ομιλία της φωτεινής Κακογιάννου για τον Υπαρξισμο και την θεωρία της αποδόμησης του Ζακ Ντεριντά στον πολυχώρο της Αγκυρας


1








O υπαρξισμός είναι ένα σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με την πραγματική και συγκεκριμένη ύπαρξη του ανθρώπου: του ανθρώπου που νοείται στην ανεπανάληπτη πρωτοτυπία του ως ατόμου που προορίζεται να πεθάνει και όχι ως είδους ή καθολικής ουσίας.

Η «ύπαρξη», με την έννοια αυτή, δεν είναι κάτι που μπορεί να εξεταστεί γενικά και θεωρητικά. Οι έννοιες ή οι αξίες, στις οποίες η κατά παράδοση φιλοσοφία πίστεψε πως θα μπορούσε να πλαισιώσει και να αναγάγει το νόημα της ανθρώπινης ζωής, έχουν όρο αναφοράς τους, κατά τον υ., ένα απρόσωπο και αφηρημένο ανθρώπινο υποκείμενο, το «μέσο» άνθρωπο ή το μέσο όρο των ανθρώπων και όχι τον πραγματικό άνθρωπο.


Αλλά η αυθεντική «ύπαρξη» είναι, αντίθετα, πάντα «προσωπική» ύπαρξη, εξαίρεση που ξεφεύγει από κάθε κανόνα και ταξινόμηση. Είναι, με λίγα λόγια, απόλυτη ελευθερία. Επειδή δεν στηρίζεται a priori σε καμιά καθολική αξία, η «ύπαρξη» είναι ελευθερία τόσο με την έννοια ότι είναι «δυνατότητα» να δημιουργεί και να κατακτά για τον εαυτό της μια σημασία, όσο και με την έννοια ότι είναι όρος ριζικής αβεβαιότητας και προβληματικής. Ο άνθρωπος είναι μια «δυνατότητα» που «μπορεί» σε κάθε στιγμή, να μην είναι και να καταστραφεί. 

Για να πραγματοποιηθεί, οφείλει να αντιληφθεί την «ευθύνη» ότι η έννοια της ζωής του βρίσκεται απόλυτα στα χέρια του: ότι η έννοια αυτή είναι το να «εκλέξει» και να δημιουργήσει από το μηδέν. Αλλά η απεριόριστη αυτή ελευθερία θέτει, ταυτόχρονα, τον άνθρωπο μπροστά στην εμπειρία που δεν προσφέρει καμιά εγγύηση και που είναι καταδικασμένη στο ναυάγιο και στον θάνατο. Από το δράμα αυτό της «ύπαρξης», που δεν έχει κάθαρση και λύτρωση, δεν μπορούμε ωστόσο να ξεφύγουμε χωρίς να αρνηθούμε τον εαυτό μας.

Ο άνθρωπος που, μέσα στην προσπάθεια να ξεφύγει από το άγχος και την εμπειρία του Μηδενός, αναζητά καταφύγιο στον «ασφαλή» και φαινομενικά «εξασφαλισμένο» κόσμο του συμβιβασμού και της καθημερινότητας, χάνει στην πραγματικότητα τον εαυτό του και την προσωπικότητα του, γιατί γίνεται ο ανώνυμος άνθρωπος ή ο άνθρωπος της «μάζας», που παραιτήθηκε από την ελευθερία του για χάρη των συμβάσεων και των αξιών της χυδαίας «καθημερινότητας». Η «αυθεντική» ύπαρξη είναι καταδικασμένη στην αποτυχία και στη συντριβή, αλλά, σε αντάλλαγμα, είναι «ηρωική» ύπαρξη, προσωπική, μόνη, που ζει με την ευθύνη και τον κίνδυνο.

