής μπορεί να παρέμβει διττά στα σύγχρονα δρώμενα.
Να προτείνει την οδό του
εξανθρωπισμού της τεχνοκρατικής συμπεριφοράς.
Να προσφέρει το αντίδοτο στη
νοσηρή πολυποίκιλη έκφραση του ευδαιμονισμού με την αφύπνιση των πνευματικών
αισθητηρίων του σύγχρονου κόσμου. Η στροφή στις παιδαγωγικές αξίες της
ανθρωπιστικής ηθικής αποτελεί κινητοποίηση όλων των δομικών όρων της ανθρώπινης
ύπαρξης και του κόσμου. Με την κινητοποίηση αυτή απελευθερώνονται από τα
αδιέξοδά τους όλοι οι παράγοντες που εμπλέκονται στην παιδαγωγική διαδικασία
και στην πολυπρόσωπη αλλοτρίωση. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει τη χρεία αυτής της
αξιολογικής τομής με μια γλαφυρή δεοντολογική πρόταση. «Οὗτοι
μάλιστα δεήσονται φιλοσοφίας καί σωφροσύνης καί δικαιοσύνης, ὅσῳ μᾶλλον
σχολάζουσιν ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἀγαθῶν»[4].
Η
δεοντολογία αυτή έμμεσα επαναπροσδιορίζεται μέσα στις διατυπώσεις των σύγχρονων
στοχαστών σχετικά με τον ανθρώπινο λόγο και την πορεία του στα δρώμενα της
μεταβιομηχανικής εποχής. Οι διατυπώσεις αυτές εμφανίζουν τον ανθρώπινο λόγο να
αποτυγχάνει στα πλαίσια του προγράμματος και των στόχων του διαφωτισμού[5].
Εμφανίζουν ακόμη τον άνθρωπο να μην εξέρχεται από την ανωριμότητά του από τους
νεότερους χρόνους, γεγονός για το οποίο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος υπεύθυνος όπως
διέβλεψε ο Καντ[6],
αλλά να βυθίζεται σε μια νέου τύπου βαρβαρότητα, όπως ισχυρίζονται ο Horkheimer και ο Adorno[7].
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η κριτική που
ασκήθηκε ήδη στην κλασική παράδοση της παιδαγωγικής ισχύει ως διαμεσολαβητική
πρόταση μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος[8].
Γονιμοποίηση της διαμεσολάβησης αυτής σημαίνει προοπτική και εμπέδωση των
ανθρωπιστικών αξιών στο τραχύ έδαφος του σύγχρονου κόσμου. Σημαίνει επίσης
απόπειρα ανασύστασης της ανθρωπιστικής ηθικής, η οποία κακοποιήθηκε και
εξορίστηκε από το ολοκληρωτικό καθεστώς της τεχνοκρατικής νοοτροπίας. Η
κλασική παράδοση της παιδαγωγικής αποτελεί τη μήτρα μιας δυναμικής και γόνιμης
ένταξης του παραδοσιακού στο μοντέρνο και στο μεταμοντέρνο εκπαιδευτικό
σχηματισμό της εποχής μας.
Ένα παράδειγμα αυτής της δυναμικής
προσφοράς της κλασικής παιδαγωγικής στα σύγχρονα δεδομένα, είναι το παράδειγμα
του ορισμού της έννοιας της αρετής. Η γενικότερη σύγχρονη σχετικοκρατία
επηρέασε αναπόφευκτα τους ορισμούς των εννοιών. Η αρετή εξ ορισμού σήμερα
είναι ασαφής, όπως ασαφής και απροσδιόριστη είναι η οργανική συσχέτισή της με
τη φιλοσοφία και τους προσανατολισμούς της σύγχρονης παιδαγωγικής πρακτικής.
Στο σημείο αυτό είναι διορθωτική και ενισχυτική η συμβολή της παραδοσιακής
παιδαγωγικής αντίληψης. Δυναμική θεωρώ την αριστοτελική αφετηρία για την
καλλιέργεια των αρετών. Αντιπαρέρχεται το στατικό επίπεδο των συμβατικοτήτων
και των χρονικών προσδιορισμών. Χαρακτηρίζεται από τη διαχρονική εκτίμηση των
χαρακτηριστικών της ανθρώπινης φύσεως και από την αδιάσειστη εμπιστοσύνη στη
δύναμη της διδαχής, του έθους και της πλαστικότητας των φυσικών υποδομών της
ύπαρξης. Γι’ αυτό εκφράζει απόλυτα την άποψη ότι η αρετή οδηγεί στον ευδαίμονα
βίο.
[1]. Η παιδαγωγική ίσχυε κάποτε, ακόμη και ως διδασκαλία της
τελειοποίησης των ανθρώπων από κάθε άποψη και της βελτίωσης των ανθρώπινων
πραγμάτων, δηλ. κάθε ανθρώπινης συγκρότησης, υπό την έννοια της «παμπαιδείας» του Comenius (1592-1670).
Wolfgang Brezinka, «Η άνοδος και η κρίση της επιστημονικής παιδαγωγικής», Σύγχρονη Εκπαίδευση, (Μάρτ.-Απρ. 2000),
111, σ.29.
[2]. Bernard Charlot, Το σχολείο αλλάζει, κεφ. Η εκπαιδευτική
κρίση, μτφ. Ε. Μποναφάτου – Ν. Παπαγεωργίου, Προτάσεις, Αθήνα, (1992).
[3]. Για τη σημασία των αξιών στη δόμηση της ανθρώπινης
προσωπικότητας, στον προσανατολισμό και στην περιβαλλοντική συμπεριφορά έγιναν
ήδη πολλές μελέτες. Βλ. Rokeach M., The nature of human
values, Free Press, New York, (1973).
Dawis Lofquist L., A
Psychological theory of work adjustment, Minneapolis, University of Minnesota
Press, (1984). Κρίβας Σπ., Αρέθεας, τομ. Ι Πάτρα (1998), Παν.
Πατρών, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Π.Τ.Δ. Εκπαίδευσης, σσ.
141-142.
[5]. Ζαν – Φρανσουά Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφ. Κ. Παπαγιώργη, Γνώση, Αθήνα,
(1993), σ.9.
[6]. Kant I.,
«Απάντηση στο ερώτημα: Τι είναι Διαφωτισμός» (1784), μτφ. Παπανούτσου, στον
τομο Kant I., Δοκίμια, Αθήνα, (1971).
[7]. Dialektik der Aufklärung. Philosophische Fragmente
(1974), = Horkheimer, Cesautnelte
Schriften, τ.5, σ.16.
[8]. Για την κριτική που έχει ασκηθεί στην παραδοσιακή
παιδαγωγική, βλ. Kerschensteiner
C. Begriff der Arbeitschule,
Lepzig-Berlin, (1913).
Του ίδιου, Die Seele des Erziehers und das
Problem der Lehrerbildung, München, (1942).
Dewey, School
and Society, Chicago, (1899).
Του ίδιου, Democracy and Education, New
York, (1916).