TΑ XAΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ
Ο
Αριστοτέλης υπήρξε ο επιστημονικός θεμελιωτής της Ρητορικής Τέχνης. Οι
προγενέστεροι συνεκέντρωσαν όλην την προσοχή των στην επεξεργασία της τεχνικής για να
συγκινήσουν τους ακροατές τους ενώ ο Αριστοτέλης επεξεργάσθηκε την τεχνική της πειθούς με αποδείξεις, πράγμα
που τον οδήγησε σε μια φιλοσοφική και ψυχολογική διερεύνηση του αντικειμένου
του, όπως εμφανίζεται στα τρία βιβλία αυτού του βαθυστόχαστου έργου που φέρει
τον τίτλο « Ρητορική Τέχνη». Η «Ρητορική» εγράφη κατά το 330 π Χ δηλ. κατά τον
χρόνο της δευτέρας διαμονής του Αριστοτέλους στην Αθήνα.
Σύμφωνα
με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο οι ηλικίες κατανέμονται στην νεότητα, την ακμή και τα γηρατειά κάτι
που αρμόζει στην θεωρία περί μεσότητας του
Αριστοτέλη. Τα πάθη, οι συνήθειες ζωής και οι συμπεριφορές των ανθρώπων
εξαρτώνται από την ηλικία στην οποία βρίσκονται.
Οι μεν νέοι
λοιπόν είναι ως προς τα ήθη επιρρεπείς στις επιθυμίες τους, και είναι
ικανοί να εκτελέσουν εκείνα τα οποία τυχόν θα επιθυμήσουν. Και από τις
σωματικές τους επιθυμίες κατευθύνονται κατεξοχήν από τις ερωτικές επιθυμίες…..
είναι δε ευμετάβλητοι και αψίκοροι στις επιθυμίες τους, και επιθυμούν με
σφοδρότητα μεν αλλά γρήγορα ησυχάζουν……
είναι ορμητικοί, θυμώδεις, και ικανοί να παρασυρθούν από την οργή τους.
Και νικούνται από την ορμή τους, διότι εξ αιτίας της αγάπης τους προς την τιμή
δεν ανέχονται να τους παραμελούν , αλλά αγανακτούν εάν νομίζουν ότι αδικούνται.[1]
Επιδιώκουν
επομένως οι νέοι τον έρωτα την κοινωνική διάκριση και την φιλία. Είναι επίμονοι
και ενθουσιώδεις στις διεκδικήσεις τους αλλά και εύκολα παραιτούνται από αυτές
και τις ξεχνούν εάν απογοητευτούν, ωστόσο εξίσου εύκολα θέτουν νέους στόχους.
Τρέφουν αγαθές ελπίδες γιατί μοιάζουν πολύ με όσους βρίσκονται σε κατάσταση
έκστασης και μέθης, γι’ αυτό και εξαπατώνται
πολύ εύκολα. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχουν διδαχθεί την ηθική και την φρόνηση αλλά έχουν
δεχθεί την από τον νόμο οριζόμενη παιδεία. Βέβαια εκ φύσεως προτιμούν να
εκτελούν τα ηθικά από τα συμφέροντα για τούτο δε τον λόγο με βάση την αγάπη
επιλέγουν φίλους.( 1389 b).Διαθέτουν
ευσπλαχνία εφόσον θεωρούν τους πάντες
ανώτερους αλλά η έλλειψη επαρκούς
φρονήσεως τους κάνει να νομίζουν ότι τα γνωρίζουν όλα.[2]
Για τον Αριστοτέλη εφαλτήριο του ευδαίμονος βίου είναι η φρόνηση. Κύρια χαρακτηριστικά της ιδιότητας αυτής είναι ο πανανθρώπινος χαρακτήρας της, η εντελεχειακή προοπτική της, ηάμεση σχέση της με την αρετή και η καθολική αναφορά της στο φαινόμενο της ζωής. Τα χαρακτηριστικά αυτά υπαινίσσονται την ανάγκη της παιδαγωγικής παρέμβασης για να εκφραστεί η φρόνηση από τη δυνάμει της προοπτική σε ενεργητική παρουσία. Στην περίπτωση αυτή θα χρησιμοποιήσομε δύο