Η «μη αυθεντική» προσωπικότητα του κοινού ανθρώπου είναι, αντίθετα, μια ύπαρξη απρόσωπη και αυτοματική, όπου ο άνθρωπος δεν είναι πια ελεύθερο άτομο, αλλά μόνο μέλος του είδους. Η εμπειρία της ελευθερίας και του άγχους είναι μια εμπειρία τρομερή, αλλά και ζήτημα τιμής. Η καθημερινή ύπαρξη, αντίθετα, είναι μια ύπαρξη εξωπραγματική, πλασματική, μια «βιωμένη ύπαρξη», αντί να είναι ένα «ζην», όπου προσπαθεί κανείς να ξεφύγει από το κενό του άγχους με το σεβασμό και την αφοσίωση στις αξίες της πρακτικής και της κατεστημένης κοσμικότητας. 
Το μήνυμα του υπαρξισμού είναι ότι οι άνθρωποι ριγμένοι σε ένα κόσμο ,όπου κυριαρχεί ή αποξένωση και η έλλειψη αυθεντικότητας, έχουν τη δυνατότητα  να ξαναβρούν τον εαυτό τους  με όχημα την αποφασιστικότητα και το άνοιγμα προς τους άλλους.  Η ψυχολογία του υπαρξισμού έχει υπόβαθρο φιλοσοφικό, εμπειρικό και επιστημονικό. Αντλεί τις θεωρητικές της ιδέες από ένα τεράστιο έργο φιλοσοφικών συγγραμμάτων που αναφέρονται σε αξίες και ιδέες των πιο θεμελιωδών υπαρξιακών ερωτημάτων, όπως ‘ποιο είναι το νόημα της ζωής’ ή ‘πως μπορώ να πραγματώσω το συναίσθημα της ευτυχίας’ .
Οι βασικοί φιλόσοφοι που διαμόρφωσαν αυτό το κίνημα ήταν ,Soren Kierkegaard ,Friedrich Nietzsche, Martin Buber, Karl Jaspers, Paul Tillich, Gabriel Marcel, Martin Heidegger, Jean-Paul Sartre, Maurice Merleau-Ponty, Albert Camus.
Οι επιστήμονες (ψυχίατροι, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι) που εφάρμοσαν αυτές τις αρχές στην ψυχοθεραπεία είναι , Ludwig Binswanger, Medard Boss, Frits Perls, Carl Rogers, Abraham Maslow, Victor Frankl, Rolo May, Bugental, Laing,  Michel Lobrot, Irvin Yalom και άλλοι .
Σύμφωνα με τους φιλοσόφους και ψυχολόγους του υπαρξισμού η ύπαρξη είναι κάτι περισσότερο από μια συλλογή αφηρημένων, ουσιωδών ιδιοτήτων, είναι η συγκεκριμένη
οντότητα που βρίσκεται μπροστά μας .Η προσπάθεια να ανάγουμε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά σε ένα σύνολο σημαίνει μείωση της αρτιότητας της ανθρώπινης φύσης και της θέασης του ανθρώπου ως αυτόματου.
 Η ύπαρξη είναι το σύνολο τον βιωμένων εμπειριών που καθορίζουν τη μια μοναδική και ιδιαίτερη σχέση που έχει το κάθε άτομο με τον εαυτό του και τον κόσμο.
• Η ύπαρξη ως ρήμα
Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένα σύνολο δυνατοτήτων και ένα γεγονός με τη μορφή ρήματος και όχι ένα ουσιαστικό με τη μορφή αντικειμένου.
 Η ύπαρξη είναι ελεύθερη
• Ο ισχυρισμός ότι κάθε άνθρωπος είναι εκ βαθέων ελεύθερος και υπεύθυνος για τη μοίρα του είναι η καρδιά της φιλοσοφίας του υπαρξισμού.
•  Η ύπαρξη είναι περιορισμένη
Η ύπαρξη μπορεί να είναι ελεύθερη αλλά δεν είναι αυτόνομη και αιώνια. Οι περιορισμοί της πραγματικότητας και το όριο του θανάτου δεν μπορούμε να τα υπερβούμε .
• Η ύπαρξη σαν επιθυμία
Το μέλλον με τις προσδοκίες μας είναι αυτό που καθορίζει το παρόν, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το παρελθόν. Ο βασικός λόγος των ανθρώπινων ενεργειών, είναι το κίνητρο και όχι το αίτιο.
 Εδώ και τώρα
Στο εδώ και τώρα η αντίληψη του ανθρώπου στοχεύει πάντα σε κάτι ώστε να το ιδιοποιηθεί, χωρίς να το αντιλαμβάνεται σαν χωριστή οντότητα .Ο άνθρωπος μπορεί να ιδωθεί σαν οντότητα μόνο σε σχέση με κάτι στο εδώ και τώρα και όχι σαν απομονωμένη ύπαρξη από τον κόσμο.
• Η ενσώματη ύπαρξη
Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο δεν είναι μόνο νοητικός αλλά και τον βιώνουμε σωματικά .
• Η ύπαρξη ως ενοχική και αγχώδης
Όχι με την έννοια ότι έχω τύψεις για κάτι που έχω κάνει αλλά ότι δεν έχω εκπληρώσει το σύνολο του δυναμικού μου και το άγχος που συνεπάγεται καθώς έχω επιλέξει κάτι άλλο.
 Η μη αυθεντική ύπαρξη
Η άρνηση της ελευθερίας και της ευθύνης που έχουμε για τον εαυτό μας ως άτομα, μας κάνει να συμμορφωνόμαστε στις αξίες των άλλων και της μάζας. Η αυταπάτη είναι ένα καλό μέσο για να υπονομεύσουμε τους εαυτούς μας.
• Η αυθεντική ύπαρξη
Τη ζωή για να τη ζήσουμε , θέλει θάρρος και αποφασιστικότητα , αφού μόνο έτσι μπορεί ο άνθρωπος να αντιμετωπίσει την υπαρξιακή ενοχή και το άγχοςΓεννημένος στις 15 Ιουλίου του 1930 στο Ελ Μπιάρ της Αλγερίας ο Ντεριντά από μικρός δημοσίευε ποιήματά του σε περιοδικά ενώ μελετούσε σχολαστικά τον Ζιντ, τον Χούσερλ, τον Χάιντεγκερ, τον Φρόιντ, τον Καμύ, τον Σοσύρ, τον Νίτσε, τον Σαρτρ, τον Μαρξ και αργότερα τον Λεβινάς. Από το 1952 έως το 1956 σπούδασε στο Ecole Normale Superieure, απ' όπου και πήρε το πτυχίο του στη φιλοσοφία. Καθηγητής του ήταν ο Λουί Αλτουσέρ.
Παράλληλα έλαβε πτυχίο Φιλοσοφίας, Εθνολογίας και Γραμμάτων από τη Σορβόννη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του είχε την ευκαιρία να συνδεθεί στενά με κορυφαίους διανοητές, όπως ο Μπουρντιέ και ο Φουκώ. Στα δύο αυτά Πανεπιστήμια διετέλεσε αργότερα καθηγητής φιλοσοφίας. «Yπάρχουν πολλών ειδών "αλήθειες"


