Η μοναξιά του ανθρώπου είναι αναπόδραστη συνέπεια, καθώς ο
ίδιος από αιώνες πριν έως σήμερα διέρχεται ως αγνοών και αυτοαγνοούμενος.
Στις υπάρχουσες σχέσεις δεν αίρεται η μοναξιά, χωρίς αυτό να αποτελεί ένα
βασικό πρόβλημα. Η ασύνειδη μοναξιά “ανταλλάσσεται” από τα εκάστοτε προβλήματα
και από τον τρόπο ζωής που επέβαλλε το σύστημα με γνώμονα την υλιστική θεώρηση
ζωής. Έτσι, ανεπίγνωτα, ο σημερινός άνθρωπος βιώνει έναν τρόπο ζωής που δεν
ξέρει πού θα τον οδηγήσει, καθώς αντιμετωπίζεται όχι ως πρόσωπο αλλά ως
αριθμός. Η απώλεια του εαυτού δεν γίνεται αντιληπτή, ωστόσο όμως είναι
καθοριστική και αντικατοπτρίζεται στην απουσία του ανθρώπου από το παρόν. Το
παρόν ως σημαντική στιγμή συνάντησης με τον άλλον, παρακάμπτεται, ασύνειδα.
Τούτο αποτρέπει από την εμβάθυνση στο γεγονός της ζωής. Ο νόμος της
αλληλοεπίδρασης, ένας νόμος που ισχύει ή ούτως ή άλλως, θα μπορούσε να
συμβάλλει στην συνειδητή βίωση του παρόντος, καθώς λειτουργεί ευεργετικά, εάν
και εφόσον αίρεται η κτητικότητα, αυτή η θαυμαστή στιγμή αναδύει και την
ανάλογη μυθολογία που παραπέμπει πλέον στην Ψυχή. Η Α-λήθη καταργεί τον παλαιό
άνθρωπο, ο οποίος μέσα από την κατάσταση της σχέσης αποκτά τη βεβαιότητα της
υπαρξιακής του πραγματικότητας.
Η ασύνειδη μοναξιά τροφοδοτείται και καλύπτεται από
υποκατάστατα, τα οποία προσφέρονται, όσο ποτέ άλλοτε, μέσα σε μια παροχή
απολαύσεων.
Το χρήμα υποτάσσει την ελευθερία του με έναν επικίνδυνο τρόπο.
Ο σκληρός και άδικος, πολλές φορές, αγώνας της επιβίωσης και η άνιση κατανομή
των αγαθών, καθιστούν τη διάσταση μεταξύ των ανθρώπων μεγαλύτερη, δημιουργώντας
από τη μια πλευρά την πληθώρα των αδικημένων και από την άλλη πλευρά, την
προκλητική ζωή των ολίγων. Ενώ υπάρχει αυτή η διάσταση, ο στόχος είναι κοινός,
η απόκτηση του χρήματος. Οι έχοντες και κατέχοντες ζουν έχοντας καλλιεργήσει
την απόλυτη εξάρτηση από το χρήμα, ενώ οι μη έχοντες δεν είναι λιγότερο
εξαρτώμενοι, εφόσον το επιθυμούν και κάνουν τα πάντα για να το
αποκτήσουν.
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχοντας αποκοπεί από τον εσωτερικό
εαυτό βρίσκεται ανεπίγνωτα μόνος και απομονωμένος. Το γεγονός ότι δεν
τροφοδοτεί την ύπαρξή του με αλήθεια, δεν εμπιστεύεται τον άλλον και
δεν μοιράζεται μαζί του το «είναι» και το «έχειν», θέτει τον ίδιο
σε απόσταση από τη ρέουσα πραγματικότητα της σχέσης. Στοιχειοθετεί έναν
λεκτικό κώδικα υποτυπώδους επικοινωνίας. Περιορίζεται απλώς στο να διατυπώσει
εξωτερικά γεγονότα και καταστάσεις. Η υλιστική θεώρηση και η αντίστοιχη
αξιολόγηση που απορρέει απ’ αυτήν, δεν αφήνει περιθώρια αφιέρωσης σε μια σχέση
αληθινής φιλίας.
Αν σκεφθούμε ότι στην αληθινή φιλία δεν προσέρχεται κανείς
ζητώντας, αλλά προσφέροντας, έτσι καθώς είναι μία κίνηση αυτοπροσφοράς, ο
σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει πια τα περιθώρια της ανιδιοτελούς παραχώρησης. Το
επικίνδυνο είναι ότι δεν αναζητά τη δική του αλήθεια, μέσα από τη σχέση με τον
άλλον. Εάν όμως δεν αγωνιά προσωπικά για τον εαυτό του, εάν δεν αναζητά να
βιώσει την υπαρξιακή του αλήθεια, τότε είναι φυσικό και επόμενο να μένει
μόνος και ανασφαλής μ’ ένα απέραντο υπαρξιακό κενό.