χαρακτηριστικές αριστοτελικές εκφράσεις, οι οποίες αποδεσμεύουν την παιδαγωγική να επιχειρήσει τη δική της αποκλειστική κυβερνητική στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον άνθρωπο, «φύσει καί κατά φύσιν γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», εφαρμόζεται όμως ο λόγος αυτός και στο ιδιαίτερο αυτό χαρακτηρολογικό στοιχείο, τη φρόνηση. Η φρόνηση ως φύσει ιδιότητα του ζωικού είδους, φρόνιμο είναι και το θηρίο, όταν προφυλάσσεται από τους εχθρούς του, παρέχει τη δυνατότητα και την πιθανότητα της χειραγώγησής της από την επιστήμη. Η παρεχόμενη δηλαδή φυσική υποδομή εξυπηρετεί την ανάπτυξη των παιδαγωγικών χειρισμών. Πολύ περισσότερο εμπλουτίζεται η ανάπτυξη αυτή από το δεύτερο χαρακτηριστικό της φρόνησης, «κατά φύσιν» που προσιδιάζει μόνο στον άνθρωπο. Στην κατά φύσιν διαμόρφωση και εξέλιξη αυτής της φυσικής προδιαγραφής η παιδαγωγική έχει έναν από τους διαμορφωτικούς λόγους και μάλιστα τον ισχυρότερο. Η οικογενειακή αγωγή, η κοινωνική παιδεία, η συστηματική εκπαίδευση, όλες οι συστηματικές ή μη συστηματικές μορφές αγωγικής επίδρασης ενισχύουν τη φρόνηση και την οδηγούν στην εντελεχειακή ανάπτυξή της.
Για τον Αριστοτέλη εφαλτήριο του ευδαίμονος βίου είναι η φρόνηση. Κύρια χαρακτηριστικά της ιδιότητας αυτής είναι ο πανανθρώπινος χαρακτήρας της, η εντελεχειακή προοπτική της, ηάμεση σχέση της με την αρετή και η καθολική αναφορά της στο φαινόμενο της ζωής. Τα χαρακτηριστικά αυτά υπαινίσσονται την ανάγκη της παιδαγωγικής παρέμβασης για να εκφραστεί η φρόνηση από τη δυνάμει της προοπτική σε ενεργητική παρουσία. Στην περίπτωση αυτή θα χρησιμοποιήσομε δύο χαρακτηριστικές αριστοτελικές εκφράσεις, οι οποίες αποδεσμεύουν την παιδαγωγική να επιχειρήσει τη δική της αποκλειστική κυβερνητική στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον άνθρωπο, «φύσει καί κατά φύσιν γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», εφαρμόζεται όμως ο λόγος αυτός και στο ιδιαίτερο αυτό χαρακτηρολογικό στοιχείο, τη φρόνηση. Η φρόνηση ως φύσει ιδιότητα του ζωικού είδους, φρόνιμο είναι και το θηρίο, όταν προφυλάσσεται από τους εχθρούς του, παρέχει τη δυνατότητα και την πιθανότητα της χειραγώγησής της από την επιστήμη. Η παρεχόμενη δηλαδή φυσική υποδομή εξυπηρετεί την ανάπτυξη των παιδαγωγικών χειρισμών. Πολύ περισσότερο εμπλουτίζεται η ανάπτυξη αυτή από το δεύτερο χαρακτηριστικό της φρόνησης, «κατά φύσιν» που προσιδιάζει μόνο στον άνθρωπο. Στην κατά φύσιν διαμόρφωση και εξέλιξη αυτής της φυσικής προδιαγραφής η παιδαγωγική έχει έναν από τους διαμορφωτικούς λόγους και μάλιστα τον ισχυρότερο. Η οικογενειακή αγωγή, η κοινωνική παιδεία, η συστηματική εκπαίδευση, όλες οι συστηματικές ή μη συστηματικές μορφές αγωγικής επίδρασης ενισχύουν τη φρόνηση και την οδηγούν στην εντελεχειακή ανάπτυξή της.