επομένως δεν υπάρχει αλήθεια» πίστευε ο Νίτσε, ιδέα που επηρέασε και είχε μεγάλη απήχηση στο έργο του Ντεριντά και στη θεωρία που ανέπτυξε και εξέφρασε στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Η λεγόμενη θεωρία της «αποδόμησης» είναι μια κριτική της λογοτεχνίας που απορρίπτει τις προηγούμενες θέσεις των στρουκτουραλιστών, οι οποίοι υποστήριζαν την ύπαρξη σχέσης μεταξύ γλώσσας και νοήματος και μεταξύ κειμένου και αντικειμενικής πραγματικότητας. Η αποδόμηση περισσότερο επικεντρώνεται στην ασάφεια και στην αντίφαση στο νόημα. Επιπλέον, η αποδόμηση φιλοδοξεί να αποκαλύψει τα πολλαπλά επίπεδα νοήματος στη γλώσσα.
Ο Ντεριντά φθάνει στο συμπέρασμα ότι οι λέξεις δεν έχουν καθορισμένο σημείο αναφοράς και ότι όλα τα γραπτά κείμενα αντιφάσκουν μεταξύ τους, ότι οι απαντήσεις βρίσκονται μέσα στις ίδιες τις ερωτήσεις και ότι η αποδόμηση αντιστέκεται στην τυραννία της εύκολης απάντησης. Ο Ντεριντά ήταν γνωστός για την αντίδρασή του απέναντι στην παραδοσιακή τάξη και σκέψη. Πρότασε τη σημαντικότητα της γραφής και όχι του λόγου, του περιθωρίου και όχι της κύριας σελίδας της υποκειμενικότητας και όχι της αντικειμενικότητας.
Συγκεκριμένα κατά τον Ντεριντά, η δυτική σκέψη, φιλοσοφική και καθημερινή, είναι δομημένη στη βάση ορισμένων θεμελιωδών διχοτομιών: καλό/κακό, είναι/μηδέν, παρουσία/απουσία, αλήθεια/ψεύδος, ταυτότητα/διαφορά, άνδρας/γυναίκα, ζωή/θάνατος, φύση/πολιτισμός, ομιλία/γραφή. Αυτή τη δομημένη σκέψη ο Ντεριντά τη θεωρούσε λανθασμένη. Ο Ντεριντά αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των μεταναστών στη Γαλλία,
4
κατα  του καθεστώτος των φυλετικών διακρίσεων της Νότιας Αφρικής και για την αποφυλάκιση αντικαθεστωτικών στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία.
Η θεωρία της αποδόμησης και γενικότερα τα έργα και οι απόψεις του Ντεριντά βρήκαν πολλούς υπερασπιστές αλλά και πολλούς επικριτές. Ειδικότερα για το έργο του έχουν γραφτεί 400 βιβλία, 500 διδακτορικές εργασίες και 14.000 άρθρα. Ο Ντεριντά πέθανε στις 9 Οκτωβρίου του 2004. Ένας δημοσιογράφος έγραψε για τον μεγάλο Γάλλο φιλόσaοφο «Ο Ζακ Ντεριντά είναι νεκρός. Ας μη μιλάμε άσχημα γι' αυτόν. Οι ιδέες του όμως εξακολουθούν να είναι πολύ ζωντανές. Αξίζουν απλόχερη κριτική από όσους ενδιαφέρονται για τον πνευματικό ιστό της πνευματικής ζωής μας».
 Ο γάλλος φιλόσοφος έχει κατά καιρούς επιδείξει έντονη ευαισθητοποίηση σε θέματα πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στεκόμενος στο πλευρό των αλγερινών μεταναστών στη Γαλλία, εκφραζόμενος κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και υπέρ μιας γρήγορης εξεύρεσης λύσης στο Μεσανατολικό. Από τα 45 περίπου βιβλία του (μεταφρασμένα σε περισσότερες από 22 γλώσσες) στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τα: «Περί Γραμματολογίας», «Adieu», «Πλάτωνος φαρμακεία», «Η τελευταία λέξη του ρατσισμού», «Τρέλα και φιλοσοφία», «Η φωνή και το φαινόμενο», «Συνομιλίες», «Μαρτυρία και μετάφραση. Επιβιώνοντας ποιητικά», «Η ελληνική γλώσσα στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ενωση», «Η έννοια του αρχείου», «Πολιτική και φιλία», «Φαντάσματα του Μαρξ», «Υπερηχογραφήματα της τηλεόρασης», «Αντιστάσεις της ψυχανάλυσης», «Χώρα», «Περί λόγου φιλοσοφικά στιγμιότυπα» και «Εμβολα».
Αυτό που χάρισε στο έργο του 72χρονου σήμερα φιλοσόφου την παγκόσμια αναγνώριση και τον ανέδειξε σημαντική όσο και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του 20ού αιώνα είναι η ανάπτυξη περί τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μιας νέας, αναλυτικής προσέγγισης των φιλοσοφικών κυρίως κειμένων. Η λεγόμενη θεωρία της «αποδόμησης» είναι μια κριτική της λογοτεχνίας που απορρίπτει τις προηγούμενες θέσεις των στρουκτουραλιστών, οι οποίοι υποστήριζαν την ύπαρξη σχέσης μεταξύ γλώσσας και νοήματος και μεταξύ κειμένου και αντικειμενικής πραγματικότητας. Η αποδόμηση περισσότερο επικεντρώνεται στην ασάφεια και στην αντίφαση στο νόημα. Επιπλέον η αποδόμηση φιλοδοξεί να αποκαλύψει τα πολλαπλά επίπεδα νοήματος στη γλώσσα. Ο Ντεριντά φθάνει στο

5
συμπέρασμα ότι οι λέξεις δεν έχουν καθορισμένο σημείο αναφοράς και ότι όλα τα γραπτά κείμενα αντιφάσκουν μεταξύ τους, ότι οι απαντήσεις βρίσκονται μέσα στις ίδιες τις ερωτήσεις και ότι η αποδόμηση αντιστέκεται στην τυραννία της εύκολης απάντησης. Η ριζοσπαστική θεωρία του Ντεριντά, πέρα από τις τριβές και τις αντιθέσεις που έχει προκαλέσει στις τάξεις των ακαδημαϊκών και φιλοσόφων, κυρίως επειδή θεωρούν τη σκέψη του σύνθετη και δυσνόητη, έχει επιδράσει καταλυτικά τόσο στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας και της τέχνης όσο και στη μουσική, στην αρχιτεκτονική, στην ψυχολογία, στην ιστορία και στην κοινωνιολογία. Γύρω από το έργο και τις αμφιλεγόμενες θεωρίες του έχουν γραφτεί περισσότερα από 400 βιβλία, 500 διδακτορικές διατριβές και 14.000 άρθρα σε έντυπα από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Όταν τον περασμένο αιώνα ο Νίτσε μιλούσε για το «τέλος» της φιλοσοφίας και έγραφε ότι «υπάρχουν πολλών ειδών μάτια• ακόμη και η Σφίγγα έχει μάτια —και συνεπώς υπάρ¬χουν πολλών ειδών "αλήθειες" επομένως δεν υπάρχει αλήθεια»1, δε θα μπορούσε —παρά τη διορατικότητά του— να φανταστεί ότι αυτές οι ιδέες του θα είχαν πλήρη απήχηση σε πολλούς Γάλλους νεωτεριστές διανοούμενους, λίγο πριν ή κατά το 1945 και έπειτα. Ανάμε¬σα σ' αυτούς τους Γάλλους, ο Ντεριντά είναι ένας από εκείνους που δέχτηκαν έντονα τη σκέψη του Νίτσε, του Χούσερλ και του Χάιντεγγερ. H λεγόμενη «αποδομητική θεωρία» του Ντεριντά έχει τον απόηχο της από την χαϊντερική «δημιουργική διάνοιξη ή ανοιχτότητα του κόσμου», κυρίαρχη άποψη της υπαρκτικής θεωρίας που θα προσπαθήσω να αναπτύξω πιο πέρα.Έχει λεχθεί ότι οι διάφοροι αναλυτές και σχολιαστές της αποδόμησης καταλήγουν συνήθως στην παραποίησή της, γιατί θέλοντας να την καταστήσουν κατανοητή, απλοποιούν τις αρχές της και έτσι την αλλοιώνουν. H διαπίστωση είναι αληθινή, χωρίς όμως να θεωρούμε ότι κάθε απλοποίηση είναι απαραίτητα και κατ' ανάγκη εκχυδαϊσμός. Στόχος της ντεριντιανής αποδόμησης είναι η υπονόμευση της μεταφυσικής (όρος που χαρακτηρίζει αυτή την τελευταία ως ιδιαιτερότητα της δυτικής σκέψης). H αποδόμηση ανιχνεύει ένα κείμενο και αποβλέπει στην ανακάλυψη χασμάτων και ανακολουθιών και στη συντριβή της άποψης ότι ένα κείμενο υπόκειται στις δεσμεύσεις του φιλοσοφικού και επιστημονικού λόγου, ήτοι σε εκφράσεις όπως συνείδηση, νόημα, ουσία, αλήθεια, κ.ά., που διαβρώνονται από τη λογική και την παραδοσιακή φιλοσοφία του έλλογου. H λογοκρατία —στόχος της αποδόμησης— περικλείει όρους που έχουν συχνά διφορετική έννοια ή και αντιφατική: μεταφυσική, πλατωνισμός, αντιπλατωνισμός, αντιεπιστημονισμός, ιδεαλισμός. H αποδόμηση των εννοιών —κατά Ντεριντά— είναι αποτέλεσμα της γραφής μέσα από λογοπαίγνια που σκοπούν στην κατάργηση της διάκρισης αλήθεια-ψεύδος. H νιτσεϊκή καταγωγή αυτής της ανάγνωσης είναι ανάγλυφη.

