Ο φθόνος είναι παιδί της αλαζονείας, εργάτης της εκδίκησης, αρχηγός μυστικής επανάστασης και διαρκές βάσανο της αρετής. Ο φθόνος είναι βόρβορος της ψυχής, δηλητήριο κι υδράργυρος που φθείρει τη σάρκα κι αποξηραίνει τον μυελό των οστών.Το πεδίο των παθῶν είναι ένα συνεχές (όπως π.χ. ο χρόνος, ο χώρος, η κίνηση). Σ’ αυτό το συνεχὲς προσφέρονται στον άνθρωπο (στον καθένα χωριστά) οι επιλογές του μέσου και των άκρων. Τα όριά τους δεν είναι προδιαγεγραμμένα ούτε καθορίζονται με απόλυτη ακρίβεια, αλλά οι ίδιες οι ασκημένες και ασκούμενες αρετές ορίζουν κάθε φορά το μέσον ανάμεσα σε δύο άκρα, την ὑπερβολὴν και την ἔλλειψιν· όλο το υπόλοιπο τμήμα του πεδίου ανήκει στις κακίες: εύκολο να πετύχει ο άνθρωπος το στόχο της κακίας, δύσκολο της αρετής. Το μέσον προσδιορίζεται υποκειμενικά-προσωπικά-ελεύθερα και όχι αντικειμενικά-αριθμητικά-καταναγκαστικά.- Ο Αριστοτέλης δεν ανάγει το κακό στα πάθη, ουσιαστικά στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Είμαστε άνθρωποι, λέει, και θα θυμώσουμε και θα μισήσουμε και θα χαρούμε και θα συμπονέσουμε και θα ζηλέψουμε, αρκεί να το κάνουμε με το σωστό τρόπο. Και σωστός τρόπος “διαχείρισης” των παθῶν είναι ο τρόπος του μέτρου, η εύρεση και επίτευξη του μέσου ανάμεσα στα άκρα που συνιστούν υπερβολή και έλλειψη. Το σωστό και το καλό το σώζει μόνο η μεσότης, και με αυτήν κατά περίπτωση ταυτίζονται οι ηθικές αρετές.Αναντικατάστατος οδηγός του ανθρώπου για να βρίσκει σε κάθε περίπτωση τη μεσότητα, είναι πρώτον ο ὀρθὸς λόγος: ἡ μετὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἕξις ἀρετή ἐστιν (Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1144b 27). Δεύτερο κριτήριο για την εύρεση της μεσότητας είναι το κοινωνικό πρότυπο του φρονίμου, του σπουδαίου πολίτη· αυτός είναι το μέτρο και ο κανόνας της ενάρετης συμπεριφοράς.
 Η αναζήτηση της αρετής είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη, όπως φαίνεται, με την έννοια της μεσότητας καταρχήν, του έθους, της ευδαιμονίας και της φρόνησης. Αλλά τι εννοεί ο Αριστοτέλης όταν χρησιμοποιεί τις συγκεκριμένες έννοιες; Ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι ένας δίκαιος και σώφρων άνθρωπος είναι εκείνος που ενεργεί δίκαια και με σώφρονα τρόπο. Επίσης, υποστηρίζει ότι μπορούμε να γίνουμε δίκαιοι και σώφρονες πράττοντας απλώς το δίκαιο και το σώφρον. Πρέπει όμως να είναι κανείς ήδη δίκαιος και σώφρων προκειμένου να δρά με σωφροσύνη και δικαιοσύνη; Όταν Αριστοτέλης μιλούσε για τις ηθικές αρετές, μιλούσε ουσιαστικά για τον ανθρώπινο χαρακτήρα, έτσι όπως διαμορφώνεται μέσω της δράσης. Θεώρησε ότι ο χαρακτήρας δεν είναι εγγενές χαρακτηριστικό, αλλά αποτέλεσμα της μάθησης μέσω της επαναλαμβανόμενης εμπειρίας. Βασικά, η ηθική φιλοσοφία του θα μπορούσαμε να πούμε ότι μπορεί να συμπυκνωθεί στη φράση «η αρετή είναι το μέσο μεταξύ δύο άκρων». Αλλά, όταν Αριστοτέλης μιλά για την αρετή ως μέσον, δε σκέφτεται τον μαθηματικό μέσο όρο, παρά το μαθηματικό του παράδειγμα. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε την υπερβολή, το μέσον και την έλλειψη με μαθηματικούς κανόνες, καθώς τούτες οι ποιότητες εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από το χαρακτήρα του εκάστοτε συναισθήματος ή πράξης που εξετάζουμε. Η ορθή διαχείριση των ανθρώπινων πράξεων βρίσκεται πάντα κάπου ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, αλλά αυτό δεν είναι αντικειμενικό ή αντικειμενικά λειτουργικό κριτήριο. Είναι σχετικό και όχι απόλυτο. Τούτη η σχετική μεσότητα ερμηνεύεται ή εξετάζεται ανάλογα με την περίσταση. Συνεπώς το σχετικό δεν είναι αυθαίρετο –και τούτο έχει πιθανώς ιδιαίτερη σημασία- άλλα κάτι που πρέπει να καθοριστεί σε συμφωνία με την πραγματική κατάσταση και τη στιγμή. Σε ορισμένες περιπτώσεις πιθανώς χρειάζεται να κλίνει κανείς προς την πλευρά της υπερβολής ή το αντίθετο. Εδώ χρειάζεται να τονιστεί ότι δεν μπορούμε να εκλάβουμε το αριστοτέλειο δόγμα της μεσότητας ως παρότρυνση ή εξύμνηση της μετριοπάθειας στην ηθική ζωή, καθώς σε ό,τι αφορά στην ουσία της –και όχι στον ορισμό της μόνον- η ίδια η αρετή φαίνεται να είναι μια υπερβολή, μια ακρότητα.
Ο Αριστοτέλης, συνεχίζοντας τη θεωρία του για τη μεσότητα και τις εφαρμογές της στην πραγματική ζωή, προβαίνει στη διαπίστωση ότι δεν εμπίπτει στη σφαίρα επιρροής της μεσότητας κάθε πράξη και κάθε πάθος. Μιλώντας για πάθη όπως η επιχαιρεκακία, η αδιαντροπιά και ο φθόνος θεωρεί ότι είναι κοινώς αποδεκτά ως αρνητικά και ποταπά. Επίσης, ως προς τις πράξεις δηλώνει ότι δεν εμπεριέχουν στην εκδήλωσή τους το καλό ή το κακό ούτε διαφοροποιούνται σε σχέση με τον τρόπο, τον χρόνο ή τον σκοπό. Επιπλέον, τονίζει ότι η υπερβολή ή η έλλειψη που προκύπτει από την αναζήτηση της μεσότητας -ως προς τα πράγματα και ως προς εμάς-  είναι σχετική.Ως ακραίες καταστάσεις τόσο η έλλειψη όσο και η υπερβολή είναι αρνητικές. Έτσι σε ό,τι αφορά σε αρετές όπως είναι η σωφροσύνη ή η ανδρεία, δεν μπορεί να αναζητηθεί η μεσότητά τους, γιατί η όποια απόκλιση από τη μεσότητα τείνει ή προς την έλλειψη ή προς την υπερβολή, με αποτέλεσμα η αρετή να μετατρέπεται σε κακία και να χάνει την ισορροπία της.Η ζήλια  μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένα συναίσθημα που εμφανίζεται, όταν ένα άτομο υστερεί απέναντι σε κάποιο άλλο,από πλευράς πλούτου, ικανοτήτων, η ταλέντου,ή επιθυμεί διακαώς κάτι που κάποιος άλλος έχει στην κατοχή του.. Σ'αυτή την περίπτωση η ζήλια εκδηλώνεται ως η επιμονή του ανθρώπου, να αποκτήσει κάτι που έχει ο συνάνθρωπος του, η αν δε μπορεί να το αποκτήσει ο ίδιος, εύχεται (και συνήθως προσπαθεί να καταφέρει) να μην το έχει ούτε ο συνάνθρωπος του. Το συναίσθημα αυτό αρκετά συχνά αγγίζει τα όρια της εμμονής.
Ο Μπέρτραντ Ράσελ απεφάνθη ότι η ζήλια είναι μία από τις κυριότερες αιτίες της δυστυχίας. Είναι μια συνήθης και πλέον ατυχής πλευρά της ανθρώπινης φύσης, διότι δεν είναι μόνο αυτός που ζηλεύει δυστυχισμένος, αλλά επιθυμεί να προκαλέσει δυστυχία και στους γύρω του. Παρόλο που η Ζήλια ως συναίσθημα είναι γενικά αρνητικό, ο Ράσελ πίστευε ότι η ζήλια ήταν η κινητήριος δύναμη που έσπρωξε τους ανθρώπους προς την Δημοκρατία, και πρέπει να ενταθεί, προκειμένου να επιτευχθεί ένα καλύτερο πολιτικό σύστημα.Ο Αριστοτέλης στην "Ρητορική" όρισε την Ζήλια (φθόνος) ως τον πόνο που προκαλεί η τύχη των άλλων, ενώ ο Καντ όρισε τη ζήλια ως "μία απροθυμία να δει κάποιος την δική του ευημερία, επισκιάζοντας την από την ευημερία κάποιου άλλου, επειδή το πρότυπο που χρησιμοποιεί δεν έχει εγγενή σχέση με την δική του ευημερία, παρά μόνο στο πλαίσιο σύγκρισης της δικής του ευημερίας με των άλλων.

