Απόσπασμα απο πανεπιστημιακό πόνημα της Φωτεινής Κακογιάννου για την ανθρώπινη ανισότητα
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ένα είδος φυσικής επιλογής δεν
αφήνει να επιζήσουν παρά τα ισχυρά άτομα
Η επιβίωση του ανθρώπου τοποθετείται πέρα από τα γεγονότα και την
μεταβλητότητα. Είναι φανερό ότι η περιγραφή
αυτή,αναγκαστικά φανταστική ,των ανθρώπων «διασκορπισμένων στην
επιφάνεια της γης», θυμίζει παρόμοιες αναφορές από τον «Λόγο περί
Ανισότητας».Σε αυτόν δεν υπάρχει κοσμική ή δημιουργική επινόηση:βρισκόμαστε
στην γή όπως ο Θεός την τοποθέτησε στο σύμπαν.Ο άνθρωπος επομένως δεν βρίσκεται
στον κήπο της Εδέμ.Προσαρμόζεται στο φυσικό περιβάλλον που ορίζει την φυσική
επιλογή κατά την οποία τα ισχυρά άτομα
δίνουν ζωή σε άλλα ισχυρά άτομα.
Η μετάβαση έξω από την ιστορία
διενεργείται με την συνεργασία της φυσικής κατάστασης και της εθνογραφικής
παρατήρησης: «απογυμνώνουμε τον άνθρωπο από όλα όσα θα ήταν μη φυσικά ή τεχνητά».[1]Στην σύγχρονη εποχή το ένστικτο της αναπαραγωγής και αυτό
το φυσικό συναίσθημα που ο Rousseau ονομάζει οίκτο, διατηρεί τον κοινωνικό δεσμό. Η παραπάνω
ανάγκη μπορεί να αναχθεί και στην φύση και στην ιστορία.Δέν είναι βέβαιο ότι
στην σκέψη του Rousseau η κοινωνία είναι φυσική,όπως ο Λόγος. Τουλάχιστον την εποχή που έγραφε τον
«Λόγο περί της ανθρώπινης ανισότητας», δεν φαίνεται να βλέπει στην φύση του
ανθρώπου ένα είδος ενστίκτου, ην κοινωνικότητα,η οποία θα οδηγήσει τον άνθρωπο
να συνενωθεί με τους άλλους,ώστενα μην ικανοποιείται πλέον από επεισοδιακές
προσεγγίσεις Πιθανόν η προέλευση της κοινωνικότητας να βρίσκεται περισσότερο
στην εργασία παρά στην φύση,αν δεχθούμε ότι αυτή η ανάγκη είναι στην ουσία η
απαίτηση ενός σκοπού, που πρέπει να επιτελέσουμε από κοινού,παρά το ένστικτο
που αφυπνίζεται με την ευκαιρία αυτού του σκοπού.Σ’αυτήν την υπόθεση η
κοινωνικότητα είναι περισσότερο η αλληλεγγύη,η οποία επιβάλλεται στους
ανθρώπους μέσω της κοινής εργασίας.[2]
Ο Rousseau εξάλλου δείχνει να μην προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στο
ζήτημα: «ας πούμε ότι κάποια φυσική κλίση οδήγησε τους ανθρώπους να ενωθούν σε
κοινωνία,ας πούμε ότι οι άνθρωποι οδηγήθηκαν σε αυτήν την ένωση κινούμενοι από
τις αμοιβαίες τους ανάγκες.»[3]
2
Η εργασία εμφανίζει τον Λόγο,γιατί η
λογική σκέψη συνδιάζει τα μέσα που απαιτούνται προκειμένου να επιτευχθεί ο
σκοπός της.Αλλά η εργασία δεν δημιουργεί τον Λόγο.Εάν αυτός αναπτύσσεται αυτό
συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος τον κατέχει εκ φύσεως,στην φυσική κατάσταση όμως του είναι δύσκολο να τον αναπτύξει.Ακόμη
και εδώ μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο Rousseau παραμένει πιστός σε μία θεμελιώδη αρχή της αρχαίας φιλοσοφίας:o άνθρωπος είναι όν ορθολογικό.Στήν φυσική κατάσταση ο
άνθρωπος είναι ένα όν ορθολογικό σύμφωνα με την κλασσική διατύπωση,αλλά σε
αυτόν η λογική σκέψη παραμένει σε κατάσταση ύπνωσης.Το γεγονός αυτό έχει άμεση
συνέπεια στην ηθική συγκρότηση του ανθρώπου,δεδομένου ότι το όν που έτσι
διαμορφώνεται προσαρμόζεται στο περιβάλλον της φυσικής γονιμότητας,δίχως να
αναζητεί περαιτέρω αξίες.Ο άνθρωπος είναι ράθυμος και απομονωμένος.