Όταν ο Σαρτρ έγραψε (στο βιβλίο του Existentialisme est un humanisme) «... είμαστε σ' ένα επίπεδο, όπου υπάρχουν μόνον άνθρωποι», ο Χάιντεγγερ αντέτεινε: «Είμαστε ακριβώς σ' ένα επίπεδο όπου κυρίως υπάρχει το Είναι» O Χάιντεγγερ επέδρασε ιδιαίτερα σε πολλούς μεταπολεμικούς Γάλλους φιλοσόφους, ανάμεσα στους οποίους από τους πρώτους εί¬ναι και ο Ντεριντά. H έρευνα για το «Είναι» εξακολουθεί. Αλλά η ερώτηση για το «Είναι» παραμένει πάντοτε εν μετεωρισμώ, παρά τις προσπάθειες των ζηλωτών.
O Χάιντεγγερ, της λεγόμενης δεύτερης περιόδου, μπαίνει σε ένα περίπλοκο καινούριο πεδίο έρευνας του «Είναι». Στο πρωταρχικό έργο του Είναι και Χρόνος (1927), παρόλες τις προσπάθειές του για την «κατανόηση του Είναι», ομολογεί ότι «δεν μπορούμε να εντοπίσουμε εννοιολογικά τι σημαίνει αυτό το "Είναι"». Στο έργο του Der Ursprung des Kunstwerkes (1950) (^προέλευση του έργου τέχνης, μετ. σχόλια Γ. Τζαβάρα, Δωδώνη) διατυπώνει την άποψη ότι μέσα στο καλλιτέχνημα αποκαλύπτεται η αλήθεια, ήτοι η κατανόηση του «Είναι» του όντος, και άρα η τέχνη δεν έχει να κάνει με το ωραίο και την ομορφιά. Φυσικά το θέμα εξακολουθεί να βρίσκεται σε προβληματισμό. Όλα τα πιο πάνω ήταν αναγκαία για να γίνει περισσότερο κατανοητή η επίδραση της υπαρκτικής γερμανικής σκέψης στη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία και επομένως και στη σκέψη του Ντεριντά.
Λίγο πριν από το 1940 και από το 1945 ως τις μέρες μας, η γαλλική φιλοσοφία είχε πολλές σημαντικές εξελίξεις: Πρώτη μεταπολεμική περίοδος. Γενιά του 1960. Τελευταία περίοδος, ως τις μέρες μας. Στο διάστημα αυτό φάνηκαν ορισμένα ονόματα Γάλλων φιλοσόφων με διεθνή απήχηση. Και το πρώτο γεγονός που μπορούμε να σημειώσουμε, είναι η δυναμική επίδραση της γερμανικής φιλοσοφίας —ιδιαίτερα του Νίτσε, του Χούσερλ και του Χάιντεγγερ— στη γαλλική σύγχρονη φιλοσοφική κουλτούρα. Στις αρχές του αιώνα η παγκόσμια παραδοσιακή «γαλατική σαφήνεια», καρτεσιανής καταγωγής, ήταν το καύχημα της πνευματικής Γαλλίας. Στις μέρες μας βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εντελώς καινούριο φαινόμενο: Το κείμενο της πρωτοπόρας λογοτεχνίας δεν αποτελεί —κατά Μπαρτ— μόνο «μεταμόρφωση», αλλά ουσιαστικά είναι «μεταστοιχείωση», που σημαίνει καινούρια κατάσταση της γλώσσας, «παραμόρφωση» του κώδικα της γλώσσας: «θα φτάσω ως το σημείο να ηδονίζουμαι με μια παραμόρφωση της γλώσσας», γράφει ο Μπαρτ, «και η κοινή γνώμη θα βάλει τις φωνές, γιατί δεν θέλει να παραμορφώνεται η φύση» (H απόλαυση του κειμένου, Ράππας, σελ. 62). Το δίκαιο αίτημα μιας φιλοσοφικής ή λογοτεχνικής γλώσσας που πρέπει ή μπορεί νάναι δυσκολονόητη μετατράπηκε από πολλούς νεωτερίζοντες στο σλόγκαν: «παν ό,τι είναι σαφές και κατανοητό είναι ανάξιο λόγου και μόνο το ακατανόητο δικαιώνεται
 Γράφει χαρακτηριστικά ο Ντεριντά: «Μολονότι δεν φιλοδοξούμε να παρουσιάσουμε μια νέα μέθοδο, δοκιμάζουμε να παραγάγουμε συχνά, μπαίνοντας κι οι ίδιοι σ' αμηχανία, προβλήματα κριτικής ανάγνωσης». H ερμηνεία που προτείνει ο Ντεριντά απαιτεί μια ανάγνωση που ξεφεύγει, όπως γράφει, «από τις κλασικές κατηγορίες της ιστορίας: της ιστορίας των ιδεών, βέβαια, και της ιστορίας της λογοτεχνίας, αλλά ίσως πριν απ' όλα της ιστορίας της φιλοσοφίας»6. θα προσπαθήσω να προσεγγίσω τη σημασία, αλλά και την αφετηρία αυτών των σκέψεων.

