Η περί κοινωνικού συμβολαίου θεωρία του Hobbes δεν καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στην πολιτική του θεωρία και συνδέεται στενά με την ψυχολογία και αυτή με τη φυσική και όλες με τη γενική φιλοσοφική του θεωρία. Στο πρώτο του φιλοσοφικό έργο Στοιχεία Δικαίου (1650) ο Hobbes φαίνεται να προτιμά την απολυταρχία ως σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης. Αυτό που προκάλεσε έντονη εντύπωση στους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους ήταν το έργο «Λεβιάθαν ή η ύλη, μορφή και δύναμη μια κοινοπολιτείας, εκκλησιαστικής και πολιτική»[1] που δημοσιεύτηκε το 1651 στη Γαλλία. Το έργο θεωρήθηκε υλιστικό και αθεϊστικό και προκάλεσε την έντονη εχθρότητα της Αγγλικανικής Εκκλησίας και η εξόριστη βασιλική αυλή τον απομάκρυνε από το περιβάλλον του έκπτωτου βασιλιά.
Επίσης προκάλεσε και την αντίδραση της Εκκλησίας της Γαλλίας και τη δυσπιστία της πολιτικής γαλλικής εξουσίας, κάτι που τον ανάγκασε μα επιστρέψει στην Αγγλία. Η Αγγλία βρισκόταν στη μετεμφυλιακή και μη μοναρχική εποχή και ο Hobbes διέτρεχε κίνδυνο επιστρέφοντας εκεί λόγω της σχέσης του με τον έκπτωτο βασιλιά. Στην Αγγλία το έργο του θεωρήθηκε πως «περιείχε τις θεωρητικές αρχές που επάνω τους θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ειρήνη στη χώρα».[2]
Στα επόμενα χρόνια ο Hobbes αφιερώθηκε με τη γεωμετρία, τα μαθηματικά και  τη φυσική. Στα επόμενα έργα του ασχολήθηκε με τη μηχανιστική φιλοσοφία, με έντονα υλιστικά στοιχεία, όπως τα είχε αρχικά προβάλει στον Λεβιάθαν και προκάλεσε νέες αντιδράσεις. Μετά την αποκατάσταση της μοναρχίας ο παλιός του μαθητής Βασιλιάς Κάρολος Β’ (1660-1685) του χορήγησε ετήσια σύνταξη.
Στον Λεβιάθαν ο Hobbes συμπυκνώνει τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα. Εδώ παρουσιάζει τις φιλοσοφικές του απόψεις για την ανθρωπολογία, την ηθική την ψυχολογία και παράλληλα τις απόψεις του για την πολιτική, τη γλώσσα και τη θρησκεία. Κατά τον Hobbes, η πολιτική κοινωνία είναι μη φυσική, δηλαδή τεχνητή, που τη δημιούργησε ο άνθρωπος όταν ξέφυγε από τη φυσική του κατάσταση. Είναι δημιούργημά του, για να μπορέσει να επιβιώση. Μόνη φυσική αρχή που υπάρχει πια μέσα σε μια κοινωνία είναι αυτή της σχέσης μητέρας και παιδιού, επειδή το παιδί είναι αδύναμο και η μητέρα αναγκαστικά το φροντίζει ώστε να επιβιώσει.