Η φυσική κατάσταση είναι σταθερή και
αμετάβλητη στην ουσία της.Η διαφορά ανθρώπου προς άνθρωπο είναι σαφώς μικρότερη
στην φυσική κατάσταση από ότι στην κοινωνική.Το όν που διαθέτει συνθήκες
ύπαρξης τέτοιες,ώστε η ζωή του να μην απαιτεί καμμία προσπάθεια επινόησης,ή
αναζήτησης,δεν έχει ανάγκη να οδηγηθεί από
την φυσική κατάσταση σε κάτι άλλο.Ο άνθρωπος επομένως δεν βρίσκεται στον κήπο
της Εδεμ.Προσαρμόζεται στο φυσικό περιβάλλον που ορίζει την φυσική κατάσταση.Σε
αυτό δεν υπάρχει κοσμική ή δημιουργική επινόηση.Βρισκόμαστε στην γη όπως ο θεός
την επινόησε μέσα στο σύμπαν.Ένα είδος φυσικής επιλογής,επιτρέπει να επιζήσουν
τα ισχυρά άτομα,τα οποία προσφέρουν ζωή σε άλλα ισχυρά άτομα.[4]
Ο Rousseau ανακαλύπτει την φυσική αγαθότητα σε δύο τάσεις που με
φυσικό τρόπο είναι εγγεγραμμένες στον άνθρωπο:το ένστικτο της διατήρησης και
τον οίκτο.Το πρώτο που αποσκοπεί στην διατήρηση του Είναι είναι εμφανώς καλό
αφ’εαυτού.Οι ιδέες του φιλοσόφου σε σχέση με την φυσική αγαθότητα καθίστανται
πιο προσωπικές με εκείνο που αποκαλεί «οίκτο».Πρόκειται για την εγγενή απέχθεια
να υποφέρει ο όμοιός μας.Υφίσταται στον οίκτο μία κλίση η οποία ενεργοποιείται
αυτομάτως από το θέαμα ενός πόνου,αναγκαστικά ευκαιριακού.Ωστόσο η κλίση αυτή
δεν γίνεται τελικά η αρχή μίας διαρκούς σχέσης όπως η αλληλεγγύη.
Είναι σίγουρο ότι ο οίκτος είναι ένα
φυσικό αίσθημα,που μετριάζει σε κάθε άτομο την δραστηριότητα του εγωισμού
του,και συντελεί στην επιβίωση του ανθρώπινου είδους.Μας οδηγεί αυτόματα να
βοηθάμε όσους βλέπουμε να υποφέρουν.Αυτός κατέχει την θέση του νόμου των ηθών
και της αρετής στην
3
φυσική κατάσταση.Αυτός εμποδίζει τον
άγριο ρωμαλέο άνθρωπο να αρπάξει την τροφή από ένα αδύναμο παιδί ή από έναν
εξασθενημένο γέρο.[5]Πρέπει να αναζητήσουμε σε αυτό το φυσικό αίσθημα παρά σε
ανώτερους συλλογισμούς,την πηγή της απέχθειας,που αισθάνεται κάθε άνθρωπος για
το κακό.
Στον πρόλογο του Νάρκισσου,ο Rousseau περιγράφει την νοοτροπία ανάλυσής του: «ξεκίνησα από τα
γεγονότα και έδειξα ότι τα ήθη εκφυλίστηκαν σε όλους τους λαούς του κόσμου,όσο
η αγάπη για την μελέτη και τα γράμματα εξαπλώθηκε ανάμεσά τους.» (ΙΙ 965).
