O MYΘΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗ- ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ


Μὰ δὲ θέλησες νὰ στερήσεις τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία του, κι ἀρνήθηκες, κρίνοντας πὼς ἡ ἐλευθερία ἦταν κάτι ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν ὑποταγὴ ποὺ ἀγοράζεται μὲ ψωμιά.

Ἀποφάνθηκες πῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ «μόνο με ἄρτον», μὰ ξέρεις ὅτι στ᾿ ὄνομα τοῦ γήινου αὐτοῦ ἄρτου, τὸ πνεῦμα τῆς Γῆς θὰ ἐξεγερθεῖ ἐναντίον σου,
θ᾿ ἀγωνιστεῖ καὶ θὰ σὲ νικήσει, ὅτι ὅλοι τὸ ἀκολουθοῦν φωνάζοντας: 
«Ποιὸς μοιάζει μ᾿ αὐτὸ τὸ ζῷο ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ φωτιὰ τ᾿ οὐρανοῦ;» 
Αἰῶνες θὰ περάσουν κι ἡ ἀνθρωπότητα θὰ διακηρύσσει μὲ τὸ στόμα τῶν σοφῶν καὶ τῶν συνετῶν της ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἐγκλήματα καὶ κατὰ συνέπεια, δὲν ὑπάρχουν κι ἁμαρτήματα· ὅτι δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο πεινασμένοι. 
«Θρέψε τους πρῶτα κι ὕστερα ν᾿ ἀπαιτεῖς ἀπ᾿ αὐτοὺς νἆναι «ἐνάρετοι».



Νὰ τὶ θὰ γράψουν στὸ λάβαρο τῆς ἐπανάστασής τους, ποὺ θὰ ἐπιτεθεῖ στὸ ναό σου. Στὴ θέση του ἕνα καινούργιο οἰκοδόμημα θὰ ὑψωθεῖ, ἕνας νέος πύργος τῆς Βαβέλ, ποὺ θὰ παραμείνει δίχως ἀμφιβολία ἀτέλειωτος, ὅπως κι ὁ πρῶτος ἐκεῖνος· ἀλλὰ θὰ μποροῦσες νὰ γλυτώσεις τοὺς ἀνθρώπους ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν δοκιμασία, κι ἀπὸ χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θὰ ξανάρθουν νὰ μᾶς βροῦν ἀφοῦ θἄχουν κοπιάσει χίλια χρόνια νὰ χτίσουν τὸν πύργο τους! Θὰ μᾶς ἀναζητήσουν κάτω ἀπ᾿ τὴ γῆ, ὅπως ἄλλοτε, μέσα στὶς κατακόμβες ὅπου θἄμαστε κρυμένοι (θὰ μᾶς βασανίσουν πάλι) καὶ θὰ κραυγάσουν: «Δῶστε μας νὰ φᾶμε γιατί αὐτοὶ ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκαν τὴ φωτιὰ τ᾿ οὐρανοῦ δὲ μᾶς τὴν ἔδωσαν». 

Τότε θ᾿ ἀποτελειώσουμε ἐμεῖς τὸν πύργο τους, γιατί δὲ χρειάζεται γιὰ κάτι τέτοιο παρὰ μόνο ἡ τροφή, καὶ θὰ τοὺς θρέψουμε, ὑποτίθεται στ᾿ ὄνομά σου, θὰ τοὺς κάνουμε νὰ τὸ πιστέψουν τουλάχιστο. Χωρὶς ἐμᾶς θἆναι γιὰ πάντα τοὺς πεινασμένοι. Καμιὰ γνώση δὲ θὰ τοὺς δώσει ψωμί, ὅσο θὰ μένουν ἐλεύθεροι ἀλλὰ θὰ καταλήξουν νὰ τὴν καταθέσουν στὰ πόδια μας τούτη τὴν ἐλευθερία τους, λέγοντας: «Ὑποτάξετέ μας, κάνετέ μας δούλους, μὰ δῶστε μας νὰ φᾶμε». Θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους πὼς ἡ ἐλευθερία δὲ μπορεῖ νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸ ψωμὶ τῆς γῆς ποὺ εἶναι στὴ διάθεσή τους, γιατί πότε δὲ θὰ μπορέσουν νὰ τὸ μοιράσουν μεταξύ τους! Θὰ πεισθοῦν ἀκόμη γιὰ τὴν ἀνικανότητά τους νἆναι ἐλεύθεροι, ὄντας ἀδύναμοι, ξεστρατισμένοι, μηδαμινοὶ κι ἐπαναστατημένοι. 

Τοὺς ὑποσχέθηκες τὸν οὐράνιον ἄρτον· ἀλλὰ μπορεῖ κάτι τέτοιο, ὅσο δυνατὸ κ ἂν εἶναι σὰν χτύπημα, νὰ συγκριθεῖ μ᾿ αὐτὸ τῆς γῆς, στὰ μάτια τῆς ἀδύναμης καὶ ξεστρατισμένης τῆς αἰώνια ἀχάριστης ἀνθρώπινης ράτσας; Χιλιάδες καὶ δεκάδες χιλιάδων ψυχὲς θὰ σὲ ἀκολουθήσουν ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ, μὰ τί θὰ γίνουν τὰ ἑκατομμύρια κι οἱ χιλιάδες ποῦ δὲν ἔχουνε τὸ θάρρος νὰ προτιμήσουν τὸν ἄρτο τ᾿ οὐρανοῦ ἀπ᾿ τὸν ἄρτον τῆς γῆς; Δὲν θἄφτανες στὸ σημεῖο νὰ διαλέξεις τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς δυνατούς, ποῦ σ᾿ αὐτοὺς οἱ ἄλλοι, τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος, ποῦ εἶναι ἀδύναμο μὰ ποῦ σ᾿ ἀγαπᾷ, θὰ χρησίμευε σὰν ἐκμεταλλεύσιμο ὑλικό; Μᾶς εἶναι τὸ ἴδιο ἀγαπητὰ καὶ τ᾿ ἀδύναμα πλάσματα. 