Έργο της φιλοσοφίας, κατά τον Hobbes, η οποία είναι έργο του γνήσιου λογισμού, είναι η αναζήτηση της πραγματικής αιτίας των πραγμάτων, το διότι και τη θεωρεί ως την τέλεια γνώση των πραγμάτων. Ως μόνη πηγή γνώσης θεωρεί τον ορθό λόγο, ο οποίος είναι προϊόν των λογικών δυνάμεων του ανθρώπου. Έτσι, την φιλοσοφία την απασχολούν μόνο τα φυσικά σώματα, που έχουν ύλη και η κίνηση και οι φυσικές της αιτίες. Ο ορθολογικός υλισμός του Hobbes απορρίπτει τη θρησκεία και τη μεταφυσική ως αντικείμενα του φιλοσοφικού στοχασμού και στέκεται αποφασιστικά απέναντι στη φεουδαρχία και την Εκκλησία. Η γνώση των πραγμάτων εξισώνεται με την ισχύ, «που περιλαμβάνει και την πολιτική εξουσία».[3]
Ο Hobbes υποστήριζε πως υπάρχουν μόνο τα υλικά σώματα, που αποτελούν το εξωτερικό κόσμο και έχουν υπόσταση. Οι παραστάσεις και οι έννοιες είναι μόνο η αντανάκλαση των υλικών σωμάτων στη συνείδηση του ανθρώπου. Όσον αφορά στην κίνηση πίστευε πως δεν ήταν μια γενική μορφή της ύλης, αλλά μια δευτερεύουσα ιδιότητα των φυσικών σωμάτων. Δηλαδή, ο υλισμός του είναι μηχανιστικός, σύμφωνα με τον οποίο η κίνηση δεν είναι μια αλλαγή, αλλά μια μετατόπιση μέσα στον χώρο και είναι αποτέλεσμα εξωτερικής επίδρασης.
Αφετηρία της πολιτικής φιλοσοφίας του Hobbes βρίσκεται στην ηδονιστική θεμελίωση της ηθικής. Σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος κυβερνάτε από έμφυτο εγωισμό. Στην πρωτόγονή του κατάσταση επιδιώκει με κάθε τρόπο την επιβίωσή του και την ικανοποίηση των επιθυμιών του, οι οποίες είναι απεριόριστες. Ο φυσικός άνθρωπος είναι απογυμνωμένος από κάθε υποψία φυσικής κοινωνικότητας (διαφωνεί με τον άποψη του Αριστοτέλη πως ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον). Ο εγωιστικός χαρακτήρας της ανθρώπινης φύσης οδηγεί αναπόφευκτα τους ανθρώπους στην καθολική σύγκρουση. Η καθολική αυτή σύγκρουση (στη φυσική κατάσταση) οδηγεί σε μια αφόρητη κατάσταση για τον άνθρωπο, αφού η ζωή γίνεται κτηνώδης, δυσάρεστη, φτωχή και σύντομη. Η δύσκολη αυτή ζωή έκανε τους ανθρώπους να αναζητήσουν μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Έτσι βαδίζουν προς την πολιτική κοινωνία. Στις σκέψεις αυτές ο Hobbes οδηγήθηκε από την ταραγμένη πολιτική κατάσταση η οποία επικρατούσε στην Αγγλία τον 17ο αιώνα και τα επιτεύγματα των μαθηματικών επιστημών: της αστρονομίας και της οπτικής στην εποχή της επιστημονικής επανάστασης.
Σημαντική και δεσπόζουσα αντίληψη στην πολιτική του θεωρία, η οποία παρουσιάζεται στο σπουδαίο έργο του Λεβιάθαν, είναι πως η κοινωνία αποτελείται από άτομα, που είναι μεταξύ τους εκ φύσεως ίσα και έχουν ίδιες ικανότητες να απειλούν το ένα το άλλο. Στην προσπάθειά τους να επιζήσουν επιδιώκουν να αποκτήσουν όση περισσότερη δύναμη μπορούν. Ο αγώνας της επιβίωσης είναι στη φύση του ανθρώπου, και αυτό οδηγεί σε «ακατάπαυστες συγκρούσεις μεταξύ τους».[4]