Απο την οργή, καθώς και απο το μίσος, στο οποίο εκείνη μετεξελίσσεται, όταν μείνει ανικανοποίητη, αντιδιαστέλλεται ο φθόνος, μια άλλη μορφή πάθους, που επιφέρει δεινά.

Για την ουσία του φθόνου ο Αριστοτέλης παρατηρεί

ο φθόνος [εστίν] λύπη τις επι ευπραγία γενομένη των ειρημένων αγαθών περι τους ομοίους, μή ίνα τι αυτώ, αλλά δι' εκείνους· φθονήσουσι μεν γαρ οι τοιούτοι οίς εισί τινες όμοιοι ή φαίνονται (...)Διό οι μεγάλα πράττοντες και οι ευτυχούντες φθονεροί εισιν· πάντας γαρ οίονται τα αυτών φέρειν. Και οι τιμώμενοι επί τινι διαφερόντως, και μάλιστα επι σοφία ή ευδαιμονία. Και οι φιλότιμοι φθονερώτεροι των αφιλοτίμων. Και οι δοξόσοφοι (...) Και όλως οι φιλόδοξοι περί τι φθονεροί περι τούτο (...) Επειδή δε προς τους ανταγωνιστάς (...)και όλως τους των αυτών εφιεμένους φιλοτιμούνται, ανάγκη μάλιστα τούτοις φθονείν, διόπερ είρηται και κεραμεύς κεραμεί κοτέει και (...) φθονέει …

O  ΦΘΟΝΟΣ ΩΣ ΨΥΧΙΚΟ ΠΑΘΟΣ

Στα Ἠθικὰ Νικομάχεια, βάσει της διάκρισης δύο τρόπων ύπαρξης (δυνάμει και ἐνεργείᾳ) τα πάθη θεωρούνται είτε ως ποιότητες είτε ως κινήσεις της ψυχής. Τα πάθη-ποιότητες είναι δυνατότητες της ψυχής κείμενες σε ένα υπαρκτικό πεδίο πέρα και πριν από συγκεκριμένο χώρο-χρόνο. Υπάρχουν δυνάμει, ως οιονεί βιολογικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης· όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να εκδηλώσουν πάθη όπως η ἐπιθυμία, η ὀργή, ο φόβος, ο φθόνος, η φιλία, το μῖσος, ο πόθος, ο ζῆλος, ο ἔλεος. Τα πάθη-κινήσεις είναι ενέργειες του εκάστοτε ανθρώπου εγγεγραμμένες σε ένα υπαρκτικό πεδίο ορισμένο από συγκεκριμένες διαστάσεις χώρου-χρόνου. Υπάρχουν ἐνεργείᾳ, ως επικαιροποιημένες εκδηλώσεις του ατόμου μέσα στο μεταβαλλόμενο φυσικό-κοινωνικό περιβάλλον· ο καθένας εκδηλώνει την ὀργήν του, τον φόβον, τον φθόνον, την χαράν του. 