Ο
Αριστοτέλης προσθέτει στις φιλοσοφικές και θεωρητικές αυτές αναφορές πρακτικό
και μεθοδολογικό προγραμματισμό. Με βάση την εξέλιξη των ανθρώπινων ηλικιών στο
7ο βιβλίο των Πολιτικών
στα κεφάλαια 14 και 15 ο Αριστοτέλης συζητεί την πρακτική για την επίτευξη του
ηθικού βίου[3].
Στη συζήτηση αυτή τονίζεται η επίδραση των μεγαλυτέρων, όσων ασκούναγωγική
επιρροή στη διαμόρφωση «τῆς
φύσης», «τοῦ ἔθους» και «τοῦ λόγου».
Στο κεφάλαιο 16 θέτει τους κανόνες του σωστού γάμου, της αναπαραγωγής και της
οικογενειακής ευημερίας γενικά, ενώ στο κεφάλαιο 17 αναπτύσσει τα στάδια της
παιδείας με βάση την ηλικιακή ανάπτυξη[4].
Έτσι, η φύσει εξελικτική πορεία του ανθρώπου ενισχύεται από τη διδαχή για να
επιτύχει τον ευδαίμονα βίο, όπου θεωρία και πράξη είναι στοιχεία αναπόσπαστα
συνυφασμένα. Με τη διαπίστωση ότι «ὁ
βίος πρᾶξις, οὐ ποίησίς ἐστιν»[5]
η παιδεία αναλαμβάνει να χειραγωγήσει σταθερά προς την αρετή, τις έξι από τις
επτά αιτίες που αναφέρονται στη Ρητορική
ως αιτίες των ανθρώπινων πράξεων, «βία,
φύσις, ἔθος, λογισμός, θυμός, ἐπιθυμία»[6].
Έργο
της παιδείας είναι επίσης να στρέφει το λόγο, τον πρακτικό λόγο που ασχολείται
με τον πόλεμο και τις επιχειρήσεις, ασχολία, και τον θεωρητικό που ασχολείται
με την ειρήνη και τον ελεύθερο χρόνο (σχολή), στην αρετή[7].
Έτσι, ενώ η φρόνηση υπάρχει φύσει στο ανθρώπινο γένος, οι αρετές δεν είναι
φυσικές ή αφύσικες, αλλά κατακτώνται δια του έθους. Όπως γινόμαστε οικοδόμοι
οικοδομούντες και κιθαριστές κιθαρίζοντες, έτσι ακριβώς γινόμαστε δίκαιοι ή
σώφρονες, εκτελώντας δίκαια ή σώφρονα έργα[8].
Με
τον ευδαίμονα βίο σχετίζεται η επικοινωνία. Από τη φρόνηση πηγάζει η δυναμική
της επικοινωνίας, η χάρη και η δύναμη των ανθρώπων, που μετουσιώνουν τις άθλιες
βιοτικές συνθήκες σε ευχάριστη κοινωνική και ατομική ατμόσφαιρα[9].
Έτσι, εμπλέκεται και η πολιτεία στην παιδαγωγική διακονία της φρόνησης.
Ο Αριστοτέλης σε μια μεγαλεπήβολη διάταση
ταυτίζει την πολιτική με τη φρόνηση. Κανένα πολιτικό έργο δε γίνεται χωρίς
φρόνηση. Η νομοθετική στοχοθεσία, συνέχεια της άγραφης νομοθεσίας, ταυτίζεται
εν γένει με την ευρύτερη παιδαγωγική χειραγώγηση προς την αρετή[10].
Η αθηναϊκή νομοθεσία σύμφωνα με την αριστοτελική περιγραφή εναρμονίζεται απόλυτα
με τη δια βίου διακονία της αρετής. Έτσι, η ανδρεία της πόλεως, η δικαιοσύνη
και η σωφροσύνη είναι ισοδύναμες και ισάξιες αρετές με τις αντίστοιχες ατομικές.
Όποσυμμετέχει σ’
αυτές κρίνεται ανδρείος, δίκαιος, και σώφρων[11].
Γι’ αυτό πολιτική και φρόνηση «ἡ
αὐτή ἕξις ἐστίν»[12].
Η
μεγάλη ηλικία κινείται σε ποιότητες αντίθετες από την νεαρή ηλικία.