Παρόλο ποὺ εἶναι ξεστρατισμένοι κι ἐπαναστατημένοι θὰ γίνουν πειθαρχικοὶ τελικά. Θὰ ξαφνιαστοῦν καὶ θὰ μᾶς πιστέψουν γιὰ θεοὺς μία ποὺ καταδεχτήκαμε νὰ μποῦμε ἐπικεφαλῆς τους, γιὰ νὰ τὰ καταφέρουμε ἔτσι ποὺ ἡ ἐλευθερία ποὺ τοὺς τρόμαζε νὰ ξαναγυρίσει ἀπ᾿ ἄλλο δρόμο, κι ἀκόμη γιατί καταδεχτήκαμε νὰ βασιλέψουμε πάνω τους, τόσο ποὺ στὸ τέλος θ᾿ ἀρχίσουν πραγματικὰ νὰ φοβοῦνται νἆναι ἐλεύθεροι. Ἀλλὰ ἐμεῖς θὰ τοὺς λέμε πὼς εἴμαστε ὑποτακτικοί σου, ὅτι βασιλεύουμε μόνο στ᾿ ὄνομά σου. Θὰ τοὺς ξεγελάσουμε πάλι, μιὰ καὶ δὲν πρόκειται νὰ σ᾿ ἀφήσουμε νὰ τοὺς ξαναπλησιάσεις. 

Κι εἶναι τούτη ἡ ἀγυρτεία ποὺ θὰ γίνει τὸ βασανιστήριό μας, γιατί θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ψέματα. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο νόημα τοῦ ἐρωτήματος ποὺ σοὔκαναν στὴν ἔρημο, καὶ νά, ποὺ ἀποδιώχτηκες στ᾿ ὄνομα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ποὺ τὴν τοποθετοῦσες πάνω ἀπ᾿ ὅλα. Ὡστόσο αὐτὴ εἶναι ποὺ κρύβει ὅλο τὸ μυστικό του κόσμου. Γιατί ἂν δεχόσουν νὰ κάνεις αὐτὸ τὸ θαῦμα τῶν ψωμιῶν θἆχες κατασιγάσει τὴν πανανθρώπινη ἀγωνία -ἀτόμων καὶ ὁμάδων- δηλαδὴ θἄδινες ἀπάντηση στὸ ἀγωνιακὸ ἐρώτημα: «μπροστὰ σὲ ποιὸν πρέπει νὰ ὑποκλιθοῦμε;»

Γιατί δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀπομένει ἐλεύθερος, ἔγνοια πιὸ μόνιμη, πιὸ ἀγωνιώδης, ἀπ᾿ τὴν ἀναζήτηση ἑνὸς πλάσματος γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν. Ἀλλά, ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος δὲ θέλει νὰ ὑποκύψει παρὰ μόνο μπροστὰ σὲ κάποιον μὲ ἀναμφισβήτητη ἀξία καὶ δύναμη, ποὺ ὅλοι νὰ τὸν σέβονται, μὲ μιὰ παγκόσμια συγκατάθεση. Αὐτὰ τὰ δυστυχισμένα πλάσματα βασανίζονται ἀποζητώντας μιὰ λατρεία, ποὺ νὰ ἑνώνει ὄχι μόνο τους ἀδύναμους, καὶ μικροὺς πιστούς, ἀλλὰ ποὺ σ᾿ αὐτὴν νὰ μετέχουν ὅλοι μαζύ, ἑνωμένοι ἀπ᾿ τὴν ἴδια πίστη. Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη τῆς κοινότητας μέσα στὴ λατρεία, εἶναι τὸ οὐσιαστικώτερο βασανιστήριο τοῦ κάθε ἀτόμου καὶ τῆς ἀνθρωπότητας ὁλόκληρης, ἀπὸ τὴν πανάρχαια ἐποχή... 

Γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἀλληλοεξοντώνονται μὲ τὴ ρομφαῖα. Οἱ λαοὶ δημιούργησαν θεοὺς καὶ τοὺς ἔβαλαν ν᾿ ἀντιμάχονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο: «Ἀρνηθεῖτε τοὺς θεούς σας καὶ πιστέψτε στοὺς δικούς μας, ἀλλιώτικα δυστυχία σ᾿ ἐσᾶς καὶ στοῦ θεούς σας!» Κι ἔτσι θὰ γίνεται ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἀκόμη κι ὅταν οἱ θεοὶ θἄχουν ἐξαφανιστεῖ· οἱ ἄνθρωποι θὰ γονατίζουν μπρὸς στὰ εἴδωλα. 

Δὲν ἀγνοοῦσες, δὲν ἦταν δυνατὸ ν᾿ ἀγνοεῖς αὐτὸ τὸ βασικὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κι ὡστόσο ἀπόδιωξες τὸ μοναδικὸ ἀκατανίκητο λάβαρο ποὺ σοῦ προσφέρθηκε καὶ ποὺ ἀναμφισβήτητα θἆχε τυλίξει ὅλους του ἀνθρώπους μέσα του καὶ θὰ τοὺς ἔκανε νὰ κλίνουν τὸ κεφάλι μπρός σου, τὸ λάβαρο τοῦ γήινου ψωμιοῦ· τὸ ἀπώθησες στ᾿ ὄνομα τοῦ οὐράνιου ἄρτου καὶ τῆς ἐλευθερίας! Νὰ τί ἔκανες κατόπι στ᾿ ὄνομα πάντα τῆς ἐλευθερίας! Δὲν ὑπάρχει στὸ ξαναλέω, πιὸ ἀγωνιακὴ ἀνάγκη γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὸ νὰ βρεῖ, ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, ἕνα πλάσμα ποὺ νὰ τοῦ παραδώσει αὐτὴ τὴν ἐλευθερία, ποὺ ὁ δυστυχισμένος κουβαλᾷ στὴ ράχη του ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ τῆς γέννησής του. Ἀλλὰ γιὰ νὰ διαθέσεις κατάλληλη τὴν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, πρέπει νὰ τοὺς προσφέρεις τὴν ἀνάπαυση τῆς συνείδησης. 