Η περιγραφή των γεγονότων είναι
σύμφωνη με την επαγωγική μέθοδο,η οποία ανάγει συγκεκριμένες παρατηρήσεις στο
γενικό κανόνα.Ο Rousseau αναφέρεται πολύ συχνά στις ιστορικές επαγωγές του… «η καθημερινή άνοδος
και κάθοδος των υδάτων στον ωκεανό δεν ήταν πιο τακτικά καθυποταγμένες στην
πορεία του Άστρου που μας φωτίζει την νύχτα,όσο η μοίρα των ηθών και της
χρηστότητας στην πρόοδο των επιστημών και των τεχνών».[6]
Ο Λόγος αναπτύσσεται σκιαγραφώντας την εικόνα μίας μεγάλης αυγής που
δεν αργεί να αποδειχθεί απατηλή.Ο κόσμος των «φώτων» είναι ένας κόσμος
διπλοπροσωπίας στον οποίο ο καθένας υποδύεται έναν συγκεκριμένο ρόλο,που του
έχει διδαχθεί.Το Είναι και το Φαίνεσθαι διαχωρίζονται, η ευγενική συμπεριφορά
συγκαλύπτει το βάθος της καρδιάς.[7]
Σε μία πολύ όμορφη παράγραφο στο
δεύτερο μέρος του Λόγου,παρουσιάζει την αλλοίωση των ηθών από τους αρχικούς
καιρούς όταν οι άνθρωποι κατοικούσαν σε καλύβες,που μοιράζονταν με τους θεούς
τους,ως την εποχή που οι θεοί δέχονταν χωριστά μεγαλόπρεπους ναούς,ενώ
ταυτόχρονα οικοδομούνται τα «παλάτια των ισχυρών».
Η παλαιά αντίθεση της αλήθειας και
του ψεύδους,της φύσης και του τεχνητού,του σώματος και του καλλωπισμού,του
προσώπου και του
4
προσωπείου,του ποιείν και του
λέγειν,χρησιμοποιείται από τον Rousseau σε όλο της το εύρος στον πρόλογο του Ναρκίσσου (1752).
«γνωρίζω ότι όσοι ρητορεύουν τα έχουν πεί αυτά εκατό φορές.Τα έλεγαν όμως με
μεγαλορρημοσύνη,ενώ εγώ μιλώ βασισμένος σε λογικά επιχειρήματα.Αυτοί διέκριναν
το κακό ενώ εγώ ανακαλύπτω τις αιτίες του,και φανερώνω….ότι όλες οι επιβλαβείς
έξεις δεν ανήκουν στον άνθρωπο αλλά στον άνθρωπο που δεν διοικείται σωστά.»[8]Υπάρχουν επομένως αμοιβαίες ανάγκες που έχουν σαν
αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την παιδική κατάσταση.Η
κοινωνία μπορεί να είναι μη φυσική ή απλά απούσα στην φυσική
κατάσταση,οπωσδήποτε όμως η κοινωνία είναι ιστορική και η ιστορία κοινωνική.
Η φύση έχει την δυνατότητα να
πραγματοποιηθεί με την αυστηρή έννοια του όρου αλλά δεν υπάρχει τίποτα στην
φυσική κατάσταση που να ωθεί την φύση να εγκαταλείψει αυτήν την κατάσταση και
να πραγματωθεί.Ο άνθρωπος έγινε λοιπόν αυτό που είναι όχι μέσω μίας εσωτερικής
απαίτησης του είναι του,αλλά υπό την πίεση των περιστάσεων: «ατομικές και
τυχαίες συνδρομές περιστάσεων» διευκρινίζει ο Rousseau που θα μπορούσαν βεβαίως ποτέ να μην συμβούν.[9]
Επίσης αναφέρει στο σχεδίασμα του
δευτέρου Λόγου του: «οι ιδιότητες που ο άνθρωπος διαθέτει δυνητικά,δεν μπορούν
ποτέ να αναπτυχθούν από αυτές τις ίδιες,αυτές επομένως είχαν ανάγκη την τυχαία
συνδρομή περισσότερων εξωτερικών αιτίων,που μπορούσαν
να μην γεννηθούν ποτέ και άνευ των
οποίων ο άνθρωπος θα είχε παραμείνει αιωνίως σε αυτήν την πρωτόγονη οργάνωση.»