Επειδή οι περισσότεροι από αυτούς έχουν εμπειρία πολλών πραγμάτων, έχουν
εξαπατηθεί και απογοητευθεί από τους ανθρώπους , η συμπεριφορά τους δε καθορίζεται από τα δικά τους σφάλματα και ενοχές,
είναι δύσπιστοι και αμφιβάλλουν συχνά.
Θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε κακόγνωμους
εφόσον βλέπουν τα πράγματα από την χειρότερή τους πλευρά.Δεν βιώνουν
δυνατά συναισθήματα, συμβαίνει μάλιστα σε αυτούς το παράδοξο να αγαπούν σαν να
επρόκειτο να μισήσουν και να μισούν σαν να επρόκειτο να αγαπήσουν.[13]
Ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τα θέματα της μνήμης και των γηρατειών σε ειδικές πραγματείες,- στις "Περί μνήμης και εγρηγόρσεως" και "Περί νεότητος και γήρως". Παράλληλα με μια φυσιοκρατική τοποθέτηση, με πολλή αντικειμενικότητα και παραστατικότητα αναφέρεται σε αρκετές ψυχολογικές έννοιες που και σήμερα χρησιμοποιούνται, όπως η εγχάραξη, η ανάκληση κλπ. Στην ίδια ενότητα έργων, δηλ. Στα "Μικρά Φυσικά", υπάρχουν έννοιες που σχετίζονται με το θέμα της μνήμης, όπως στα "Περί αισθήσεως και αισθητών" και "Περί ενυπνίων", όπου οι απόψεις του φιλοσόφου για την αισθητηριακή αντίληψη( που προηγείται της μνήμης), τη μετάδοση και διάρκεια αισθητικών ερεθισμάτων, την "εν τω βάθει κίνησιν" τους (απώθηση), τις συναισθηματικές επιδράσεις στα αισθητήρια κλπ. αποδεικνύονται πολύ επίκαιρες.
Ο Αριστοτέλης εισάγει την έννοια του "φαντάσματος" (ειδώλου, παράστασης) και της αίσθησης του χρόνου για να λειτουργήσει η μνήμη. Διαχωρίζει την ανάμνηση και φέρνει παραδείγματα αλληλουχίας και συσχετίσεων κατά τη λειτουργία της. Για τους γέροντες, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι υστερούν στη μνήμη εξαιτίας φθοράς με τον χρόνο και διότι οι παραστάσεις «δεν αγγίζουν την ψυχή τους" (δεν καθηλώνουν). Την όλη εξέλιξη από τη νεότητα στο γήρας και τον θάνατο την τοποθετεί σύμφωνα με τις δικές του (και της εποχής του) αντιλήψεις περί της φυσιολογίας του σώματος (σημασία στη θερμότητα, τις "αναθυμιάσεις" κλπ).
Επομένως οι ηλικιωμένοι άνθρωποι ζούν περισσοτερο με τις αναμνήσεις , τον φόβο του θανάτου , την εγωϊστική αγάπη της ζωής τους. Δεν ενδιαφέρονται τόσο για την Πολιτεία ούτε για την κοινή ζωή, φαίνονται ωστόσο εγκρατείς διότι οι επιθυμίες και ο θυμός τους είναι ήπιας μορφής ενώ ζούν περισσότερο σύμφωνα με το κέρδος παρά με την ευπρέπεια. Όταν αδικούν το κίνητρο τους είναι να κάνουν κακό και όχι να προσβάλλουν.
Σε αντίθεση με την νεότητα δεν αρέσκονται στους χαριτωμένους λόγους και τις αστειότητες, αλλά είναι πάντα σκυθρωποί και συχνά μεμψίμοιροι[14]
oι
άνδρες που βρίσκονται στην ακμή της ηλικίας στα
συναισθήματα, το ήθος και τις συνήθειες, βρίσκονται μεταξύ των δύο παραπάνω
κατηγοριών, εάν αφαιρέσουμε από κάθε μία την υπερβολή. Επομένως οι άνθρωποι που
βρίσκονται σε αυτήν την κατηγορία δεν διέπονται από υπερβολικό θάρρος ούτε από υπερβολικό φόβο,
δεν εμπιστεύονται τους πάντες αλλά ούτε και δυσπιστούν προς όλους, αλλά πιο
πολύ η κρίση τους είναι σωστή γιατί ακολουθούν την αλήθεια. Ακολουθούν
ταυτόχρονα και την ηθική και το συμφέρον. Δεν σπαταλούν όπως οι νέοι το χρήμα
ούτε είναι φειδωλοί στο να καλύπτουν με αυτό τις ανάγκες τους.[15] Είναι
εγκρατείς και μετρημένοι στην ανδρεία,
τον θυμό και την επιθυμία. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι οι παραπάνω ποιότητες βρίσκονται σε άκρα κατά την διάρκεια της
νεότητας και του γήρατος.