Τὸ ψωμὶ θὰ σοῦ ἐξασφάλιζε τὴν ἐπιτυχία· ὁ ἄνθρωπος ὑποκύπτει μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ δίνει αὐτὸ τὸ ψωμί, γιατί πρόκειται γιὰ κάτι χεροπιαστό, μὰ ὅταν κάποιος ἄλλος θελήσει νὰ γίνει κύριος τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης, θὰ παρατήσει ἀκόμη καὶ τὸν ἄρτον σου, κατὰ μέρος γιὰ νὰ προσφέρει αὐτὸ ποὺ κατακτᾷ τούτη τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση. Πάνω σ᾿ αὐτὸ εἶχες δίκιο, γιατί τὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης συνίσταται ὄχι μόνο στὸ νὰ ζήσει, μὰ καὶ στὸ νἅβρει ἕνα κίνητρο γιὰ τούτη τὴ ζωή. Χωρὶς μία ξεκάθαρη ἰδέα γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ὕπαρξης, ὁ ἄνθρωπος προτιμᾷ νὰ τ᾿ ἀρνηθεῖ ὅλα, ἔστω κι ἂν ἔχει ὅσο ψωμὶ θέλει γύρω του -θὰ προτιμήσει νὰ καταστραφεῖ, παρὰ νὰ μείνει στὴ γῆ. Μὰ τί ἀπόγινε; 

Ἀντὶ νὰ πάρεις στὰ χέρια σου τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία θέλησες νὰ τὴν ἐξαπλώσεις; Ξέχασες λοιπὸν ὅτι ὁ ἄνθρωπος προτιμᾷ τὴν ἡσυχία του κι ἀκόμη τὸ θάνατο, ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία νὰ ξεχωρίζει τὸ Καλὸ ἀπ᾿ τὸ Κακό; Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ γοητευτικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὸ νὰ τὸν ἀφήνεις ἀσύδοτο, μὰ κι ἀκόμη τίποτα πιὸ ἐπίπονο. Κι ἀντὶ γιὰ σταθερὲς ἀρχὲς ποὺ θἆχαν καθησυχάσει γιὰ πάντα τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση, διάλεξες ἀόριστα νοήματα, παράξενα κι αἰνιγματικά, τὸ κάθε τί ποὺ ξεπερνᾷ τὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, κι ἐνέργησες κατὰ ἕνα τρόπο σὰ νὰ μὴν ἀγαποῦσες τὴν ἀνθρωπότητα, ἐσύ, ποὺ ᾖρθες νὰ δώσεις τὴ ζωή σου γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων! Μεγάλωσες τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἀντὶ νὰ τὴν περιορίσεις, κι ἐπέβαλες γιὰ πάντα στὸ ἠθικὸ ἄτομο τὰ βασανιστήρια αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας. 

Θέλησες νὰ σ᾿ ἀγαποῦν ἐλεύθερα, νὰ σ᾿ ἀκολουθήσουν ἐθελοντικὰ οἱ ἄνθρωποι γοητευμένοι ἀπὸ σένα. Ἀντὶ γιὰ τὸν σκληρό, παλαιὸ νόμο, ὁ ἄνθρωπος δὲ θἆχε τώρα παρὰ νὰ ξεχωρίσει μ᾿ ἐλεύθερη καρδιὰ τὸ Καλὸ ἀπ᾿ τὸ Κακό, χωρὶς ἄλλο ὁδηγὸ ἔξω ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα σου -μὰ δὲν πρόβλεψες ὅτι τελικὰ θ᾿ ἀπωθοῦσε καὶ θὰ περιφρονοῦσε, ἀμφισβητώντας τὴν εἰκόνα σου, ἔχοντας κουραστεῖ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τρομερὸ φορτίο: τὴν ἀλήθεια νὰ διαλέξουν; 

Θὰ φωνάξουν τελικὰ πὼς ἡ ἀλήθεια δὲ βρισκόταν σ᾿ ἐσένα, γιατί ἀλλιώτικα δὲ θὰ τοὺς ἄφηνες μέσα σὲ μιὰ τέτοια ἀγωνιώδικη ἀβεβαιότητα, μὲ τόσες ἀγωνίες κι ἀξεδιάλυτα προβλήματα. Προετοίμασες ἔτσι τὴν καταστροφὴ τῆς βασιλείας σου· μὴν κατηγορεῖς λοιπὸν κανένα γι᾿ αὐτὴ τὴν καταστροφή. Ὡστόσο ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ πρότειναν; Ὑπάρχουν τρεῖς δυνάμεις, οἱ μόνες ποὺ μποροῦν νὰ ὑποδουλώσουν γιὰ πάντα τὴ συνείδηση αὐτῶν τῶν ἀδυνάμων ἐπαναστατημένων, εἶναι: τὸ θαῦμα, τὸ μυστήριο, ἡ αὐταρχικότητα! Τ᾿ ἀπώθησες καὶ τὰ τρία αὐτά, δίνοντας ἔτσι ἕνα παράδειγμα.

Τὸ τρομερὸ καὶ βαθὺ Πνεῦμα, σὲ εἶχε συμπαρασύρει μέσα στὸ Ναὸ καὶ σοῦ εἶχε πεῖ: «Θὲς νὰ ξέρεις ἂν εἶσαι γιὸς τοῦ Θεοῦ; Πέσε κάτω ἀπὸ δῶ ψηλά, γιατί εἶναι γραμμένο πὼς οἱ ἄγγελοι θὰ σὲ συγκρατήσουν καὶ θὰ σὲ στηρίξουν, δὲ θὰ τραυματιστεῖς καθόλου, καὶ τότε θὰ ξέρεις ἂν εἶσαι γιὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ θ᾿ ἀποδείξεις ἔτσι τὴν πίστη στὸν Πατέρα σου». Μὰ ἀπόδιωξες καὶ τούτη τὴν πρόταση, δὲν ὅρμησες νὰ πέσεις κάτω. Ἔδειξες τότε μιὰ ὑπέροχη περηφάνεια, ὁλότελα θεία, μὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ράτσα ἀδύναμη κι ἐπαναστατημένη, δὲν εἶναι θεοί! Ἤξερες πῶς κάνοντας ἕνα βῆμα, μιὰ χειρονομία γιὰ νὰ ὁρμήσεις, θὰ ἐνοχλοῦσες τὸν Κύριο καὶ θἄχανες τὴν πίστη σου σ᾿ Αὐτόν. 