H σκέψη του Ντεριντά ξεκίνησε λίγο πιο νωρίς από τη δεκαετία του 1960, όταν στη Γαλλία, μετά την παρακμή του σαρτρικού υπαρξισμού, φάνηκαν τα καινούρια ρεύματα (στρουκτουραλισμός, σημειολογία, ψυχανάλυση), με σαφείς τάσεις μιας κριτικής αντίδρασης προς τη δυτική φιλοσοφική παράδοση που, γενικά, κατά μυκτηριστικό τρόπο ονομάστηκε «δυτική μεταφυσική». Μέσα σ' αυτή την έκφραση χώρεσαν πολλά πράγματα και συχνά ανόμοια —πλατωνικός ιδεαλισμός, υλισμός, αριστοτελισμός, καρτεσιανισμός—, που αργότερα έγιναν έννοιες περίπλοκες κάτω από την επίδραση του Χάιντεγγερ. Αλλά και μια έντονη ιρασιοναλιστική τάση, με αναδρομή προς την βαθύτατα αντιεπιστημονική σκέψη του Νίτσε, έγινε αμέσως φανερή. Πολλοί «δαιμονιακοί» της έκφρασης πρόσεξαν ιδιαίτερα το ερώτημα του Νίτσε: «Γιατί να θέλουμε την αλήθεια και να μη μας αρέσει περισσότερο η μη-ειλικρίνεια και η αβεβαιότητα —ακόμη και η άγνοια;»
Μπορεί κάποιος να έχει πολλές αμφιβολίες για την πειστικότητα αυτής της νιτσεϊκής αμοραλιστικής παραδοξολογίας. Αλλά τελικά μπορεί να κατατροπωθεί από τη γνωστή αντίληψη: «de gustibus non disputantum». Παρά ταύτα, ευσεβάστως, θέλω να συνεχίσω.
H γαλλική μεταπολεμική σκέψη, όπως παρουσιάστηκε άμεσα επηρεασμένη από το στρουκτουραλισμό, τη σημειολογία και τη σωσυριανή γλωσσολογία, ασφαλώς είναι η πρώτη πηγή —θετική ή αρνητική— της έμπνευσης του Ντεριντά. O Λακάν και ο Αλτουσέρ προώθησαν ακόμη πιο πέρα την έρευνα. Την ψυχαναλυτική «ανάγνωση ανάμεσα στις γραμμές» τη συναντούμε στη σπουδή που κάνει ο Αλτουσέρ στο Κεφάλαιο του Μαρξ, όταν δοκιμάζει ν' ανακαλύψει, όπως γράφει, την «απόκρυφη λογική» που διέπει τη «μαρξιστική επιστήμη», ξεχωρίζοντάς την από την ιδεολογία. Κατά τον Αλτουσέρ, ένα από τα πιο σοβαρά λάθη της κατεστημένης έρευνας πάνω στη γνώση είναι «η ψυχολογική αδυναμία του βλέπειν»8. Με άλλα λόγια, είναι λάθος να στεκόμαστε μόνο στο άμεσα ορατό, όπως γράφει, της «πρώτης ανάγνωσης». Όμως πίσω από αυτή στέκει ένα άλλο νόημα, μια άλλη συνείδηση, «πέρα από τις λέξεις». Από εδώ προκύπτει (κατά Αλτουσέρ) μια «δεύτερη γλώσσα», που φανερώνεται «ανάμεσα από τα άσπρα και τα μαύρα» των μαρξιστικών γραμμών. O Ντεριντά στην αρχή του σταδίου του είχε επηρεαστεί από τον Αλτουσέρ, αλλά στην πορεία του ξεκόβει από αυτόν, διότι, όπως γράφει, δεν ενδιαφέρεται, όπως ο δάσκαλος του, για τις διάφορες «αναγνώσεις» του Μαρξ και των μαρξιστών, ορθοδόξων και μη. Αντίθετα, στόχος του είναι η αποδόμηση της δυτικής μεταφυσικής, στην οποία ανήκε και η «μαρξιστική οντολογία και τελεολογία». Προσπαθεί, όπως γράφει, να ανακαλύψει ποιο είναι το στοιχείο μέσα από το οποίο αναπτύχθηκε η «αποδόμηση» και η αναγκαιότητά της. Επισημαίνει ότι όλα αρχίζουν από μια ιστορική περιπλοκή, από την «ολοκληρωτική τρομοκρατία όλων των ανατολικών χωρών, από τις συμφορές των κοινωνικών και οικονομικών λειτουργιών της σοβιετικής γραφειοκρατίας, από τον παρωχημένο σταλινισμό και τον ενεργό νεο-σταλινισμό (δίκες της Μόσχας, εισβολή στην Oυγγαρία)»9.