Η πραγματοποίηση της φύσης δεν
μπορεί παρά να είναι μία περιπέτεια όπου το τυχαίο είναι κυρίαρχο.Οι ανθρώπινες
συνενώσεις είναι σε μεγάλο μέρος το έργο των τυχαίων γεγονότων της φύσης
αναφέρει ο φιλόσοφος στο «Δοκίμιο πάνω στην καταγωγή των γλωσσών».
Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης στην
ανθρώπινη κοινωνία είναι απόλυτα αποφυσικοποιημένο.Η φυσική αγάπη του εαυτού
γίνεται εγωιστική αγάπη
5
προς τον εαυτό ενώ ο οίκτος έχει
απωθηθεί.Ο δαίμονας της ιδιοκτησίας μολύνει ότι αγγίζει αναφωνεί ο Rousseau στον Αιμίλιο.[10]
Η ιστορία του ανθρώπινου γένους στην
οποία εμπλεκόμεθα έχει για πρωταρχικό γεγονός της την ιδιοκτησία.H ιδιοκτησία σαφώς δεν ανταποκρίνεται σε μία αναγκαιότητα
η οποία αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση,εφόσον καθορίζεται από ιστορικά
στοιχεία.Επίσης δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα που καθιστούν την ιστορία
αναπόφευκτη.Ο Rousseau
μάλιστα την αποδίδει σε «κάποια μοιραία τύχη».
Ο Mavdeville κατάλαβε πολύ καλά ότι παρά τις αρετές τους οι άνθρωποι
θα ήταν όλοι τέρατα αν η φύση δεν τους είχε δώσει τον οίκτο σαν στήριγμα της
λογικής.Αλλά δεν κατάλαβε ότι από αυτήν την ιδιότητα απορρέουν όλες οι
κοινωνικές αρετές που θέλει να αποδώσει στους ανθρώπους.Πραγματικά τι θα
μπορούσε να προσφέρει η γενναιοδωρία η επιείκεια,η φιλανθρωπία,αν δεν είχαμε
τον οίκτο για τους φτωχούς τους ενόχους και γενικά για όλο το ανθρώπινο είδος;Η
ευμένεια ακόμα και η φιλία είναι γεννήματα ενός σταθερού οίκτου για ένα ειδικό
αντικείμενο.
Η συμπόνοια είναι τόσο περισσότερο
ενεργητική όσο περισσότερο ταυτίζεται το όν που την αισθάνεται με εκείνο που
πάσχει.Είναι φανερό ότι αυτή η ταυτιση είναι άπειρα πιο κοντά στην φυσική
κατάσταση παρά στην μετέπειτα που αρχίσαμε να συλλογιζόμαστε.
Η λογική γεννά τον εγωισμό και η σκέψη τον ενδυναμώνει.
Αυτή
κάνει τον άνθρωπο να στρέφει κάθε ενέργεια προς όφελος του εαυτού
του.Αυτή τον χωρίζει από κάθε τι που τον στεναχωρεί και του προξενεί λύπη.[11]
Οι άνθρωποι της φύσης είχαν ελάχιστα
και αδύναμα πάθη καθώς και ένα σωτήριο χαλινάρι.Ηταν πολύ περισότερο άγριοι από
όσο κακοί, πιο προσεκτικοί στο να αποφεύγουν το κακό που ήταν ενδεχόμενο να
πάθουν,ενώ δεν είχαν καθόλου την πρόθεση να βλάψουν τους άλλους.[12]
Δεν υπήρχε κίνδυνος να συγκρουστούν
μεταξύ τους καθώς δεν διέθεταν κανένα είδος επικοινωνίας,καθώς δεν γνώριζαν
κατά συνέπεια ούτε την
6
ματαιότητα, ούτε την υπόληψη ,ούτε
την εκτίμηση,ούτε την περιφρόνηση,καθώς δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι
σημαίνει δικό σου και δικό μου,ούτε καμμία αληθινή ιδέα για την δικαιοσύνη,και
καθώς δεν σκέφτονταν καθόλου την εκδίκηση.