Οι γέροντες είναι φρόνιμοι και δειλοί και οι νέοι ανδρείοι και ακόλαστοι. Όσα από πράγματα που είναι ωφέλιμα, και τα μοιράζονται η νεότητα και τα γηρατειά αναζητήσουμε θα τα βρούμε στους ανθρώπους που βρίσκονται στην ακμή της ηλικίας τους. Θεωρητικά η σωματική ακμή τοποθετείται από τον Αριστοτέλη στο σώμα από τα τριάντα μέχρι τα τριανταπέντε και στην ψυχή γύρω στα σαράντα εννέα.[16]
Οι γέροντες είναι φρόνιμοι και δειλοί και οι νέοι ανδρείοι και ακόλαστοι. Όσα από πράγματα που είναι ωφέλιμα, και τα μοιράζονται η νεότητα και τα γηρατειά αναζητήσουμε θα τα βρούμε στους ανθρώπους που βρίσκονται στην ακμή της ηλικίας τους. Θεωρητικά η σωματική ακμή τοποθετείται από τον Αριστοτέλη στο σώμα από τα τριάντα μέχρι τα τριανταπέντε και στην ψυχή γύρω στα σαράντα εννέα.[16]
[1] Ευανθία Δρακωνάκη- Καζαντζάκη, Ρητορικής Β΄12 1388 b-1389a σελ 295.
[2] Ευανθία Δρακωνάκη
–Καζαντζάκη Ρητορικής Β’ 12 1389 a-b
[3]. Ἀριστοτέλους,
Πολιτικά, Η 14, 1333α 11-15. Φανερὸν οὖν ὅτι νομοθετητέον μὲν περὶ παιδείας
καὶ ταύτην ποιητέον κοινήν·
τίς δ' ἔσται
ἡ παιδεία
καὶ πῶς χρὴ παιδεύεσθαι,
δεῖ μὴ λανθάνειν. Νῦν γὰρ ἀμφισβητεῖται περὶ τῶν ἔργων. Οὐ γὰρ ταὐτὰ πάντες ὑπολαμβάνουσι δεῖν
μανθάνειν τοὺς νέους οὔτε
πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν ἄριστον βίον,
οὐδὲ φανερὸν πότερον πρέπει πρὸς τὴν διάνοιαν μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος· ἔκ
τε τῆς παιδείας ἐμποδὼν ἡ σκέψις ταραχώδης καὶ δῆλον οὐδὲν πότερον δεῖ ἀσκεῖν τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον ἢ τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετὴν ἢ τὰ περιττά (πάντα γὰρ ταῦτα εἴληφε κριτάς
τινας)· οὐθέν ἐστιν ὁμολογούμενον
περί τε τῶν
πρὸς ἀρετὴν (καὶ γὰρ εὐθὺς τὴν ἀρετὴν οὐ τὴν αὐτὴν πάντες τιμῶσιν,
ὥστ' εὐλόγως διαφέρονται
καὶ πρὸς τὴν ἄσκησιν αὐτῆς).Οὐ μὲν οὖν ἄδηλον ὅτι τῶν χρησίμων δεῖ
διδάσκεσθαι τὰ ἀναγκαῖα· ὅτι δὲ οὐ πάντα, διῃρημένων τῶν ἔργων ἐλευθερίων
τε καὶ τῶν ἀνελευθερίων
φανερόν, καὶ ὅτι τῶν χρησίμων δεῖ
μετέχειν ὅσα
τῶν τοιούτων
ποιήσει τὸν
μετέχοντα μὴ βάναυσον. Βάναυσον
δ' εἶναι δεῖ
νομίζειν τοῦτο
τὸ ἔργον καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι
ἀπεργάζονται τὸ σῶμα ἢ τὴν διάνοιαν τῶν ἐλευθέρων ἄχρηστον πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξει τὰς τῆς ἀρετῆς.[3]