Μὰ ὑπάρχουν πολλοὶ σὰν κι ἐσένα; Μποροῦσες νὰ παραδεχτεῖς ἔστω καὶ γιὰ μία στιγμὴ ὅτι οἱ ἄνθρωποι θἆχαν τὴ δύναμη ν᾿ ἀντέξουν σ᾿ ἕνα παρόμοιο πειρασμὸ; Εἶναι τάχα μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση ν᾿ ἀποδιώχνει τὸ θαῦμα, καὶ στὶς σοβαρὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς μπροστὰ σὲ βασικὰ κι ἐπίμονα προβλήματα, νὰ διατηρεῖ τὴν ἐλεύθερη κρίση τῆς καρδιᾶς; Ὤ! Ἤξερες πὼς ἡ σταθερότητά σου θ᾿ ἀναφερόταν στὶς Γραφές, θὰ ἐπιζοῦσε μέσα στοὺς αἰῶνες, θἄφτανε ὡς τὶς πιὸ μακρινὲς περιοχές, κι ἔλπισες πῶς ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμά σου, ὁ ἄνθρωπος θὰ περιοριζόταν στὸ Θεὸ χωρὶς νὰ προσφεύγει στὸ θαῦμα. 

Μὰ ἀγνοοῦσες ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπωθεῖ τὸ Θεὸ ταυτόχρονα μὲ τὸ θαῦμα, γιατὶ εἶναι προπάντων τὸ θαῦμα ποὺ ἀποζητᾷ. Καὶ καθὼς δὲν ξέρει πῶς νὰ κάνει συγκεντρώνεται πάλι στὸν ἑαυτό του, καταφεύγει στοὺς δικούς του, ὑποκλίνεται στὰ θαύματα κάποιου μάγου, στὰ μαγικὰ κόλπα μιᾶς μάγισσας, στὸν ὅποιο ἐπαναστατημένο ἢ αἱρετικό. Δὲν κατέβηκες ἀπὸ τὸ σταυρὸ ὅταν σὲ κορόιδευαν, κι ὅταν σοῦ φώναζαν μ᾿ ἀπόγνωση: «Κατέβα ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ θὰ σὲ πιστέψουμε». 

Δὲν τὸ ἔκανες, γιατί δὲ θέλησες πάλι νὰ ὑποδουλώσεις τὸν ἄνθρωπο μ᾿ ἕνα θαῦμα, ἐπιθυμοῦσες μία πίστη ποὺ θἆταν ἐλεύθερη καὶ δὲ θὰ ἐμπνεόταν ἀπὸ θαύματα. Σοῦ χρειαζόταν μία ἐλεύθερη ἀγάπη, κι ὄχι ἡ δουλικὴ συμπεριφορὰ τοῦ τρομοκρατημένου σκλάβου. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκόμη ἡ ἰδέα ποὺ εἶχες γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἦταν πολὺ ἀνώτερη, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι σκλάβοι, ἔστω κι ἂν δημιουργοῦν ἐπαναστατικὲς ἰδέες. 

Δὲς μονάχος σου καὶ κρῖνε, τί ἔγινε ὕστερ᾿ ἀπὸ δεκαπέντε ἐπαναστατημένους αἰῶνες, ποιὸς ἀνυψώθηκε ὡς ἐσένα; Σοῦ τὸ καταγγέλω: ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιὸ ἀδύναμος καὶ πιὸ χυδαῖος, ἀπ᾿ ὅσο πίστεψες ποτέ. Μπορεῖ, εἶναι δυνατὸ ποτὲ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως ἐσύ; Ἡ μεγάλη ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφες γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀδίκησε τὸν οἶκτο ποὺ ἔπρεπε νὰ νιώσεις γι᾿ αὐτόν. Ζήτησες πολλὰ ἀπ᾿ τοὺς ἄνθρωπους, ἐσὺ προπάντων ποὺ τοὺς ἀγάπησες περισσότερο κι ἀπ᾿ τὸν ἑαυτό σου! 

Ἂν τοὺς ἐκτιμοῦσες λιγώτερο, θὰ τοὺς εἶχες ἐπιβάλει ἕνα ἐλαφρότερο φορτίο, ποὺ νὰ ἀναλογεῖ περισσότερο στὴν ἀγάπη σου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κουρασμένος κι ἀδύναμος. Τί σημασία ἔχει τώρα ἂν ἐπαναστατοῦν παντοῦ ἐνάντια στὴν ἐξουσία μας, κι ἂν εἶναι περήφανοι γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐξέγερση; Εἶναι κάτι ἀνόλογο μὲ τὴν ἀλαζονεία νεαρῶν σπουδαστῶν ποὺ ἐστασίασαν κι ἔδιωξαν τὸ δάσκαλό τους. Ἀλλὰ τούτη ἡ ἐπιπολαιότητα τῶν χαμινιῶν θὰ πάρει τέλος καὶ θὰ τοὺς στοιχίσει ἀκριβά. Θὰ γκρεμίσουν τοὺς ναοὺς καὶ θὰ πλημμυρίσουν τὴ γῆ στὸ αἷμα· ἀλλὰ θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους αὐτὰ τ᾿ ἀνόητα παιδιά, πὼς δὲν εἶναι παρὰ κάτι ἀδύναμοι στασιαστές, ἀνίκανοι νὰ ἐπαναστατοῦν γιὰ πολύ. 