Ο Hobbes δεν κατάλαβε ότι η ίδια αιτία που εμποδίζει τους αγρίους
να χρησιμοποιήσουν την λογική τους ,τους εμποδίζει ταυτόχρονα να κάνουν και
κατάχρηση των δυνάμεών τους.[13]
Οι αναμνήσεις δεν παραφορτώνουν την
μνήμη του φυσικού ανθρώπου.Τι ίχνη άλλωστε μπορεί να αφήσει ένα παρελθόν,όπου
τίποτε δεν έχει συμβεί;Δεν είναι κάτι διαφορετικό από συνήθειες.Οι ανάγκες του
ικανοποιούνται τόσο εύκολα ώστε μπορεί να ζεί χωρίς πρόβλεψη: «η ψυχή του,την
οποία τίποτε δεν κινητοποιεί,παραδίδεται στο μόνο συναίσθημα της τωρινής ή
παρούσας ύπαρξής του,χωρίς καμμία ιδέα του μέλλοντος όσο κοντά και αν μπορεί να
είναι αυτό.Τα σχέδιά του περιορισμέναόπως και οι απόψεις τουμόλις και μετά βίας
επεκτείνονται μέχρι το τέλος της ημέρας».[14]
Ο άνθρωπος στην φυσική κατάσταση δεν
είναι ούτε καλός ούτε κακός με την ηθική έννοια αυτών των λέξεων.Ο J.J.Rousseau επαναλαμβάνει στο σημείο αυτό το παλαιό θέμα του
αποστόλου Παύλου:δεν υπάρχει ούτε καλό ούτε κακό εκεί όπου ένας νόμος δεν
ορίζει για τις συνειδήσεις το καλό και το
κακό.
Φαίνεται αρχικά ότι οι άνθρωποι στην
φυσική κατάσταση,μη έχοντας κανένα είδος ηθικής σχέσης ούτε κανένα είδος
συνειδητών καθηκόντων,δεν μπορούσαν να είναι ούτε καλοί ούτε κακοί και δεν
είχαν ούτε εγκλήματα ούτε αρετές.
Αυτή η κατάσταση άγνοιας του καλού
και του κακού,που ορίζεται ως αηθικότητα δεν έχει να κάνει στον Rousseau με μία απολογία του «αγαθού αγρίου».Αυτοί που
ονομάζονται αγαθοί ζούν σε προσδιορισμένες ιστορικές κοινωνίες.
Οι πρωτόγονες κοινωνίες σύμφωνα με
τον Rousseau δεν
είναι αναγκαστικά καλές.Η άγρια κατάσταση εξάλλου δεν αντιπροσωπεύει την φυσική
κατάσταση.Η αγαθότητα της άγνοιας είναι εκτός της αγαθότητας και της κακίας
ακόμα και αυτών των αγρίων.Εάν υφίσταται σύμφωνα με τον J.J.Rousseau μία «απολογία του αγαθού αγρίου» αυτή θα πραγματοποιηθεί
σε ένα είδος μυθιστορηματικής προιστορίας η οποία δεν ανταποκρίνεται ούτε στην εξωιστορική
φυσική κατάσταση ούτε στην κατάσταση των αγρίων κοινωνιών τις οποίες γνωρίσαμε
από την ιστορία.
7
Αλλά όπως υπάρχει συνέχεια από την
προιστορία στην ιστορία είναι επιτρεπτό να σκιαγραφηθεί ο άνθρωπος των
προιστορικών κοινωνιών που θεωρούνται αρχέγονες,σαν το τελευταίο σκαλοπάτι που
οδηγεί στον φυσικό άνθρωπο.
