Ο Παρμενίδης και το Ον ως σταθερότητα της θεικής μορφής
Πρώτο και έσχατο ζητούμενο της
φιλοσοφικής δραστηριότητας είναι η αποκάλυψη του κοσμικού μυστηρίου. Αμεση
απόρροια αυτής της ανακάλυψης, αν επιτευχθεί, είναι η κατανόηση της θέσης του
ανθρώπου μέσα στο συνολικό πλέγμα σχέσεων της φυσικής πραγματικότητας. Για
ολόκληρη την ελληνική φιλοσοφία η ηθική υποτάσσεται στην οντολογία. Ο πρώτος
έλληνας διανοητής που διαστοχάστηκε την έννοια του όντος και χρησιμοποίησε
αυτόν τον όρο για να δηλώσει την ουσιώδη ενότητα και ταυτότητα των επί μέρους
πραγμάτων του κόσμου είναι ο Παρμενίδης. Για την αρχαία φιλοσοφική παράδοση ο
Παρμενίδης είναι ο κατ' εξοχήν φιλόσοφος του όντος.
Τα τελευταία χρόνια έχει παρουσιαστεί στην Ελλάδα μια
διστακτική αλλά ελπιδοφόρα άνθηση στον χώρο της μελέτης των αρχαίων φιλοσόφων
που ξεπερνά τα στενά παραδοσιακά όρια του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο
Παρμενίδης ανήκει στην κατηγορία των λεγομένων προσωκρατικών φιλοσόφων. Ο όρος,
αν και δεν είναι πλήρως ικανοποιητικός, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον
φιλοσοφικό στοχασμό που άκμασε στην Ελλάδα πριν από την τομή που επέφερε η
απορητική μέθοδος του Σωκράτη. Οι περισσότεροι προσωκρατικοί ήταν φυσιολόγοι.
Ενδιαφέρονταν για την πρώτη φυσική αρχή του κόσμου, δηλαδή για το πρώτο
στοιχείο από το οποίο προέρχονται όλα τα πράγματα του κόσμου. Το βασικό ερώτημα
που απασχολούσε τη σκέψη τους ήταν: Τι άραγε να αποτελεί τη ρίζα των πολλών και
ποικίλων πραγμάτων που κεντρίζουν τις αισθήσεις μας; Απαντώντας σε τούτο το
ερώτημα οι προσωκρατικοί πρότειναν διάφορες λύσεις. Αλλος είπε ότι όλα τα
πράγματα είναι νερό, άλλος ότι είναι αέρας, κάποιος τρίτος ότι είναι το
απέραντο και ένας τέταρτος ότι είναι η φωτιά. Η βαθύτητα του στοχασμού των
προσωκρατικών μπορεί εύκολα να συσκοτιστεί από απλουστευτικές εκθέσεις που
στηρίζονται στον δήθεν μυθικό πρωτογονισμό των απόψεών τους.
Απέναντι στους φυσιολόγους και την παράδοση των
ιωνικών ακτών της Μικράς Ασίας αντιτάχθηκε η λεγομένη σχολή της Ελέας της Κάτω
Ιταλίας. Ο κυριότερος εκπρόσωπός της, ο Παρμενίδης, υποστήριξε ότι η ενότητα
των πραγμάτων του κόσμου δεν βασίζεται σε μια κοινή υποκείμενη φυσική ουσία,
αλλά στην ίδια τους την οντότητα. Με τον Παρμενίδη εγκαταλείπεται ο λεγόμενος
υλοζωισμός των ιώνων φυσιολόγων και εγκαινιάζεται η μεταφυσική και η οντολογία.
Ολόκληρη η ελληνική φιλοσοφία αποσκοπεί στη γνώση. Η
κατανόηση των πραγμάτων του κόσμου είναι ο απώτερος προορισμός του φιλοσοφικού
ταξιδιού. Επειδή όμως τα πράγματα καθαυτά είναι μυστηριώδη και κρυμμένα, η
φιλοσοφία χρησιμοποιεί τον λόγο ως όργανο ανακάλυψης της ουσίας των πραγμάτων
που αρνούνται να αυτοαποκαλυφθούν. Ετσι ξεκινά ένας δεύτερος πλους με προορισμό
και πάλι τη γνώση, με άλλα όμως, αυτή τη φορά, μέσα ναυσιπλοΐας και διαφορετική
ίσως ρότα. Ο Σωκράτης εγκαινιάζει συνειδητά αυτό το δεύτερο ταξίδι με ρητή
δήλωση στον πλατωνικό Φαίδωνα.Ξεκίνησε
όμως πράγματι τότε το ταξίδι του λόγου ή μήπως είχε ήδη ξεκινήσει νωρίτερα; Η
άποψη του Π. Θανασά είναι ότι το σκάφος του λόγου πέφτει στα νερά της λογικής
αναζήτησης και κάνει το εναρκτήριο ταξίδι του με πρώτο κυβερνήτη τον Παρμενίδη.