Θὰ χύσουν ἀνόητα δάκρυα καὶ θὰ καταλάβουν ὅτι ὁ Δημιουργὸς κάνοντάς τους ἔτσι ἐπαναστάτες, θέλησε νὰ τοὺς κοροϊδέψει, σίγουρα. Θὰ τὸ φωνάξουν μ᾿ ἀπελπισία κι αὐτὴ ἡ βλαστήμια θὰ τοὺς κάνει ἀκόμη πιὸ δυστυχισμένους, γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἀνέχεται τούτη τὴ βλαστήμια, καὶ καταλήγει νὰ παίρνει τὴν ἐκδίκησή της. Ἔτσι, ἡ ἀγωνία, ἡ ταραχή, ἡ δυστυχία εἶναι τὸ μοιράδι τῶν ἀνθρώπων, ὓστερ᾿ ἀπὸ τὰ μαρτύρια ποὺ δοκίμασες γιὰ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσεις! Ὁ φωτισμένος προφήτης σου εἶπε, μέσα στὸ συμβολικὸ ὅραμά του, ὅτι εἶδε ὅλους ὅσοι παίρνουν μέρος στὴν πρώτη ἀνάσταση καὶ τοὺς ἀριθμεῖ σὲ δώδεκα χιλιάδες ἀπ᾿ τὴν κάθε φυλή. Γιὰ νἆναι ὅμως τόσο πολλοί, ἔπρεπε νἆναι περισσότερο ἀπὸ ἄνθρωποι, ἔπρεπε νἆναι θεοί. 

Ὑπόφεραν τὸ σταυρό σου, καὶ τὴ ζωὴ μέσα στὴν ἔρημο, τρώγοντας ἀκρίδες κι ἄγρια χόρτα· βέβαια, μπορεῖ νἆσαι περήφανος γι᾿ αὐτὰ τὰ παιδιὰ τῆς ἐλευθεριᾶς, γιὰ τούτη τὴν ἐλεύθερη ἀγάπη, γιὰ τὴν ὑπέρτατη θυσία τους στ᾿ ὄνομά σου. Ἀλλὰ θυμήσου, δὲν ἦταν παρὰ μερικὲς δεκάδες χιλιάδες κι ὅλοι τους σχεδὸν θεοί, οἱ ὑπόλοιποι ὅμως; Εἶναι ἀπὸ λάθος τους αὐτῶν τῶν ἄλλων, τῶν ἀδύναμων, ἂν δὲν μπόρεσαν νὰ ὑποφέρουν τὰ μαρτύρια τῶν δυνατῶν; Ἡ ἀδυναμία τῆς ψυχῆς φταίει τάχα ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει μέσα της τόσο τρομερὰ δῶρα; Δὲν ᾖρθες στ᾿ ἀλήθεια γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς; 

Τότε, αὐτὸ εἶναι ἕνα μαρτύριο, ἀκατανόητο γιὰ μᾶς, καὶ θἄχαμε τὸ δικαίωμα νὰ τὸ κηρύξουμε στοὺς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς διδάξουμε πὼς δὲν πρόκειται γιὰ καμιὰ ἐλεύθερη ἀπόφαση μέσ᾿ ἀπὸ τὴν καρδιά, οὔτε γιὰ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ γιὰ ἕνα μυστήριο ποὺ ὀφείλουν νὰ ὑποταχτοῦν σ᾿ αὐτὸ τυφλά, ἀκόμη καὶ ἐνάντια στὴ θέληση ἢ στὴν συνείδησή τους. Αὐτὸ ἀκριβῶς κάναμε κι ἐμεῖς. Διορθώσαμε τὸ ἔργο σου στηρίζοντας τὸ πάνω στὸ «θαῦμα, στὸ «μυστήριο» καὶ στὴν «κυριαρχία». Κι οἱ ἄνθρωποι χαίρονται νὰ ξαναγεννηθοῦν σὰν ἕνα κοπάδι καὶ ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μοιραῖο δῶρο ποὺ τοὺς προκαλοῦσε τόσα βάσανα. Εἴχαμε δίκιο ποὺ ἐνεργήσαμε ἔτσι; 

Πές μου! Δὲ σημαίνει ὅτι ἀγαπᾷς τὴν ἀνθρωπότητα, ὅταν καταλαβαίνεις τὶς ἀδυναμίες της, ὅταν ξαλαφρώνεις τὸ φορτίο της μὲ τὴν ἀγάπη, ὅταν ἀνέχεσαι ἀκόμη καὶ τὴν ἁμαρτία στὸν ἀδύναμο χαρακτῆρα, φτάνει τούτη ἡ ἁμαρτία νὰ γίνεται μὲ τὴν ἄδειά μας; Γιατί λοιπὸν νἄρθεις καὶ νὰ ἐμποδίσεις τὸ ἔργο μας; Γιατί κάθεσαι ἔτσι σιωπηλὸς καὶ μὲ κοιτάζεις μὲ τὸ τρυφερὸ καὶ διαπεραστικὸ αὐτὸ βλέμμα; Ἐξαφανίσου καλύτερα, δὲν τὴ θέλω τὴν ἀγάπη σου, γιατί οὔτε κι ἐγὼ σ᾿ ἀγαπῶ. Γιατί νὰ τὸ κρύψω; Ξέρω σὲ ποιὸν μιλῶ, ξέρεις ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχω νὰ σοῦ πῶ, τὸ βλέπω μέσα στὰ μάτια σου. Τάχα εἶναι στὸ χέρι μου νὰ σοῦ κρύψω τὸ μυστικό μας; Ἴσως νἄθελες νὰ τ᾿ ἀκούσεις ἀπ᾿ τὸ στόμα μου, ὁρίστε ποὺ σοῦ τὄπα. 

Δὲν εἴμασταν μαζί σου ἀλλὰ μ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ πέρασε ἐδῶ καὶ πολὺν καιρὸ ἀπὸ τούτη τὴ γῆ. Εἶν᾿ ἀκριβῶς ὀχτὼ αἰῶνες ποὺ πήραμε ἀπ᾿ Αὐτὸν τοῦτο τὸ δῶρο, τὸ τελευταῖο ποὺ ἐσὺ ἀπόδιωξες μ᾿ ἀγανάκτηση, ὅταν σου ἔδειχνε ὅλα τὰ βασίλεια πάνω στὴ γῆ, δεχτήκαμε τὴ Ρώμη καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα, κι ἀνακηρυχτήκαμε οἱ μοναδικοὶ βασιλιάδες τῆς γῆς, παρόλο ποὺ ὡς τώρα δὲν εἴχαμε ποτὲ τὸν καιρὸ ν᾿ ἀποτελειώσουμε τὸ ἔργο μας. Ἀλλὰ ποιανοῦ εἶναι τὸ λάθος; Ὤ! ἡ ὑπόθεση αὐτὴ δὲ βρίσκεται παρὰ μόνο στὴν ἀρχή, θέλει πολὺν καιρὸ γιὰ νὰ τελειώσει ἀκόμη, κι ἡ γῆ θὰ χρειαστεῖ πολλὰ νὰ ὑποφέρει ὡς τότε, ἀλλὰ ἐμεῖς θὰ φτάσουμε στὸ σκοπό μας, θὰ γίνουμε Καίσαρες καὶ τότε θὰ συλλογιστοῦμε καὶ τὴν παγκόσμια εὐτυχία.«Ὡστόσο, θὰ μποροῦσες τότε νἆχες πάρει τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα. 