O Roussseau
επηρεάζεται από τα επιχειρήματα του J. Barbeyrac, που με την σειρά τους παραπέμπουν στις πραγματείες
«περί της πολιτικής κυβερνήσεως» του J .Locke.Τονίζει ιδιαίτερα ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να θέσει
την ελευθερία του σε διαπραγμάτευση ή να υποταχτεί σε μία εξουσία ή δύναμη,η
οποία τον μεταχειρίζεται αυθαίρετα.Είναι σαν να θέτει σε διαπραγμάτευση την
ίδια την ζωή του,την οποία δεν έχει καθόλου σε τελευταία ανάλυση κάτω από την
εξουσία του.Η ελευθερία είναι ένα αναπαλλοτρίωτο και αμεταβίβαστο δικαίωμα,το
οποίο δεν μπορεί κανείς νομίμως να στερήσει από κάποιον άλλο,ούτε πάλι να
παραιτηθεί ο ίδιος από το δικαίωμα αυτό.
Η ελευθερία,και στο σημείο αυτό ο Rousseau συμβαδίζει με τον J. Locke είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την αρχή της
αυτοσυντήρησης του ανθρώπου, ώστε δεν μπορεί να διακριθεί από αυτήν παρά μόνον
στην περίπτωση που κάποιος καταλύει την αυτοσυντήρηση και την ζωή του.
Με αυτό τον τρόπο το άτομο,εφόσον
δεν έχει εξουσία πάνω στην ίδια του την ζωή δεν είναι δυνατό να μεταβληθεί σε
δούλο κάποιου,ούτε να υποταχθεί σε κάποια απόλυτη και αυθαίρετη εξουσία,που του
αφαιρεί την ζωή όποτε ή όταν του αρέσει.Kανένας γράφει ο J.Locke δεν μπορεί να χορηγήσει περισσότερη εξουσία από όση ο
ίδιος έχει,ενώ εκείνος που δεν μπορεί να αφαιρέσει την ζωή από τον εαυτό
του,δεν μπορεί αναμφίβολα να μεταβιβάσει σε έναν άλλον το δικαίωμα πάνω σε
αυτήν.
Στα γραπτά του Rousseau αυτό που πρέπει αρχικά να αναγνώσουμε στην λέξη «φύση»
είναι αυτό το «όπως ο άνθρωπος ακριβώς είναι».Η απάντηση του Rousseau στην πρόσκληση
για αυτογνωσία του Σωκράτη είναι σαφής: «πώς ο άνθρωπος θα καταλήξει να
δει τον εαυτό του έτσι όπως τον έχει διαμορφώσει η φύση μέσα από όλες τις
αλλαγές,που η διαδοχή των εποχών και των πραγμάτων μπόρεσε να δημιουργήσει στην
πρωταρχική του οργάνωση,και να ξεχωρίσει αυτό που αφορά στην ουσία του,από αυτό
που οι συνθήκες και οι πρόοδοι πρόσθεσαν ή άλλαξαν στην πρωταρχική του
κατάσταση.»[15]
8
Μία ύπαρξη όπου η εργασία
περιορίζεται σε ορισμένες ενέργειες,και όπου το μέλλον έχει τόσο περιορισμένη
επιρροή,αυτή ακριβώς η ύπαρξη ορίζει μία υπερορθολογική και μία υπερκοινωνική κατάσταση.[16]
Όταν οι ανάγκες ικανοποιούνται
εύκολα δεν γεννούν πάθη.Εάν οι τροφές είναι εύκολα προσβάσιμες ο άνθρωπος δεν
αισθάνεται καμμία επιθυμία να αναζητήσει άλλες και δεν φοβάται ότι θα του
λείψουν.Το πάθος και ο Λόγος συμμετέχουν στην ίδια γέννεση. Το πάθος ερεθίζει
τον Λόγο,ο οποίος με την σειρά του εμπλέκει το πάθος. Η προσαρμογή στο περιβάλλον διανέμει
συγχρόνως τα πάθη και τους συλλογισμούς.
Το ανθρώπινο όν ενδιαφέρεται για τις
ανάγκες του ,προβλέπει και προνοεί, υπολογίζει σκοπούς και μέσα στηριζόμενο
στην λογική σκέψη.Ωστόσο η έγνοια και η πρόβλεψη που συνδέεται με την
εργασία,δεν το αναγκάζουν να συνενωθεί με άλλους προκειμένου να εκτελέσει έναν
κοινό σκοπό .Το ένστικτο της
αναπαραγωγής,περιορισμένο σε μία καθαρή ανάγκη,δημιουργεί μία εικαιριακή
σύζευξη των δύο φύλων,όχι έναν κοινωνικό πυρήνα με την μορφολογική και
λειτουργική διάρκεια που εμπεριέχει ο όρος.