Σύμφωνα με τον Hobbes, λοιπόν, σε μια ελεύθερη και πρωτόγονη κατάσταση ο άνθρωπος είναι κυριευμένος από τα πάθη και επειδή η ανθρώπινη φύση κυριαρχείται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και, προκειμένου να διατηρηθεί στη ζωή και να διαφυλάξει τα συμφέροντά του, θα συμπεριφερόταν απέναντι στους άλλους ανθρώπους σαν λύκος (Homo homini lupus est). Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από την έμφυτη ροπή να καταστρέφουν ο ένας τον άλλον.[5]
Η φυσική κατάσταση είναι μια κατάσταση συνεχούς πολέμου: «σε αυτόν τον πόλεμο του κάθε ατόμου εναντίον σε κάθε άτομο υπάρχει το επακόλουθο: πως τίποτα δεν μπορεί να είναι άδικο. Οι έννοιες του σωστού και του λάθους, της δικαιοσύνης και της αδικίας δεν έχουν καμμία θέση».[6]
Υπό αυτή τη δύσκολη και αφόρητη κατάσταση συνεχούς πολέμου (Omnes contra omnium). Ο άνθρωπος αναγκάζεται να εκχωρήσει ένα μέρος της ελευθερίας του σε έναν κυρίαρχο και να υποταχθεί εκούσια στην εξουσία του με  την προϋπόθεση ότι και ο κάθε ένα άνθρωπος του θα κάνει το ίδιο. Ο άνθρωπος, προκειμένου να μην αφανιστεί μέσα από μια κατάσταση συνεχούς πολέμου, όπου όλοι στρέφονται εναντίων όλων, παραχωρεί εκούσια μέρος της ελευθερίας του στον κυρίαρχο, που μπορεί να είναι ένα πρόσωπο ή ένα συμβούλιο προσώπων. Συνάπτει με αυτόν ή με αυτούς ένα συμβόλαιο με το οποίο επιδιώκει πως θα διαφυλάξει τη ζωή, την περιουσία του, αλλά και ένα μέρος της ελευθερίας. Αυτό το κάνουν οικειοθελώς όλοι οι άνθρωποι, συμφωνώντας έτσι στην ανάθεση της εξουσίας σε έναν κυρίαρχο. Δηλαδή, παραχωρούν το δικαίωμα της αυτοδικίας που είχαν στη φυσική ζωή στον απόλυτο μονάρχη. Οι συμβαλλόμενοι σε αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο είναι δύο, οι άνθρωποι (οι πολίτες) και το κράτος (ο κυρίαρχος).
Ο κυρίαρχος (sovereign), από την άλλη πλευρά, δεσμεύεται να τηρήσει το συμβόλαιο και να κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε να εξασφαλίσει το αγαθό της ειρήνης και την επιβίωση των ανθρώπων και της κοινωνίας. Το συμβόλαιο αυτό συνιστά στην ουσία μια πράξη υποταγής και νομιμοποιεί τον απόλυτο κυρίαρχο να ασκεί απόλυτη εξουσία προς τους κοινούς σκοπούς. Η πηγή της εξουσίας του, επομένως, δεν προέρχεται από κάποια μεταφυσική αρχή ή πηγή (δεν είναι θεόσταλτος), αλλά προέρχεται από την ίδια την κοινότητα. Όπου, για  χάρη της ειρήνης και ασφάλειας, η οποία κινδυνεύει από την ίδια τη φύση του, ο κάθε άνθρωπος παραχωρεί εκούσια μέρος της ελευθερίας του προκειμένου να επιβιώσει.
Την έννοια της κυριαρχίας ο Hobbes τη δανείζεται από τον Bodin και πάνω σε αυτή θεμελιώνει την πολιτική του φιλοσοφία. Η παραχώρηση όλων αυτών των εξουσιών δημιουργεί ένα κράτος-Λεβιάθαν, το οποίο γίνεται φορέας πρωτογενούς πηγής εξουσίας. Η παραχώρηση αυτής της εξουσίας νομιμοποιεί απόλυτα την κυρίαρχο και σκιαγραφεί το νεώτερο συγκεντρωτικό κράτος.[7]
Ο κυρίαρχος είναι απαραίτητος γιατί ακόμα μέσα στην κοινωνία οι άνθρωποι δρουν ανταγωνιστικά, φοβούνται ο ένας τον άλλον και επιδιώκουν τη φήμη και τα οφέλη της. Ο κυρίαρχος μπορεί να εξασφαλίσει την ισορροπία και την αποφυγή συγκρούσεων.