Tα πάθη είναι μια αδήριτη πραγματικότητα (είμαστε άνθρωποι, και θα θυμώσουμε και θα μισήσουμε και θα χαρούμε και θα σπλαχνιστούμε το διπλανό μας). Γι’ αυτό και καθαυτά είναι ηθικώς ουδέτερα. Στα πάθη ως βιολογικές δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης δεν προσάπτουμε επίθετα της ηθικής, για τον ίδιο λόγο που δεν χαρακτηρίζουμε καλή ή κακή την απλή δυνατότητα να τραφούμε, να κινηθούμε ή να ομιλήσουμε· η ἐπιθυμία, ο θυμός, η αἰδώς, το μῖσος δεν είναι από μόνα τους ούτε καλά ούτε κακά. Στα πάθη ως συγκεκριμένες ενέργειες των ατόμων δεν αποδίδουμε εξαρχής ηθικούς προσδιορισμούς, διότι έχουν ένα παροδικό χαρακτήρα, και δεν προσδιορίζουν μονιμότερα το ήθος του φορέα τους με τον τρόπο που το κάνουν κατεξοχήν όροι της ηθικής, όπως η αρετή και η κακία· καθαυτή μία ὀργή, μία λύπη, ένας πόθος δεν έχουν ηθικό πρόσημο.

Οι ιδιαίτερες, όμως, συνθήκες μέσα στις οποίες ένα πάθος εγείρεται στην ψυχή του ανθρώπου και εκδηλώνεται στις ενέργειές του -ο χρόνος, οι καταστάσεις, οι άνθρωποι προς τους οποίους αυτό στρέφεται, οι αιτίες, ο τρόπος εκδήλωσης- προσδίδουν υστερογενώς στο συγκεκριμένο πάθος ηθικό βάρος και ποιόν  Αν μάλιστα το πάθος εκδηλώνεται επαναλαμβανόμενα με σταθερή ένταση, αν το πρόσωπο πάσχει (οργίζεται πχ. ή φοβάται) κάθε φορά με την ίδια υπερβολική,
ελλείπουσα ή μετρημένη ένταση, τότε αποκτούν ηθική βαρύτητα και οι ενέργειες που ταυτίζονται με το πάθος αυτό. Αλλά και πάλι τα επίθετα της ηθικής προσάπτονται εξ αντανακλάσεως· δεν αποτελούν ιδιώματα των παθών αλλά μονιμότερους προσδιορισμούς ήθους του προσώπου που τα εκδηλώνει. Έτσι, αυτός που κατ' επανάληψη οργίζεται υπερβολικά είναι ο ὀργίλος και η κακία του η ὀργιλότης, ενώ αυτός που οργίζεται με μέτρο είναι ο πρᾶος και η ἀρετή του η πραΰτης· όποιος φοβάται λιγότερο ή περισσότερο από το δέον είναι ο θρασὺς ή ο δειλός, και οι αντίστοιχες κακίες η θρασύτης και η δειλία.

Ο Αριστοτέλης εξηγεί πώς εν σχέσει με τα προ-ηθικά πάθη διαμορφώνονται οι ηθικές στάσεις ζωής: οι ἕξεις των προσώπων, οι αρετές και οι κακίες. Τα πάθη λειτουργούν αναδραστικά και ως ποιοτικές αλλοιώσεις του υποκειμένου τους· ο
άνθρωπος που τα εκδηλώνει, ταυτοχρόνως πάσχει, διότι όποτε εγείρεται στην ψυχή του ένα πάθος (η ευσπλαχνία πχ. ή το μίσος), υφίσταται την ίδια του την κίνησιν ως πάθησιν . Λίγο-λίγο μορφοποιείται ως πρόσωπο ανάλογα, και το πάθος του γίνεται δυσκίνητον, έξη.
Οι ἕξεις, ως κατεχόμενοι τρόποι εκδήλωσης των παθών, σχηματίζονται με την επανάληψη ομοίων ενεργειών και συνδέονται είτε με τη σταθερότητα στο βαθμό έντασης είτε με τον τρόπο εκδήλωσης των παθών.