Γιατί τ᾿ ἀπόδιωξες αὐτὸ τὸ τελευταῖο δῶρο; Ἀκολουθώντας ἐκείνη τὴν τελευταία συμβουλὴ τοῦ παντοδύναμου Πνεύματος, θὰ μποροῦσες νὰ πραγματοποιήσεις τὸ κάθε τί ποὺ ζητοῦν οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωή, καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ: νὰ γίνεις ἕνας ἀφέντης ποὺ μπρός του νὰ προσκυνοῦν, ἕνας φύλακας τῆς συνείδησής τους, καὶ τὸ μέσο ποὺ θὰ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ ἑνωθοῦν τελικὰ μονοιασμένοι σὲ μία κοινότητα μυρμηγκιῶν, γιατὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ παγκόσμια ἕνωση εἶναι τὸ τρίτο καὶ τὸ τελευταῖο βασανιστήριο τῆς ἀνθρώπινης φυλῆς. 

Ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε πάντα τὴν τάση, στὸ σύνολό της, νὰ ὀργανωθεῖ σὲ μία παγκόσμια βάση. Ὑπάρχουν μεγάλοι λαοὶ μέσα στὴν Ἱστορία μὰ στὸ μέτρο ποὺ ἀνυψώθηκαν ὑπόφεραν πιότερο, δοκιμάζοντας πιὸ ἰσχυρὰ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους τὴν ἀνάγκη τούτη γιὰ παγκόσμια ἕνωση. Οἱ μεγάλοι κατακτητές, οἱ Ταμερλάνοι κι οἱ Τζέγκις Χάν, ποὺ πέρασαν πάνω ἀπ᾿ τὴ γῆ σὰν τὴν καταιγίδα, ἐνσάρκωναν κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν τούτη τὴν τάση τῶν λαῶν πρὸς τὴν ἑνότητα. Ἂν εἶχες δεχτεῖ τὴν πορφύρα τοῦ Καίσαρα, θὰ μποροῦσες νὰ δημιουργήσεις τὶς βάσεις γιὰ μία παγκόσμια αὐτοκρατορία καὶ νὰ φέρεις τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο. Γιατί ποιὸς ἄλλος εἶναι προορισμένος νὰ κυβερνήσει τοὺς ἀνθρώπους παρὰ ὅποιος κυβερνᾷ τὴ συνείδησή τους κι ἀκούει τὸν πόνο τους; 

Ἐμεῖς πήραμε τὸ σκῆπτρο τοῦ Καίσαρα, καὶ κάνοντας τὸ αὐτὸ σ᾿ ἐγκαταλείψαμε γιὰ ν᾿ ἀκολουθήσουμε Ἐκεῖνον. Ὤ, θ᾿ ἀκολουθήσουν ἀκόμη αἰῶνες πνευματικῆς λγοκρισίας, μάταιας γνώσης κι ἀνθρωποφαγίας, γιατί μόνο ἔτσι θὰ καταλήξουν, ἀφοῦ θὰ οἰκοδομήσουν τὸν Πύργο τῆς Βαβέλ τους, χωρὶς ἐμᾶς, νὰ φτάσουν σ᾿ ἐμᾶς. Ἀλλὰ τότε τὸ ζῷο θἄρθει σ᾿ ἐμᾶς μπουσουλίζοντας, θὰ γλύψει τὰ πόδια μας, θὰ τὰ ποτίσει μ᾿ αἷμα καὶ δάκρυα. Κι ἐμεῖς θὰ σκαρφαλώσουμε πάνω του, θὰ ὑψώσουμε στὸν ἀγέρα τὸ κύπελλο ποὺ πάνω του θἆναι γραμμένη ἡ λέξη: «Μυστήριο!» 

Τότε μόνο ἡ γαλήνη κι ἡ εὐτυχία θὰ βασιλέψουν πάνω στοὺς ἀνθρώπους. Εἶσαι περήφανος γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς σου, ἀλλὰ δὲν πρόκειται παρὰ γιὰ λίγους διαλεχτούς, ἐνῷ ἐμεῖς θὰ δώσουμε τὴ γαλήνη σ᾿ ὅλους. Ἄλλωστε ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἰσχυρούς, ποὺ προορίζονται νὰ γίνουν ἐκλεκτοί, πόσοι δὲν ἔχουν κουραστεῖ ἐπιτέλους νὰ περιμένουν, πόσοι δὲν πρόσφεραν καὶ θὰ προσφέρουν ἀκόμη ἀλλοῦ τὴ δύναμη τοῦ πνεύματός τους καὶ τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς τους, πόσοι δὲ θὰ καταλήξουν νὰ ἐπαναστατήσουν ἐναντίον σου στ᾿ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας! Ὅμως ἐσὺ τοὺς τὴν ἔδωσες. 

Ἐνῷ ἐμεῖς θὰ τοὺς κάνουμε ὅλους εὐτυχισμένους, οἱ ἐπαναστάσεις κι οἱ σφαγές, ποὺ συνοδεύουν ἀξεχώριστα τὴν ἐλευθερία, θὰ σταματήσουν. Ὤ, θὰ τοὺς πείσουμε ὅτι δὲ θἆναι πραγματικὰ ἐλεύθεροι παρὰ μόνο ἂν παραιτηθοῦν ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία τους γιὰ χάρη μας. Ἔ, λοιπόν, θὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια ἢ θἄχουμε πεῖ ψέμματα; Θὰ πεισθοῦν κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὅτι μιλοῦμε τὴν ἀλήθεια, γιατὶ θὰ θυμηθοῦν σὲ ποιὰ δουλεία, σὲ ποιὰ ἀναταραχὴ τοὺς εἶχε βυθίσει ἡ δική σου ἐλευθερία. 