Αλλά η «αποδόμηση» του Ντεριντά φτάνει και από άλλους δρόμους. H επίδραση του Νίτσε, του Χούσερλ, του Χάιντεγγερ, του Φρόιντ και προπαντός του Μπένζαμιν, έχει το μεγάλο της μερίδιο, ιδιαίτερα στη μεταπολεμική περίοδο. Μέσα από όλες αυτές τις θεωρητικές καταστάσεις —ανάμεσα στις οποίες μερικές ηχούν εκκωφαντικά— ο Ντεριντά χτίζει το δικό του πρότυπο οικοδόμημα που εδράζεται στην ανάγνωση ή στην ανάλυση «εκείνων που μπορούσα¬με να αποκαλέσουμε κλασικούς του τέλους». Είναι αυτοί που «αποτελούσαν τον κανόνα της νεωτερικής αποκάλυψης (τέλος της Ιστορίας, τέλος του Ανθρώπου, τέλος της Φιλοσοφίας, Χέγκελ, Μαρξ, Νίτσε, Χάιντεγγερ, μαζί με τον κοζεβικό κωδίκελλο και τους κωδίκελλους του ίδιου του Κοζέβ)»10. Όλα αυτά τα ονόματα και τα προβλήματα της συλλογιστικής τους, ο Ντεριντά θυμάται ότι ήταν θέματα που απασχολούσαν «πριν από σαράντα χρόνια» (στη δεκετία του '50) αυτόν και τους φίλους του. Ήταν, όπως γράφει, «ο επιούσιος άρτος μας
 H αποδόμηση του λόγου και ταυτόχρονα η έξαρση της «γραφής» σημαίνει επιστροφή στα ιερογλυφικά. Είμαστε, εντούτοις, στην εποχή του σημείου, γράφει ο Ντεριντά. Ήτοι σε εποχή θεολογική:
 «Το σημείο και η θεότητα έχουν τον ίδιο γενέθλιο τόπο και χρόνο. H εποχή του σημείου είναι ουσιωδώς θεολογική. Ισως να μη περατωθεί ποτέ. Εντούτοις ο ιστορικός της κλοιός έχει διαγραφεί»
 Αποδομώντας ο Ντεριντά ένα κείμενο αποβλέπει ουσιαστικά στη μελέτη της δομής του, μέσα από ορισμένα τεχνάσματα, λογοπαίγνια και μεταφορές. Το στίγμα (αλλά και πρόκληση) της «Δυτικής σκέψης» —κατά ντεριντά— είναι ο λογοκεντρισμός της, αφού η σκέψη αυτή υποτιμά τη χρήση των λέξεων ενός κειμένου που ως τέτοιο διαρκώς αναβάλλεται με την αλυσίδα των λέξεων μέσα από το απεριόριστο παιχνίδι των σημαινόντων, χωρίς ορισμένο νόημα. Τόσο στην αφηγηματολογία, όσο και στις εικαστικές τέχνες η «αναπαράσταση», με τη ρεαλιστική της έννοια, υπονομεύεται ή και αποπέμπεται. Με πιο απλό τρόπο: η γραφή —σύμφωνα με τον Ντεριντά— επιχειρεί να μας απαλλάξει από την τυραννία του λογοκεντρισμού, και αυτό το προσπαθεί με τη συρρίκνωση του έλλογου που εμποδίζει την απελευθέρωση της γραφής, ενώ στην περιοχή της τέχνης εισάγονται μια σειρά από διεργασίες που εκδηλώνονται μέσα από μορφικά παιχνίδια χωρίς σημαινόμενα. Το θέμα, εντούτοις, δε φαίνεται και τόσο εύλογο: η έννοια της αναπαράστασης —όπως παρατήρησε και ο Μπαρτ— δεν εξαφανίζεται εντελώς στα σύγχρονα φανερώματα της τέχνης (ο Πικασό, λ.χ., εξακολουθεί να είναι αναπαραστατικός). Στις μέρες μας, σε όλες τις μορφές της τέχνης — λογοτεχνία, θέατρο, μουσική, εικαστικές τέχνες, κινηματογράφος— η έννοια της αναπαράστασης, εξακολουθεί να υπάρχει παράλληλα προς τις αφηρημένες μορφές (με την έννοια του «αμφίβολου μηνύματος», κατά Umberto Εα), αλλά και με έργα που έχουν πιο απλό, προσιτό ιδίωμα, όπως, λ.χ., είναι οι ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν. Oπωσδήποτε η «αποδόμηση» του Ντεριντά θέτει πολλά προβλήματα και αρκετές απορίες που προέρχονται από τη νιτσεϊκή τους καταγωγή: ο Νίτσε παραδέχεται το αισθητικό-καλλιτεχνικό φαινόμενο ως καθαρό, ήτοι απαλλαγμένο από κάθε λογικοθεωρητικό ή ηθικό ή κοινωνικό στοιχείο, «πέραν του καλού και του κακού», πέραν της αρετής, του αληθούς και του ψεύδους12.

Αλλά η τέχνη —από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας— μέσα από τα ποικίλα φανερώ-ματά της (εκτός από ορισμένες κατά καιρούς αμοραλιστικές παρουσίες) σχεδόν στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της διαχρονικής παρουσίας της, πολύ σπάνια ήταν «πέραν του καλού και του κακού», ποτέ δεν ήταν φαινόμενο απόλυτα «καθαρό», ποτέ δεν ήταν φαινόμενο τάχα πάντα αλογικό και μη αιτιοκρατικό (αφού βέβαια μεταχειρίζεται ένα βασικό εργαλείο: την τεχνική, ήτοι γνώση λογοκρατική, αιτιοκρατική). διαφορετικά θάπρεπε να απορρίψουμε ποιητές σαν τον Κάλβο, που έγραψε: «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία»!
 H ντεριντιανή «αποδόμηση» ξεκινάει και από χαϊντερικές αφετηρίες: O κόσμος, λένε, δεν είναι το άθροισμα γνωστών ή αγνώστων πραγμάτων. Oύτε όμως και «ένα φανταστικό πλαίσιο». Το έργο της τέχνης «μας ξανοίγει έναν κόσμο». Αυτός ο κόσμος —κατά Χάιντεγγερ— είναι η ανοιχτότητα των όντων, το «είναι» τους. Κάτι που δεν έχει εξήγηση. το ίδιο και στον Ντεριντά: H νέα «λογοτεχνία» είναι ένα «γενικό κείμενο», ήτοι, μια
αυτονομία, πέρα από κάθε εξήγηση, πέρα από κάθε σημαινόμενο, πέρα από νοήματα. Μεμονωμένες, εντούτοις, καταστάσεις λαμβάνονται ως κανόνες. O ιρασιοναλισμός της ντεριντιανής «αποδόμησης» (ήτοι το παράλογο ή το άλογο), μέσα από το δικό του πεδίο, μπορεί άραγε να αναιρέσει ένα τελείως διαφορετικό πεδίο, όπως αυτό του λόγου; O Ντεκόμπ προβάλλει την ερώτηση: H αποδόμηση του Ντεριντά είναι άραγε μια τυραννοκρατία (που δικαιώνεται από ανώτερες υποχρεώσεις, από υψηλότερους λόγους) ή είναι απλώς παιχνίδι; Και απαντά: «Είναι και το ένα και το άλλο». Επίσης, είναι «ούτε το ένα, ούτε το άλλο». «O Ντεριντά μιλάει με λέξεις απροσδιόριστες: είναι όροι που η διπλή τους σημασία δεν καθορίζεται»
 O Ντεριντά υποστηρίζει την ανατροπή των κωδίκων της γλώσσας. H «γραφή» που υπερβαίνει τη γλώσσα τίθεται από τον Ντεριντά ως βεβαιότητα. Και τι σημαίνει αυτό; Απόλυτη ελευθερία της γλώσσας. Είναι πολλοί από τους νεωτεριστές μελετητές που το δέχονται ως θέσφατο. Ανεξάρτητα πάντως από το τι πιστεύουν οι ζηλωτές, το θέμα «γλώσσα» και «απόλυτη ελευθερία» είναι περίπλοκο και όντως ένα πρόβλημα. Γι' αυτό επείγει η μελέτη του. «Υπέρβαση» της γλώσσας δια της «γραφής» —όπως θέλει ο Ντεριντά— είναι πράγματι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, και αποτελεί στον καιρό μας ένα από τα κυρίαρχα ζητήματα της λογοτεχνίας, εν γένει της σύγχρονης τέχνης σ' όλες τις μορφές της. Ταυτόχρονα είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα που μελετά η προβληματική της σύγχρονης αισθητικής. Αλλά κάθε γλωσσικό (καλλιτεχνικό και μη) ιδίωμα —είτε το θέλουμε, είτε όχι— για να 'χει μεταδοσιμότητα και επικοινωνία, συγκροτείται από τους σχετικούς κώδικές του. Αυτούς ασφαλώς τους κώδικες μπορούμε να τους παραβούμε. Ως ποιο όριο όμως; «H απόλυτη ελευθερία στη γλώσσα», γράφει ο Γιάννης Καλιόρης, «δηλ. η πλήρης ανατροπή των κωδίκων», όπου «οι λέξεις μένουν δίχως τα πράγματα», είναι κάτι που «καταργεί κάθε μεταδοσιμότητα και επικοινωνία» («Διδάγματα του αδιεξόδου», περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 42, σελ. 73).O Χάιντεγγερ —και ο Ντεριντά— δεν ενδιαφέρονται γι' αυτή, διότι τη χαρακτηρίζουν οντική, ήτοι πραγματική, λογική. Εκείνο που έχει ύπατη σημασία για τη χαϊντερική «διάνοιξη του Είναι» δε σχετίζεται με την καθημερινή γλώσσα, αλλά μόνο με την προνομιούχα υπαρκτική ποιητική γλώσσα, προσιτή μόνο στους λίγους εκλεκτούς. Για τον Ντεριντά, η «γραφή» βρίσκεται σε πρωταρχικό επίπεδο σε σχέση με τη γλώσσα. H «γραφή» έπαψε να είναι η υπηρέτρια της γλώσσας.