Από τη μία, τα πάθη και οι ἕξεις διακρίνονται. Πρώτον, διότι οι ἕξεις είναι παγιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου και δεδομένα κίνητρα των ενεργειών του, ενώ τα πρώτα έχουν καταρχήν παροδικό χαρακτήρα. Δεύτερον, διότι ούτε επαινούμαστε ούτε ψεγόμαστε για τα πάθη της φύσης, αφού η εκδήλωσή τους επέρχεται περίπου αυτόματα, απροαίρετα· αντιθέτως, για τις αρετές και τις κακίες μας επαινούμαστε και ψεγόμαστε, αφού αυτές συνδέονται με την προαίρεσιν , τη συνειδητή και ελεύθερη επιδίωξη του εφικτού όσον αφορά το καλό και το κακό. Από την άλλη, τα πάθη και οι ἕξεις διαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Τα πρώτα με τη επανάληψή τους μεταβάλλονται σε ἕξεις, και αυτές με τη σειρά τους αποτελούν κίνητρα συγκεκριμένων βιωμάτων, παθών καλών ή κακών.
Η αριστοτελική ηθική δεν καταδικάζει τα πάθη, διότι έχει σαφέστατη την οντολογική και ανθρωπολογική της θεμελίωση: η αρετή, ο σωστός δηλαδή τρόπος διαχείρισης των παθών, αποσκοπεί στην πραγμάτωση και διάσωση της ανθρώπινης φύσης. Η φύση δεν είναι μια στατική πραγματικότητα, είναι η οδός που οδηγεί στην ολοκλήρωση της μορφής του κάθε είδους Και η ανθρώπινη φύση, καθώς είναι φύση πολιτική, ολοκληρώνεται και διασώζεται μέσα στην κοινότητα· ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του στην οργανωμένη κοινωνική συμβίωση. Άρα, το κακό και το καλό δεν ενεδρεύουν στη δεδομένη φύση, αλλά είναι προσωπικές επιλογές στην οδό προς την κοινωνικότητα. Η ηθική διαφοροποίηση ως απόρροια μιας στάσης ζωής (σε ικανό βάθος χρόνου), θεμελιώνεται στην ελευθερία και όχι στην ανάγκη. Αποκτούμε τις αρετές ολοκληρώνοντας διαρκώς τη φύση μας, εφόσον συνειδότες και ελεύθεροι ζούμε αρμονικά με τους συμπολίτες μας.