Στον Λεβιάθαν η απόλυτη ισχύ συγκεντρώνεται στα χέρια του ηγεμόνα, ο οποίος γίνεται φορέας κυριαρχίας και καταργείται έτσι κάθε περιορισμός στην άσκηση της εξουσίας. Αυτή η συγκέντρωση εξουσίας είναι απαραίτητη ώστε να μεγιστοποιηθεί η ισχύς του κράτους, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Η δύναμή του να επιβάλει τους νόμους είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ομαλότητας και της ειρήνης στην κοινωνική και οικονομική ζωή, τομείς όπου οι πολίτες δραστηριοποιούνται ελεύθερα.[8] «Συμβάσεις χωρίς το ξίφος», χωρίς τον φόβο μια δύναμης καταναγκασμού, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τις συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας.[9]
Στο συμβόλαιο αυτό δεσμεύεται και ο κυρίαρχος, να εξασφαλίζει την προστασία και την ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας των υπηκόων του, οι οποίοι διατηρούν το δικαίωμα της ελευθερίας δράσης στην τομέα της οικονομικής και της ιδιωτικής ζωής. Η επιβολή της εξουσίας ασκείται μέσω των μέσω της βίας που κατέχει. Η δημιουργία μιας δύναμης καταναγκασμού για την εκτέλεση των συμβάσεων είναι απαραίτητη. Μια τέτοια δύναμη δεν υπήρχε πριν από τη σύσταση της πολιτείας.[10]
Ως ιδανικό τύπο διακυβέρνησης ο Hobbes προτείνει τη συνταγματική μοναρχία. Είναι εναντίον της  δημοκρατίας και των κοινωνικών ελευθεριών γιατί περιορίζουν την εξουσία της μεγαλοαστικής τάξης, η οποία πρέπει να είναι απεριόριστη. Μόνο αυτή η απεριόριστη εξουσία  μπορεί να εξασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη και την απρόσκοπτη λειτουργία της εμπορευματικής παραγωγής. Με τις απόψεις του αυτές ο Hobbes θεωρεί την αστική κοινωνία ως ορόσημο της κοινωνικής προόδου.[11]
Στο θέμα των σχέσεων εκκλησίας και κράτους ο Hobbes προτείνει την υποταγή της πρώτης στον δεύτερο. Καταγγέλλει τον Ρωμαιοκαθολικισμό ως πηγή θρησκευτικής δεισιδαιμονίας και προτείνει για την Αγγλία «την εγκαθίδρυση του κρατικού προτεσταντισμού ως την ενδεδειγμένη λύση του θρησκευτικού προβλήματος».[12] Στο σημείο αυτό η συμβολή του έγκειται στην ενίσχυση της άποψης πως η πολιτική πρέπει να είναι ανεξάρτητη από τη θρησκευτική φιλοσοφία και τα θρησκευτικά δόγματα. Επίσης, ο Hobbes επιχειρεί να ενοποιήσει τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα μέσα στο κράτος και προσπαθεί να δείξει πως η γνώμη των αρχών της οικονομίας είναι αναγκαία για την κατανόηση της πολιτικής. 