O Ντεριντά υποστηρίζει μια νέα λογοτεχνική γλώσσα, πέρα από την «τυραννία» της μίμησης και της αλήθειας. H άποψη βέβαια δεν είναι πρωτότυπη• έχει ειπωθεί και από
άλλους και κυρίως από τον Νίτσε και τον Μαλαρμέ. Αυτός ο τελευταίος συμβούλευε τους ποιητές να αποκρύπτουν το νόημα των στίχων τους, να είναι ασαφείς και μόνο ν' αποκαλύπτουν μέσα από κάποιες λέξεις ένα αόριστο φευγαλέο νόημα: «Α la nue
accablante tubasse de basalte et de laves/Α mèmes le échos esclaves/Par une trompe sans vertus» (Σιωπηλό στο τυραννικό σύννεφο/στήριγμα του βασάλτη και της λάβας/στους ίδιους σκλάβους ήχους/μιας σάλπιγγας χωρίς αρετή).
Το «ερμητικό» αυτό περίφημο σανέτο του Μαλαρμέ, που έγινε το πρότυπο μιας συμβολικής ποίησης —που «δε μιλάει αλλά υποβάλλει», όπως είπαν— είναι για τον Ντεριντά το υπόδειγμα μιας λογοτεχνίας «χωρίς νόημα». Εδώ ακριβώς εστιάζεται η ανακρίβεια της συλλογιστικής του Ντεριντά. θέλοντας να υποστηρίξει τη λαθεμένη θεωρία του για μια αυτόνομη ποιητική γλώσσα, κάνει σύγχυση ανάμεσα στο δυσκολονόητο ιδίωμα και στο ακατανόητο, καταλήγοντας έτσι στο γρίφο. Oι πιο πάνω δυσκολονόητοι στίχοι του Μαλαρμέ, που στέκονται πέρα από την άμεση επικοινωνιακή λειτουργία τους, πράγματι «υποβάλλουν χωρίς να μιλούν». Τελικά όμως δεν είναι «χωρίς νόημα». Πρόκειται για ένα σύννεφο με συμβολικές προεκτάσεις που, ενώ το ποιητικό ιδίωμα είναι δυσκολονόητο, εντούτοις δε στερείται ποιητικής υποβλητικότητας. Καμιά γλώσσα λογοτεχνική άξια του ονόματος της δε στερείται κάποιου νοήματος, έστω κι αν είναι διαφορετικό κατά εποχές ή έστω κι αν αγγίζει τα όρια του «αμφίβολου νοήματος». Διαφορετικά μπαίνει στα όρια του γρίφου, δηλαδή του ακατανόητου. Είναι αυτό ακριβώς από το οποίο πάσχει μια ορισμένη αδιάλλακτη σύγχρονη γλώσσα κάποιων δαιμονιακών της έκφρασης.

O Σεφέρης είπε κάποτε ότι «μας αρέσουν και πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε». Σωστό για την ποίηση. Αλλά και σ' αυτή όχι πάντοτε, και όχι σ' όλες τις περιπτώσεις35.

Συμπερασματικά: Το «αμφίβολο μήνυμα», ο «συνειρμός», η «αβέβαιη γλώσσα», ο «ελεύθερος στίχος» στην ποίηση τάραξε τα λιμνασμένα νερά και άνοιξε νέους δρόμους στη γλώσσα της ποιητικής δημιουργίας. Ταυτόχρονα κατέστησε πιο δύσκολη αυτή τη γλώσσα, γιατί στους ατάλαντους μπορεί να γίνει όχι δυσκολονόητη (νόμιμη απαίτηση της τέχνης) αλλά παντελώς ακατανόητη, συνώνυμο του γρίφου. H υποβολή, ο υπαινιγμός, η έλλειψη συνείδησης πλήρων εννοιών δε σημαίνει παντελή κατάργηση του λεξικού και απόλυτο μηδενισμό της λογικής και της τάξης των γλωσσικών κωδίκων, ήτοι κατάργηση του κόσμου των πραγμάτων από τα οποία προέρχεται η γλώσσα, με αποτέλεσμα την κατάργηση της μεταδοσιμότητας και της επικοινωνίας