Η θέση αυτή τον αναγκάζει να θεωρήσει τον Εφέσιο Ηράκλειτο, τον πρώτο συνειδητό
φιλόσοφο του λόγου, ως νεότερο από τον Παρμενίδη.
Στην αρχαία φιλοσοφική παράδοση ο Παρμενίδης πέρασε ως
ο φιλόσοφος που υποστήριξε την ακινησία του όντος και αρνήθηκε την πολλαπλότητα
και ποικιλομορφία του αισθητού κόσμου. Οι κατηγορίες που συχνότατα εκτοξεύονται
κατά της φιλοσοφίας του αφορούν κατά κύριο λόγο την υπέρμετρη αδιαφορία προς
την αισθητηριακή πρόσληψη της πραγματικότητας που ο στοχασμός του προϋποθέτει.
Το γεγονός ότι οι αισθήσεις ενδέχεται να αποβούν κακός οδηγός για όποιον
αποφασίσει να δει την ουσία των πραγμάτων είναι κοινός τόπος στην αρχαία σκέψη.
Η ιδιαιτερότητα του Παρμενίδη όμως ήδη για την αρχαία πρόσληψη του έργου του
έγκειται στα συμπεράσματα που ο ίδιος εξήγαγε, αφού είχε προηγουμένως οδηγήσει
την κοινή πεποίθηση για το επισφαλές των αισθήσεων στις ακραίες της συνέπειες.
Η βασική θέση του παρμενίδειου στοχασμού είναι ότι «το ον είναι αγέννητο και
ανώλεθρο, πλήρες και ενιαίο και ατάραχο και τέλειο» (απόσπ. 8). Ποιο όμως είναι
αυτό το ον; ρωτούσαν οι αρχαίοι και εξακολουθούν να ρωτούν οι νεότεροι
μελετητές. Το ερώτημα αυτό θεωρεί άστοχο ο Π. Θανασάς και την ακαταλληλότητά
του προτίθεται να αποδείξει στη μονογραφία του.
Ο Παρμενίδης, υποστηρίζει ο Π.Θ., δεν απαντά στο
ερώτημα «τι το ον;» που απασχολούσε τους προγενέστερους και μεταγενέστερους
στοχαστές, αλλά τονίζει το κοινό βάθρο της ύπαρξης όλων των πραγμάτων που
είναι. Η κύρια θέση του βιβλίου βασίζεται σ' αυτή την εσκεμμένη ανιστορική
θεώρηση. Η πραγμάτευση του θέματος ακολουθεί συστηματική και όχι ιστορική
μέθοδο έρευνας. Σπανίως παρουσιάζονται επιχειρήματα ιστορικής απόκλισης και η
ισχύς τους βεβαίως αποδυναμώνεται από το συνολικό πλαίσιο στο οποίο
εντάσσονται. Αν και ανιστορική η προσέγγιση του Π.Θ. ενέχει, ωστόσο, ένα βασικό
στοιχείο ιστορικότητας. Εκκίνηση της ερμηνείας που προτείνεται είναι η διάθεση
του συγγραφέα να αποκρούσει την παραδοξολογία της φιλοσοφίας του Ελεάτη και να
αποσείσει την ασυμβατότητά της προς την υπόλοιπη ελληνική σκέψη στοιχεία
βεβαίως που οι ίδιοι οι αρχαίοι είχαν καίρια διαγνώσει. Σκοπός λοιπόν της
μελέτης είναι η ένταξη της παρμενίδειας σκέψης στη γενικότερη φυσιολατρική
στάση της φιλοσοφικής προοπτικής των Ελλήνων.