Το γεγονός αυτό επαναποδίδει στους
πολίτες το δικαίωμα της επιστροφής στην φυσική τους ελευθερία…Με άλλα λόγια δεν
υπακούουν φυσιολογικά σε ομαλές πολιτικές συνθήκες αλλά εξαναγκάζονται σε αυτό
δια της βίας.(2) Το ότι παρόμοια εργασία επαναλαμβάνεται από χρόνο σε
χρόνο,σύμφωνα με την επιτυχή έκφραση του Rousseau «αυτό σημαίνει ότι η κτήση μετασχηματίζεται εύκολα σε
ιδιοκτησία.»(Λόγος περί της ανθρώπινης ανισότητας μέρος α΄).Με άλλα λόγια
υφίσταται στην παραπάνω σκέψη η de facto ιδιοκτησία,η οποία
φαίνεται να ανταποκρίνεται σε μία αναγκαιότητα πραγματική.Αυτό σημαίνει
περισσότερο την έλευση του ιδιοκτήτη παρά το γεγονός της ιδιοκτησίας.Η κτήση
ενός κομματιου γής αποδεσμεύεται σταδιακά από την εργασία,θεμελιώνει δε στον
κατέχοντα την ελεύθερη διαχείρησή της.Αυτό το νέο δικαίωμα εισάγει την
ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους,αιτιολογεί την διάκριση μεταξύ «κυρίου και
δούλου».
Την παραπάνω διάκριση
ορίζει επακριβώς ο Rousseau σε μία από τις απαντήσεις του στις
αντιρρήσεις που εκφράστηκαν πάνω στον «Λόγο περί των επιστημών και των
τεχνών»:εκείνο που είναι τυχαίο,εκείνο που θα μπορούσε να μην υφίσταται,είναι η
έλευση του συνειδητού ιδιοκτήτη,συνάμα με την ασυνείδητη περιπλοκότητα των
άλλων που τον αναγνωρίζουν άμεσα ως τέτοιον.Οι τυχαίοι παράγοντες που
κατέστησαν τον άνθρωπο μεταλλουργό ή γεωργό,κατέστησαν αναμφιβόλως αναπόφευκτη
την «συνεχή κατοχή» του χώρου.[17]
[1] Λόγος περί Ανισότητας Α΄μέρος.
[2] Απόσπασμα από επιστολή στον Hume,τον Ιανουάριο του
1766 .Francois Chatelet :Η
φιλοσοφία από τον Γαλιλαίο ως τον J.J. Rousseau,μτφ Κωστής Παπαγεώργης,εκδόσεις Γνώση,Αθήνα
1990,σ.37.,J.J. Rousseau : Πολιτικά
κείμενα,Τόμος Α΄σελ 335.
[7] Jean Starobinski :Ο Rousseau απαντά
στον Βολταίρο,Λόγος περί Επιστημών και Τεχνών,Κέντρο νεοελληνικών
ερευνών,εθνικού ιδρύματος ερευνών,μτφ Ρ.Πολυκανδριώτη,σελ 42.
[8] Μ.Φ.Δημητρακόπουλου:Το φιλοσοφικό
κίνημα του ευρωπαικού διαφωτισμού ως εισαγωγη στα θεμελιώδη προβλήματα της
σύγχρονης φιλοσοφίας,τόμος β ,Αθήνα 2001,σελ 138-140.
[15] Les
meditations metaphysiques de J.J. Rousseau,
par Henry Gouhier,Paris,Libraire
philosophique J.Vrin,1970 σ. σ 16-17.
[16] Les meditations metaphysiques de J.J.Rousseau,par
Henry Gouhier, Paris,Libraire philosophique J.Vrin,1970,σ.σ. 18.
[17] Μ.Φ.Δημητρακόπουλου:To φιλοσοφικό κίνημα του ευρωπαικού διαφωτισμού ως
εισαγωγή στα θεμελιώδη προβλήματα της σύγχρονης φιλοσοφίας,τόμος β΄,Αθήνα,2001
σ.σ 146-148