O Χάμπερμας είχε επισημάνει μια ιδιαίτερη μυθομαγική αντίληψη για το φυσικό κόσμο, ήτοι την αντίληψη «μιας ανάστασης της παρακμασμένης φύσης», χαρακτηριστικό ενός εβραϊκού και προτεσταντικού μυστικισμού, που έχει διεισδύσει μέσα από τη σουηβική ευλάβεια στη φιλοσοφία του Μπλοχ, του Μπένζαμιν, του Χορκχάιμερ και του Αντόρνο41,

στην ουσία ανορθολογική και μαγική αποκρυφολογία. Φυσικά χρειάζεται ειδική σπουδή για να διαπιστωθεί το μέγεθος της αποκρυφολογίας του Μπένζαμιν στον Ντεριντά.Το βιβλίο του Φαντάσματα του Μαρξ (1993) ο Ντεριντά το αφιερώνει στη μνήμη του λαϊκού ήρωα Κρις Χάνι, κομμουνιστή ηγέτη της αντίστασης που δολοφονήθηκε κατά τον αγώνα του ενάντια στο Apartheid. H αφιέρωση αυτή δημιούργησε πολλά ερωτηματικά και από μερικούς σχολιαστές χαρακτηρίστηκε ως αντίφαση στο έργο του. O Νεριντά, είπαν, μαζί με τον Χάιντεγγερ, είναι από τους διανοούμενους που ελαχιστοποιεί κάθε λογοκρατική-αιτιοκρατική φιλοσοφία, αυτή που στηρίζεται στη συλλογιστική της οντικής κοινωνικής πράξης μέσα από την κοινωνική απελευθέρωση του ανθρώπου, στόχος —όπως λένε— αδιάφορος ή ανάξιος λόγου για μια υπαρκτική φιλοσοφία. Το βασικό θέμα αυτής της φιλοσοφίας δεν είναι η κοινωνική απελευθέρωση του ανθρώπου, αλλά το ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος», θέμα ακραιφνώς φιλοσοφικό —όπως λένε—, στο οποίο ο συλλογισμός της πράξης —ο μαρξισμός— δεν απαντά.
 Την κατάρρευση των σοσιαλιστικών χωρών την ταύτισαν πολλοί με το θάνατο του μαρξισμού. Στις μέρες μας, επί τέλους, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, αυτή τη φορά πίστεψαν ότι αυτός ο θάνατος ήταν πια οριστικός. Για κάποια χρόνια πολλοί μαρξιστές διανοούμενοι σίγησαν παντελώς και ποικίλα κόμματα σοσιαλίζοντα της Ευρώπης απέρριψαν το μαρξιστικό τους παρελθόν. Με τον ίδιο τρόπο, κάθε απόχρωση σοσιαλδημοκρατίας αποκήρυξε κάθε προηγούμενη σχέση ιδεολογικών δεσμών με κάθε είδους μαρξισμό. Κι όμως αυτόν τον τελευταίο καιρό παρουσιάστηκε στη Δύση —και με έμφαση— η εντυπωσιακή τάση για μια αναγέννηση και επαναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας. Μεγάλες εφημερίδες της Αμερικής με πρωτόσελιδα έγραψαν για μια αναγκαία επιστροφή του μαρξισμού που τον χαρακτήρισαν «εργαλείο για την επισήμανση των ελαττωμάτων ή των αδυναμιών του καπιταλισμού»! Φυσικά, τέτοιες επισημάνσεις συχνά αγγίζουν τα όρια του φαιδρού. Είναι, εντούτοις, ενδεικτικό ότι εφημερίδες που ποτέ δεν έδειξαν τάσεις φιλο-μαρξιστικές —όπως η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ ή ο εκόνομιστ— μιλούν για την αναγκαιότητα της μαρξιστικής ανάλυσης. Και στις μέρες μας δεν έλειψαν ερευνητές του δυτικού κόσμου που επισημαίνουν τη σοβαρότητα των διαπιστώσεων των κλασικών του μαρξισμού. το βι¬βλίο του Ζακ Ντεριντά —παρά τις επιμέρους πολλές αμφισβητήσεις, αμφιβολίες και απορίες— παρέχει την ευκαιρία να ξαναμελετήσουμε την ντεριντιανή επισήμανση για την «κληρονομιά του Μαρξ»: «Κατοικούμε όλοι μας σε έναν κόσμο, κάποιοι θα έλεγαν σε έναν πνευματικό πολιτισμό, ο οποίος διατηρεί, με τρόπο αμέσως ή εμμέσως ορατό, σε ανυπολό¬γιστη βαθύτητα, τη σφραγίδα αυτής της κληρονομιάς» (Ζακ Ντεριντά, Φαντάσματα του Μαρξ, όπ.π., σελ. 26).

O Ντεριντά δηλώνει ότι «αντιτάσσονταν βέβαια στον έμπρακτο "μαρξισμό" ή στον έμπρακτο κομμουνισμό (τη Σοβιετική Ένωση, τη Διεθνή των κομμουνιστικών κομμάτων και όλα τα επακόλουθα...)» και ταυτόχρονα ανήκε και σ' αυτούς που δεν εννοούσαν να αντιτάσσονται με συντηρητικά ή αντιδραστικά κίνητρα ούτε με θέσεις της μετριοπαθούς ή δημοκρατικής Αριστεράς (σ. 27). O Ντεριντά επισημαίνει έναν κίνδυνο: «Τώρα που πέθανε
ο Μαρξ, και προπάντων τώρα που ο μαρξισμός φαίνεται να τελεί εν πλήρει αποσυνθέσει (δείχνουν να λένε μερικοί), θα μπορέσουμε να καταγίνουμε στον μαρξ ανενόχλητοι — από τους μαρξιστές και γιατί όχι, από τον ίδιο το Μαρξ, δηλαδή από ένα φάντασμα που εξακολουθεί να μιλάει».O Ντεριντά πράγματι επισημαίνει καίρια ότι είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να ξεδοντιάσουν τον Μαρξ, κατατάσσοντάς τον στα «ακαδημαϊκά θέσμια» (στο πανεπιστήμιο, στη βιβλιοθήκη, στα συνέδρια!). Λένε: «Επιστροφή στον Μαρξ, επιτέλους ας τον διαβάσουμε σαν ένα μεγάλο φιλόσοφο»! Και ο Ντεριντά σχολιάζει: «Το ακούσαμε αυτό και θα το ακούσουμε εκ νέου» 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ορφικά και πυθαγόρεια μυστήρια

Η πυθαγόρεια αριθμολογία