Με άλλα λόγια οι νέοι διδάσκονται αυτά που είναι ωφέλιμα για τη ζωή ή αυτά που οδηγούν στην αρετή ή αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση (όλες αυτές οι απόψεις έχουν βρει τους υποστηρικτές τους). Ούτε υπάρχει καμιά απολύτως συμφωνία για το ποιες σπουδές οδηγούν στην αρετή (εδώ δεν έχουν την ίδια ιδέα για την αρετή όλοι αυτοί που την τιμούν!), ώστε είναι φυσικό να υποστηρίζουν διαφορετικές γνώμες κι ως προς την άσκησή τηςΔεν υπάρχει, βέβαια, αμφιβολία πως από τα ωφέλιμα πράγματα, τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν αυτά που 'ναι αναγκαία για τη ζωή, όχι, βέβαια, όλα, δεδομένου πως οι ασχολίες διακρίνονται σ' αυτές που ταιριάζουν και σ' αυτές που δεν ταιριάζουν σε λεύτερους ανθρώπους· όπως επίσης είναι φανερό ότι κι από τα χρήσιμα πράγματα, τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν όσα δεν κάνουν αυτόν που τα μαθαίνει ευτελή και τιποτένιο. Ευτελή και τιποτένια πρέπει να θεωρούμε κάθε ασχολία, τέχνη ή μάθηση που κάνει το σώμα ή το μυαλό των ελεύθερων ανθρώπων άχρηστο για τα έργα και τις πράξεις της αρετής.
Με τη διαπίστωση ότι «ὁ βίος πρᾶξις, οὐ ποίησίς ἐστιν»[3] η παιδεία αναλαμβάνει να χειραγωγήσει σταθερά προς την αρετή, τις έξι από τις επτά αιτίες που αναφέρονται στη Ρητορική ως αιτίες των ανθρώπινων πράξεων, «βία, φύσις, ἔθος, λογισμός, θυμός, ἐπιθυμία»[3]. Έργο της παιδείας είναι επίσης να στρέφει το λόγο, τον πρακτικό λόγο που ασχολείται με τον πόλεμο και τις επιχειρήσεις, ασχολία, και τον θεωρητικό που ασχολείται με την ειρήνη και τον ελεύθερο χρόνο (σχολή), στην αρετή[3]. Έτσι, ενώ η φρόνηση υπάρχει φύσει στο ανθρώπινο γένος, οι αρετές δεν είναι φυσικές ή αφύσικες, αλλά κατακτώνται δια του έθους. Όπως γινόμαστε οικοδόμοι οικοδομούντες και κιθαριστές κιθαρίζοντες, έτσι ακριβώς γινόμαστε δίκαιοι ή σώφρονες, εκτελώντας δίκαια ή σώφρονα έργα[3].
Με άλλα λόγια οι νέοι διδάσκονται αυτά που είναι ωφέλιμα για τη ζωή ή αυτά που οδηγούν στην αρετή ή αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση (όλες αυτές οι απόψεις έχουν βρει τους υποστηρικτές τους). Ούτε υπάρχει καμιά απολύτως συμφωνία για το ποιες σπουδές οδηγούν στην αρετή (εδώ δεν έχουν την ίδια ιδέα για την αρετή όλοι αυτοί που την τιμούν!), ώστε είναι φυσικό να υποστηρίζουν διαφορετικές γνώμες κι ως προς την άσκησή τηςΔεν υπάρχει, βέβαια, αμφιβολία πως από τα ωφέλιμα πράγματα, τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν αυτά που 'ναι αναγκαία για τη ζωή, όχι, βέβαια, όλα, δεδομένου πως οι ασχολίες διακρίνονται σ' αυτές που ταιριάζουν και σ' αυτές που δεν ταιριάζουν σε λεύτερους ανθρώπους· όπως επίσης είναι φανερό ότι κι από τα χρήσιμα πράγματα, τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν όσα δεν κάνουν αυτόν που τα μαθαίνει ευτελή και τιποτένιο. Ευτελή και τιποτένια πρέπει να θεωρούμε κάθε ασχολία, τέχνη ή μάθηση που κάνει το σώμα ή το μυαλό των ελεύθερων ανθρώπων άχρηστο για τα έργα και τις πράξεις της αρετής.