Ἡ ἀνεξαρτησία, ἡ ἐλεύθερη σκέψη, ἡ ἐπιστήμη θὰ τοὺς ἔχουν παρασύρει σ᾿ ἕνα τέτοιο λαβύρινθο, θὰ τοὺς φέρουν μπρὸς σὲ τόσα ἀνεξήγητα θαύματα κι αἰνίγματα, ποὺ ἄλλοι, ἔξαλλοι ἐπαναστάτες θὰ καταστρέψουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους, κι ἄλλοι ἐπαναστάτες κι αὐτοί, μὰ ἀδύναμοι, δειλοί, τρελλοὶ κι ἐξαθλιωμένοι, θὰ συρθοῦν στὰ πόδια μας φωνάζοντας: «Ναί, εἴχατε δίκιο, ἐσεῖς μόνο ξέρετε τὸ μυστικὸ καὶ σ᾿ ἐσᾶς ξαναγυρίζουμε· σῶστε μας ἀπ᾿ τὸν ἑαυτό μας!» Χωρὶς ἀμφιβολία, ὅταν θὰ πάρουν ἀπὸ μᾶς τὸ ψωμί, θὰ δοῦν βέβαια ὅτι τοὺς παίρνουμε τὸ δικό τους, ποὺ τὸ κέρδισαν μὲ τὸν ἴδιο τὸν κόπο τους, γιὰ νὰ τοὺς τὸ ξαναμοιράσουμε δίχως θαύματα, θὰ δοῦν ὅτι δὲ μεταλλάξαμε τὶς πέτρες σὲ ψωμιά, ἀλλ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ τοὺς εὐχαριστήσει περισσότερο κι ἀπ᾿ τὸ ψωμὶ τὸ ἴδιο, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι θὰ τὸ παίρνουν ἀπὸ τὰ χέρια μας! Γιατί θὰ θυμηθοῦν ὅτι παλιότερα, ἀκόμη καὶ τὸ ἴδιο τὸ ψωμί, ὁ καρπὸς τῆς δουλειᾶς τους, μετάλλαζε σὲ πέτρα μέσα στὰ χέρια τους, ἐνῷ ὅταν ξαναγυρίσουν κοντά μας, οἱ πέτρες θὰ μοιάζουν μὲ ψωμί. 

Θὰ καταλάβουν τὴν ἀξία τῆς ὁριστικῆς ὑποταγῆς. Ὅσο οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ μποροῦν νὰ τὰ καταλαβαίνουν ὅλ᾿ αὐτά, θἆναι δυστυχισμένοι. Ποιὸς ἔχει βάλει τὸ χέρι τοῦ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ τούτη ἡ ἀκατανοησία; Πές μου! Ποιὸς μοίρασε τὸ κοπάδι καὶ τὸ σκόρπισε σ᾿ ἄγνωστους δρόμους; Μὰ τὸ κοπάδι θὰ ξανασυγκροτηθεῖ, θαξαναβρεῖ τὴν ὑπακοή, κι αὐτὸ θἆναι πιὰ γιὰ πάντα. Τότε θὰ τοὺς προσφέρουμε μία ἤρεμη καὶ ταπεινὴ εὐτυχία, μιὰ εὐτυχία προσαρμοσμένη στὰ μέτρα τῶν ἀδύναμων πλασμάτων, τέτοιων ποὺ εἶναι. 

Θὰ τοὺς πείσουμε τέλος νὰ μὴν περηφανεύουνται, γιατὶ ἤσουν ἐσύ, ποὺ ἀνυψώνοντάς τους, τοὺς τὸ δίδαξες κι αὐτό· ἐμεῖς θὰ τοὺς ἀποδείξουμε ὅτι εἶναι ταπεινοὶ κι ἄχρηστα παιδιά, θλιβερὰ πλάσματα, μὰ πὼς ἡ παιδιάστικη εὐτυχία εἶναι πιὸ προσιτή. Θὰ γίνουν ντροπαλοί, δὲ θὰ θένε νὰ μᾶς χάσουν ἀπ᾿ τὰ μάτια τους, καὶ θὰ σφίγγονται πάνω μας μὲ τρόμο σὰν τὰ τρυφερὰ κλωσσοπούλια κάτω ἀπ᾿ τὰ φτερὰ τῆς κότας. Θὰ δοκιμάζουν μίαν ὅλο φόβο κατάπληξη, καὶ θἆναι περήφανοι γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐνεργητικότητα καὶ τὴν ἐξυπνάδα, ποὺ ἐμεῖς θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε νὰ παρουσιάζουν ὅλοι αὐτοί, μέσ᾿ ἀπὸ τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἐπαναστατημένων. 

Ἡ ὀργή μας θὰ τοὺς κάνει νὰ τρέμουν, ἡ ντροπὴ κι ἡ δειλία θὰ τοὺς πλημμυρίζει, τὰ μάτια τους θὰ πάρουν μία θρηνητικὴ ἔκφραση σὰν τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν· μά, σ᾿ ἕνα νόημά μας, θὰ περνοῦν τὸ ἴδιο εὔκολα στὴ χαρὰ καὶ στὸ γέλιο, σὰν ξένοιαστα παιδιά. Βέβαια, θὰ τοὺς ὑποχρεώνουμε νὰ δουλεύουν, μὰ τὶς ὦρες τῆς σχόλης τους, θὰ ὀργανώσουμε τὴ ζωή τους ἔτσι ποὺ νὰ μοιάζει σὰν παιχνίδι, μὲ τραγούδια, μὲ χορωδίες, μ᾿ ἀθῴους χορούς. 