Το σημαντικό στη θεωρία του Hobbes είναι πως η κυρίαρχη εξουσία -ο κυρίαρχος-  πρέπει να διαιωνίζεται από μόνη της, να είναι αδιαίρετη και απόλυτη. Μόνη και ουσιαστική αιτιολογία είναι η ασφάλεια των πολιτών, της ζωής και της περιουσίας τους. [13]
Η επίδραση της θεωρία της κυριαρχίας του Hobbes ήταν σημαντική στη διαμόρφωση της θεωρίας των διεθνών σχέσεων, όπου η κυριαρχία του κάθε κράτους είναι πλήρης και απολύτως αδέσμευτη. Εξουσία κάθε κράτους είναι «φυσική» και «ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις βρίσκονται σε παντελώς φυσική κατάσταση». [14]
Σύμφωνα με τον Hobbes, λόγω των παθών και της ισχύος και η στοιχείο της διακρατικής κατάστασης είναι ο πόλεμος μεταξύ τους, τον οποίο προτιμά από τον εσωτερικό, τον εμφύλιο δηλαδή, πόλεμο μέσα σε ένα κράτος. Επειδή, όπως είδαμε,  θεωρεί ότι ο πόλεμος μεταξύ κρατών είναι υποφερτός δεν προτείνει τη δημιουργία ενός υπερκρατικού οργανισμού, ο οποίος θα μεριμνά για την εξάλειψη των διακρατικών προστριβών και την αποφυγή των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ τους. Οι θέσεις του Hobbes στο θέμα των διακρατικών σχέσεων είναι σε αντίθεση με τις «συστηματικές απόπειρες των συγχρόνων του θεωρητικών του διεθνούς δικαίου, με κορυφαίους του Hugo και τον Grotius…, να θεμελιώσουν τουλάχιστον την έννοια μιας διεθνούς έννομης τάξης που θα αποτελέσει γνώμονα –σε κανονιστικό τουλάχιστον επίπεδο- της συμπεριφοράς των κυρίαρχων κρατών».[15]
Οι απόψεις του Hobbes, παρά τις πολλές απόπειρες να αναιρεθούν, άσκησαν μεγάλη επίδραση σε συγχρόνους του στοχαστές, όπως ο Benedictus Spinoza (1632-1677), ο Samuel  Pufendorf (1632-1694) κ.ά. παρά την κριτική που του άσκησαν, πολλοί επόμενοι στοχαστές, όπως o Locke, o Hume κ.ά, είναι συνεχιστές του πολιτικού του στοχασμού και προβληματισμού πάνω στην προέλευση της κρατικής εξουσίας και της πολιτικής οργάνωσης. Το έργο  Pufendorf δεν χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία, αλλά από ένα είδος εκλεκτισμού των θεωριών του Hobbes και του Grotius. Έχει όμως σαφήνεια και μπορεί κανείς σε αυτό να βρει μια συστηματική έκθεση των θεωριών της σχολής του φυσικού δικαίου.


[1]        Ο τίτλος προέρχεται από το βιβλίο του Ιώβ και επιλέχθηκε για να υποδηλώσει τον απόλυτο μονάρχη (Ιώβ, ΜΑ», 26).
[2]        Π. Κιτρομηλίδης. Πολιτικοί…, ό.π., σ. 53, 74-75.
[3]        Π. Κιτρομηλίδης. Πολιτικοί…, ό.π., σ. 66.
[4]        T. HobbesΘεωρίες της πολιτικής και του κράτους. Μετ.-εισαγ.-επιμ. Μ. Αγγελίδης, Θ. Γκιούρας. Σαββάλας, Αθήνα, 2005, σ. 18.
[5]        T. Hobbes. Λεβιάθαν, XIII, σ. 85. Βλ. και T. HobbesΘεωρίες της…, ό.π., 18.
[6]        T. Hobbes. Λεβιάθαν, XIII, 13.
[7]        Π. Κιτρομηλίδης. Πολιτικοί…, ό.π., σ. 71.
[8]        S. Hall, B. Gieben. Η διαμόρφωση…, ό.π., σ. 164-165.
[9]        T. Hobbes. Λεβιάθαν, σ. 223.
[10]      T. Hobbes. Λεβιάθαν, XVII, σ. 111. Βλ. και T. HobbesΘεωρίες της…, ό.π., 21.
[11]      Α. Αντωνακόπουλος. Εισαγωγή στη…, ό.π., σ. 84. Βλ. και T. HobbesΘεωρίες της…, ό.π., 21-22.
[12]      Π. Κιτρομηλίδης. Πολιτικοί…, ό.π., σ. 73.
[13]      T. Hobbes. Λεβιάθαν, 1968, σ. 227-228, 376, και 382-383. Βλ. και S. Hall, B. Gieben. Η διαμόρφωση…, ό.π., σ. 165.
[14]      Π. Κιτρομηλίδης. Πολιτικοί…, ό.π., σ. 73.
[15]      Π. Κιτρομηλίδης. Πολιτικοί…, ό.π., σ. 74.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ορφικά και πυθαγόρεια μυστήρια

Η πυθαγόρεια αριθμολογία