Παρά τις γερμανικές καταβολές της ερμηνευτικής
προσέγγισης του συγγραφέα τα ονόματα των Heidegger και Gadamer επανέρχονται
συχνά στη συζήτηση, άλλοτε φανερά και άλλοτε κεκαλυμμένα , η ανάλυση του
θέματος χαρακτηρίζεται από πραγματισμό. Από εκεί εκπορεύεται η αντίθεση τόσο
προς ακραιφνώς ιδεαλιστικές ερμηνείες όσο και προς προσεγγίσεις αναλυτικής
κατεύθυνσης (φιλοσοφία της γλώσσας, τυπική λογική). Η μέση οδός του κοινού νου
βρίσκεται πίσω από επιμελημένα φιλοσοφικά και φιλολογικά επιχειρήματα και η
νηφαλιότητα μιας κατανοήσιμης και αναβιώσιμης κεντρικής θέσης αναδύεται ως
αποτέλεσμα της κατά βάθος πραγματιστικής διαπραγμάτευσης. Ο Παρμενίδης είναι,
κατά τον Π.Θ., ο πρώτος φιλόσοφος που πολύ πριν από τον Heidegger στοχάστηκε τη
λήθη του Είναι και ασχολήθηκε με την α-λήθεια ως τρόπο αποκάλυψης του γνωστού
αλλά όχι εγνωσμένου, ή, αλλιώς, του γνωστού αλλά λησμονημένου. Το κοινό
στοιχείο όλων των πραγμάτων του κόσμου ή του νου είναι το γεγονός της ύπαρξής
τους, ένα γεγονός που ουδόλως αλλοιώνεται από τη φυσική γένεση και φθορά, που,
κατά την προτεινόμενη ερμηνεία, καθόλου δεν αρνείται ο ελεάτης σοφός. Το
ανώλεθρο, αγέννητο, ακίνητο και τέλειο ον του παρμενίδειου στοχασμού είναι το
ίδιο το Είναι των όντων, ή όπως αλλιώς, ακολουθώντας τον Πλάτωνα, θέλει να το
ονομάσει ο Π.Θ., η Ιδέα του Οντος. Παρά τον υφέρποντα μοντερνισμό μιας τέτοιας
προσέγγισης η σύλληψη είναι προκλητικά δελεαστική.
Το σημείο το οποίο θα άξιζε ιδιαίτερης κριτικής αφορά
την άποψη του Π.Θ. ότι το Είναι και το Λέγειν, το πεδίο του Οντος και το πεδίο
της Γλώσσας, είναι ομοεκτατά. Η αλήθεια, υποστηρίζει ο συγγραφέας, είναι
πάντοτε άμεσα εκφράσιμη στη γλώσσα. Ωστόσο, αντίθετα με ό,τι πιστεύει η
σύγχρονη γλωσσολογία, η ουσιαστική επικοινωνία δεν γίνεται μεταξύ ενός πομπού
και ενός δέκτη· επιτυγχάνεται μόνο αν προϋπάρχουν κοινά βιώματα, δηλαδή μόνο αν
το αντικείμενο της επικοινωνίας έχει προηγουμένως διαμεσολαβηθεί από τον κόσμο
της εμπειρίας μας, δηλαδή από το ον. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο αναγκαζόμαστε
να ανατρέξουμε στις προθέσεις ενός ομιλητή και να διαβάσουμε πέρα από τις
λέξεις ενός συγγραφέα προκειμένου να κατανοήσουμε πραγματικά τα λεγόμενά του. Η
επικοινωνιακότητα άρα της γλώσσας στηρίζεται στη νοητότητα του Οντος: το Λέγειν
εκφράζει μόνο ένα μέρος του Είναι, το μέρος που έχει προηγουμένως βιωθεί και
νοηθεί.
Στα μειονεκτήματα της μελέτης συγκαταλέγεται ο ενίοτε
υπερβολικά διαλεκτικός χαρακτήρας, ο ελεγκτικός και πολεμικός τόνος και η
εριστική διάθεση. Ο συγγραφέας υποστηρίζει με σαφήνεια τις απόψεις του έναντι
των ερμηνειών που έχουν κατά καιρούς προταθεί από άλλους μελετητές, αλλά δεν
κατορθώνει να αποφύγει την άσκοπη αντιδικία με προτάσεις διαφορετικής
ερμηνευτικής κατεύθυνσης από τη δική του. Στα πλεονεκτήματα του έργου, εκτός
από την πολύ επιμελημένη έκδοση των ΠΕΚ, πρέπει να αναφερθούν επίσης το
ευρετήριο κυρίων ονομάτων και το παράρτημα με τα σωζόμενα αποσπάσματα του
Παρμενίδη. Το τελευταίο, αν και δεν έχει αξιώσεις κριτικής έκδοσης, προάγει
ωστόσο την έρευνα με τη θαρραλέα υποστήριξη παλαιών γραφών και νεότερων
διορθώσεων. Στην προσεγμένη μετάφραση που πλαισιώνει τα αρχαία αποσπάσματα ο
αναγνώστης θα πρέπει να είναι βεβαίως προσεκτικός: η προτεινόμενη απόδοση του
νοήματος απηχεί προφανώς τις συγκεκριμένες ερμηνευτικές απόψεις που ο
συγγραφέας αναπτύσσει στο κυρίως μέρος της εργασίας του.