Ὤ, ναί! Θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε ἀκόμη καὶ ν᾿ ἁμαρτάνουν, γιατί εἶν᾿ ἀδύναμοι, κι ἐξαιτίας αὐτοῦ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς ἀγαποῦν σὰν παιδιά. Θὰ τοὺς ποῦμε πὼς τὸ κάθε ἁμάρτημα θὰ ἐξαγοράζεται, ἂν ἔγινε μὲ τὴν ἄδειά μας· ἀπὸ ἀγάπη εἶναι ποὺ θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε ν᾿ ἁμαρτάνουν, καὶ θὰ παίρνουμε τὴ θλίψη καὶ τὸ βάρος πάνω μας. Θὰ μᾶς εὐλογοῦν σὰν εὐεργέτες ποὺ φορτωνόμαστε τὰ ἁμαρτήματά τους, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 

Δὲ θἄχουν πιὰ μυστικὰ ἀπὸ μᾶς. Ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ τῆς ὑπακοῆς τους, θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε ἢ θὰ τοὺς ἀπαγορεύουμε νὰ ζοῦν μὲ τὶς γυναῖκες τους, ἢ μὲ τὶς ἐρωμένες τους, νἄχουν παιδιὰ ἢ νὰ μὴ ἔχουν, κι αὐτοὶ θὰ μᾶς ἀκοῦνε μὲ χαρά. Θὰ μᾶς παραδίνουν τὰ πιὸ πολύτιμα μυστικὰ τῆς συνείδησής τους, θὰ λύνουμε ὅλα τὰ προβλήματά τους, καὶ θὰ δέχονται τὴν ἀπόφασή μας μὲ ξενοιασιά, γιατί θὰ τοὺς βγάζει ἀπ᾿ τὴ μεγάλη ἔγνοια νὰ διαλέξουν ἀπὸ μόνοι τους ἐλεύθερα. 

Κι ὅλοι τους θἆναι εὐτυχισμένοι, ἑκατομμύρια πλάσματα, ἔξω ἀπὸ καμιὰ ἑκατοστὴ χιλιάδες, τοὺς διευθυντές τους, ἔξω ἀπὸ μᾶς, ποὺ θὰ ξέρουμε τὰ μυστικά τους. Οἱ εὐτυχισμένοι θ᾿ ἀριθμοῦνται κατὰ δεκάδες χιλιάδες, κατὰ μυριάδες καὶ δὲ θὰ ὑπάρχουν παρὰ ἑκατὸ χιλιάδες μάρτυρες, ποὺ θὰ ξέρουν τὴν καταραμένη διάκριση ἀνάμεσα στὸ Καλὸ καὶ στὸ Κακό. Θὰ πεθάνουν εἰρηνικά, θὰ σβήσουν γλυκὰ στ᾿ ὄνομά σου, καὶ στὸ ὑπερπέραν δὲ θὰ βροῦν παρὰ τὸ θάνατο. Θὰ φυλάξουμε ὅμως τὸ μυστικό· θὰ τοὺς λικνίσουμε, ναί, θὰ τοὺς νανουρίσουμε, γιὰ τὴν εὐτυχία τους, μὲ μίαν αἰώνια ἀνταμοιβὴ στὸν οὐρανό. 

Γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωή, κάτι τέτοιο βέβαια δὲν εἶναι καμωμένο γιὰ πλάσματα σὰν κι αὐτά. Προφητεύουν ὅτι θὰ ξαναγυρίσεις γιὰ νὰ νικήσεις πάλι, περιτριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς σου, τοὺς πανίσχυρους καὶ περήφανους· θὰ ποῦν ὅτι δὲ θἄχουν σωθεῖ παρὰ μόνο ἐκεῖνοι ἀπὸ μόνοι τους, ἐνῷ ἐμεῖς θἄχουμε σώσει ὅλο τὸν κόσμο. Ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ πόρνη ἀνεβασμένη πάνω στὸ ζῷο καὶ κρατώντας στὰ χέρια της τὸ «κύπελλο τοῦ μυστηρίου» θἆναι ἀτιμασμένη, ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἐπαναστατήσουν πάλι, ὅτι θὰ ξεσχίσουν τὴν προρφύρα της καὶ θὰ καταβροχθίζουν τὸ «ἀκάθαρτο». 

Θὰ σηκωθῶ τότε καὶ θὰ δείξω τὶς μυριάδες τοὺς εὐτυχισμένους, ποὺ δὲ γνώρισαν τὸ ἁμάρτημα. Κι ἐμεῖς, ἐμεῖς ποὺ πήραμε ἀπάνω μας τὰ λάθη τους, γιὰ τὴν εὐτυχία τους, θ᾿ ἀνορθωθοῦμε μπροστά του καὶ θὰ ποῦμε: «Δὲ σὲ φοβόμαστε καθόλου· κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο βρεθήκαμε στὴν ἔρημο, ζήσαμε μ᾿ ἀκρίδες καὶ μέλι· κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο εὐλογήσαμε τὴν ἐλευθερία ποὺ παραχώρησες στοὺς ἀνθρώπους, κι ἑτοιμαστήκαμε νἄμαστε ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεκτούς σου, στοὺς ἰσχυροὺς καὶ στοὺς περήφανους, καὶ νὰ καοῦμε «γιὰ νὰ συμπληρώσουμε τὸν ἀριθμό». 

Ἀλλὰ συνήρθαμε καὶ δὲ θελήσαμε νὰ ὑπηρετήσουμε μία παράλογη ἰδέα. Ξαναγυρίζουμε γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ διόρθωσαν τὸ λάθος σου. Ἐγκαταλείψαμε τοὺς περήφανους καὶ γυρίσαμε κοντὰ στοὺς ταπεινούς, γιὰ νὰ φτιάξουμε τὴν εὐτυχία τους». Στὸ ξαναλέω, αὔριο, σ᾿ ἕνα νόημά μου, ὅλο αὐτὸ τὸ πειθαρχημένο κοπάδι θὰ φέρει ἀναμμένα κάρβουνα γιὰ τὴν πυρά, ὅπου θὰ σ᾿ ἀνεβάσουμε γιὰ νὰ μὴν ἐμποδίσεις τὸ ἔργο μας. Γιατί ἂν κάποιος ἀξίζει πιότερο ἀπ᾿ ὅλους νὰ καεῖ, αὐτὸς εἶσ᾿ ἐσύ. Αὔριο θὰ σὲ κάψω. Ἐλέχθη.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ορφικά και πυθαγόρεια μυστήρια

Η πυθαγόρεια αριθμολογία