Με τη διαπίστωση ότι «ὁ βίος πρᾶξις, οὐ ποίησίς ἐστιν»[3] η παιδεία αναλαμβάνει να χειραγωγήσει σταθερά προς την αρετή, τις έξι από τις επτά αιτίες που αναφέρονται στη Ρητορική ως αιτίες των ανθρώπινων πράξεων, «βία, φύσις, ἔθος, λογισμός, θυμός, ἐπιθυμία»[3]. Έργο της παιδείας είναι επίσης να στρέφει το λόγο, τον πρακτικό λόγο που ασχολείται με τον πόλεμο και τις επιχειρήσεις, ασχολία, και τον θεωρητικό που ασχολείται με την ειρήνη και τον ελεύθερο χρόνο (σχολή), στην αρετή[3]. Έτσι, ενώ η φρόνηση υπάρχει φύσει στο ανθρώπινο γένος, οι αρετές δεν είναι φυσικές ή αφύσικες, αλλά κατακτώνται δια του έθους. Όπως γινόμαστε οικοδόμοι οικοδομούντες και κιθαριστές κιθαρίζοντες, έτσι ακριβώς γινόμαστε δίκαιοι ή σώφρονες, εκτελώντας δίκαια ή σώφρονα έργα[3].
[4].
Ἀριστοτέλους,
Πολιτικά, Η 17, 1336a 23-26 και 1336b 2-23.
[5].
’Ηθικά Νικομάχεια VI. 8, 122, 5-6.
[6].
Ρητορική Α. 10. 1369α, 1-10, «ὥστε
πάντα ὅσα πράττουσιν ἀνάγκη πράττειν δι’ αἰτίας
ἑπτά, διά τύχην, διά φύσιν, διά
βίαν, δι’ ἔθος, διά λογισμόν, διά θυμόν, δι’
ἐπιθυμίαν».
[7].
Ross
W.
D.,
Ο Αριστοτέλης, μτφ. Μ. Μήτσου, Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, (1993), σ.382.
[8].
Ἀριστοτέλους, Τοπικά, 1103a 14 – b 25.
[9].
Ἀριστοτέλους,
Προτρεπτικός,
10C,
Oxford
1964, 42.
[10]. ’Ηθικά Νικομάχεια
ΙΙΙ, 1130b,
93, 11-12. «σχεδόν γάρ τά
πολλά τῶν νομίμων τά
ἀπό τῆς
ὅλης ἀρετῆς
προσταττόμενα ἐστίν· καθ’ ἑκάστην
γάρ ἀρετήν
προστάττει ζῆν καί
καθ’ ἑκάστην μοχθηρίαν κωλύει ὁ
νόμος. Τά δέ
ποιητικά τῆς ὅλης
ἀρετῆς
ἐστί τῶν
νομίμων ὅσα νενομοθέτηται
περί παιδείαν τήν πρός
τό κοινόν οἱ
γάρ νομοθέται τούς
πολίτας ἐθίζοντες
ποιοῦσιν ἀγαθούς,
καί τό
μέν βούλημα παντός νομοθέτου τοῦτ’
ἐστίν, ὅσοι
δέ μή
εὖ αὐτό
ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν,
καί διαφέρει ταύτῳ
πολιτεία πολιτείας ἀγαθή φαύλης».
[11]. Ἀριστοτέλους
Πολιτικά
Η, 1323b
30-36.
[12].
’Ηθικά Νικομάχεια
ΙΙ. Ι. 1103b,
3-6.
[13]
Ευανθία Δρακωνάκη – Καζαντζάκη, Ρητορική
Β΄κεφ 13, 1389a.
[14] Το αυτό 1390α.
[15]
Ευανθία Δρακωνάκη- Καζαντζάκη, Ρητορική
Β΄1390 b.
[16] Αριστοτέλους, Πολιτικά, 16, 1335 b.