Οι αρετές προϋποθέτουν ότι με συνέπεια ασκούμαστε σ’ αυτές, επιδιώκοντας ανά περίπτωση τη μεσότητα. Εφόσον, κατά την έμπρακτη εκδήλωση των παθών μάς προσφέρονται οι επιλογές του μέτρου και των ακροτήτων, η αρετή ταυτίζεται με τη μεσότητα, ενώ η κακία με την υπερβολή και την έλλειψη. Αλλά το μέτρο στις πολύτροπες εκφάνσεις του βίου δεν ισαπέχει από τα άκρα, μπορεί ανάλογα με την περίπτωση να εγγίζει ως προς την ένταση ή τον τρόπο εκδήλωσης ακόμη και τα άκρα του πεδίου των παθών και πράξεων· άρα η αρετή δεν είναι μια άχρωμη, άγευστη και χλιαρή επιλογή. Η διά βίου εύρεση-επίτευξη του προσωπικού μέτρου είναι μία ακραία, θαυμαστή στάση ζωής.
Η αρετή-μεσότητα δεν ορίζεται ούτε απολύτως αντικειμενικά (με μία αριθμητική και καταναγκαστική λογική) ούτε απολύτως υποκειμενικά (ως ατομική αυθαιρεσία)· ορίζεται ως επιλογή του προσώπου αντίστοιχη προς τις ιδιαίτερες ανάγκες του και την περίσταση, και με κριτήρια διασταυρούμενα αφενός τον ορθό λόγο, αφετέρου το ηθικό πρότυπο του φρονίμου πολίτη.
Στην αρχαιοελληνική γνωσιοθεωρία ο ορθός λόγος δεν έχει να κάνει με συστηματική νοησιαρχική ακρίβεια· δεν δεσμεύεται ούτε από αξιωματικές αρχές ούτε από την εσωτερική συνέπεια μιας επιστήμης. Ο ορθός λόγος είναι όλων των ανθρώπων· κανένας ειδήμων, καμία τυποποιημένη λογική, ιδεολογία, θρησκεία και φιλοσοφία δεν τον μονοπωλεί. Ο ορθός λόγος είναι ο κοινός λόγος, η κοσμική τάξη και αρμονία εντοπισμένη-εγχρονισμένη στην κοινωνία και προσδιοριζόμενη από αυτήν. Το ἀληθεύειν ταυτίζεται με το κοινωνεῖν, η αλήθεια πραγματώνεται ως συνάρτηση των κοινωνικών επιτευγμάτων, εκφράζει το κατά πόσον οι άνθρωποι συμβιώνουν κατὰ λόγον. Αλλά και το ηθικό πρότυπο του φρονίμου πολίτη έχει κοινωνικό περιεχόμενο· συμπυκνώνει το σύνολο των αξιών που κατά παράδοση αποδέχεται η κοινότητα. Άρα, η αριστοτελική ηθική έχει ξεκάθαρα κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, είναι η ηθική της αρχαιοελληνικής πόλεως Και τα πάθη των πολιτών εξακολουθούν να συγκατοικούν σ’ αυτή την πόλη.
Κατακλείδα των προσπαθειών του φιλοσόφου να ορίσει τα πάθη είναι η ουσιαστική (άρα αναγκαστική) σύνδεσή τους με την ἡδονὴν ή την λύπην  Η επιδίωξη της ηδονής και η αποτροπή της λύπης λειτουργούν ως τελικά αίτια, στα οποία οφείλεται και η έγερση των παθών και αυτή η ύπαρξή τους.
Στην Ῥητορικὴν o Αριστοτέλης δείχνει ότι τα πάθη προϋποθέτουν τη διυποκειμενική σχέση, ιδιότητα που τα διαφοροποιεί από (συν)αισθήματα που απλώς καλύπτουν ένα μέρος της ψυχής εξαντλούμενα εντός αυτής. Εξάλλου, τα πάθη συνίστανται και από λογικά στοιχεία: α) προϋποθέτουν κάποια μορφή πρόσληψης της πραγματικότητας, β) εμμένουν στο φαίνεσθαι, στην πρώτη εντύπωση, και την αποτιμούν αυτομάτως ως θετική ή αρνητική για το φορέα τους, γ1) συστήνονται ως γνώμη για τους άλλους αλλά και ως ορθή ή εσφαλμένη αυτογνωσία, γ2) συμπεριλαμβάνουν αξιολογικές κρίσεις, δ) στην τάση τους να μετατραπούν σε πράξεις προϋποθέτουν συνειδητές επιλογές.
Το λογικό τους περιεχόμενο κάνει σαφές ότι τα πάθη δεν είναι τυφλές ορμές· ο φορέας τους έχει ήδη προσλάβει με τον τρόπο του την πραγματικότητα και έχει προβεί σε κρίσεις γι’ αυτήν, βασίζεται στην εικόνα που έχει σχηματίσει για τον εαυτό του, επιλέγει τους στόχους του. Γι’ αυτό και τα πάθη του επιδέχονται κριτική ως εύλογα ή αδικαιολόγητα. Αλλά η ιδιάζουσα λειτουργία τους είναι να ζημιώνουν τη χρήση του ορθού λόγου, μια και τον υποκαθιστούν στην ερμηνεία της πραγματικότητας και τον προλαβαίνουν ως κίνητρα πράξεων. Στην περίπτωσή τους η θέαση της αλήθειας δεν είναι ούτε πάντα εφικτή ούτε σε κάθε
περίπτωση σφαιρική· και αυτό, αφενός επειδή εγκαθιδρύονται στο φαίνεσθαι, αφετέρου επειδή οπλίζονται από τη δομική τους συνάρτηση προς την ηδονή ή τη λύπη.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η πυθαγόρεια αριθμολογία

ορφικά και πυθαγόρεια μυστήρια